Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη
Πόλη πανέμορφη, με μακραίωνη ιστορία, πολυτραγουδισμένη, αρχοντική και κοσμοπολίτικη, αλλά και φτωχομάνα, η Θεσσαλονίκη μας άλλαξε πολλούς αφέντες, αλλά την ελληνική ψυχή της δεν την έχασε ποτέ. Μόνο που δεν εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος αμέσως μετά την Επανάσταση του ’21, γιατί η Μακεδονία απελευθερώθηκε με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13). Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του Α’ Βαλκανικού πολέμου και συνέβη στις 26 Οκτωβρίου 1912 (με το παλαιό ημερολόγιο) και γι’ αυτό ο Άγιος Δημήτριος θεωρείται προστάτης της.
Στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο η Ελλάδα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία πολέμησαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να απελευθερώσουν εδάφη στα οποία διαβιούσαν συμπαγείς μη οθωμανικοί πληθυσμοί. Στη Μακεδονία (ειδικά στο νότιο τμήμα της) το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ήταν Έλληνες. Γενικά πάντως δεν έχουμε ακριβή στοιχεία για τα πραγματικά ποσοστά, γιατί Έλληνες, Τούρκοι και Βούλγαροι χρησιμοποιούσαν διαφορετικά κριτήρια (άλλοι γλωσσικά και άλλοι θρησκευτικά) για να κατατάξουν τους κατοίκους. Λόγου χάρη, υπήρχαν μουσουλμάνοι που δεν μιλούσαν απαραιτήτως τουρκικά, αλλά και σλαβόφωνοι που δήλωναν Έλληνες και υπάγονταν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη πλούσια και με μεγάλη στρατηγική σημασία, λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης. Επόμενο ήταν να εξελιχθεί από την αρχή της ιστορίας της σε σπουδαίο οικονομικό, διοικητικό, στρατιωτικό και πνευματικό κέντρο και να αποκτήσει κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Σύμφωνα με την απογραφή της ελληνικής διοίκησης (1913), οι Ελληνορθόδοξοι ήταν το 25% του πληθυσμού, οι Εβραίοι το 39%, οι Μουσουλμάνοι το 29% και το υπόλοιπο άλλες εθνότητες. Στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου αποτελούσε το μήλον της Έριδος ανάμεσα σε Έλληνες και Βουλγάρους.
Αρχές Οκτωβρίου του 1912, ο ελληνικός στρατός, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, έκανε επέλαση στην ελληνοτουρκική μεθόριο και πέτυχε μια σειρά από σημαντικές νίκες εναντίον των Τούρκων, απελευθερώνοντας πολλές πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας, όπως η Σιάτιστα, η Κοζάνη, τα Γρεβενά, η Κατερίνη και η Βέροια. Οι πιο επικές νίκες ήταν στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών, και μάλιστα με αντίξοες καιρικές συνθήκες. Έπειτα από την κατάληψη των Γιαννιτσών, τέθηκε το εξής ζήτημα: αν ο στρατός έπρεπε να κατευθυνθεί προς το Μοναστήρι (γνώμη του Κωνσταντίνου) ή προς τη Θεσσαλονίκη. Το Μοναστήρι ήταν πόλη (η σημερινή Μπίτολα) στο έδαφος της σημερινής ΠΓΔΜ (FYROM), στην οποία υπήρχε πολύ ισχυρή ελληνική κοινότητα και το ελληνικό εμπόριο βρισκόταν σε μεγάλη ακμή. Η Θεσσαλονίκη όμως ήταν σπουδαίο λιμάνι και εκτός αυτού ο βουλγαρικός στρατός πλησίαζε επικίνδυνα. Ο
πρωθυπουργός (και υπουργός Στρατιωτικών) Ελευθέριος Βενιζέλος θεωρούσε ζήτημα ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα να κυριεύσει τη Θεσσαλονίκη και είχε στείλει από τις 13 Οκτωβρίου το ακόλουθο τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο: «Αναμένω να μοι γνωρίσητε την περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα ακολουθήσει η προέλασις του στρατού της Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μία ώραν ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην». Αυτή ήταν και η πρώτη αντιπαράθεση (κοινώς κόντρα) Κωνσταντίνου – Βενιζέλου. Ύστερα από παρέμβαση του βασιλιά Γεωργίου Α΄, στις 25 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός βρισκόταν έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Διοικητής της Θεσσαλονίκης ήταν ο εμπειροπόλεμος στρατηγός Χασάν Ταχσίν πασάς, ο οποίος είχε πολεμήσει με όλες του τις δυνάμεις τους Έλληνες, όπως εξάλλου απαιτούσε η θέση του. Αυτός είχε γεννηθεί στην Ήπειρο, είχε αλβανική καταγωγή και είχε σπουδάσει στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. Η δε σύζυγός του ήταν Ελληνίδα μουσουλμάνα από τα Γιάννενα, η οποία είχε μητρική γλώσσα τα ελληνικά. Στην πραγματικότητα ο ίδιος δεν μισούσε τους Έλληνες. Είχε αντιληφθεί τη μαχητική ικανότητα των Ελλήνων, και ύστερα από τις αλλεπάλληλες μάχες που είχαν κερδίσει, κατάλαβε ότι η Θεσσαλονίκη ήταν πια χαμένη για τους Τούρκους. Επιδίωξε λοιπόν μια συμφωνία για να παραδώσει την πόλη στους Έλληνες αναίμακτα και να τη γλιτώσει από την καταστροφή. Ύστερα από διαπραγματεύσεις με τον Κωνσταντίνο, ο Χασάν Ταχσίν πασάς συμφώνησε να παραδώσει την πόλη και τον στρατό του, ο οποίος θα μεταφερόταν στη Μικρά Ασία με έξοδα της ελληνικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με μαρτυρία του γιου και του εγγονού του Ταχσίν πασά, ο Βούλγαρος εκπρόσωπος του ζήτησε να υπογράψει πρωτόκολλο παράδοσης στους Βουλγάρους, επιχείρησε μάλιστα και να τον δωροδοκήσει. Όμως ο πασάς αρνήθηκε, λέγοντας ότι, αφού με τους Έλληνες πολέμησε, στους Έλληνες θα παρέδιδε την πόλη. Στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης μετέβησαν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπέγραψαν τα πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό. Ο στρατηγός Δαγκλής εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο, ενώ ο λοχαγός Εξαδάκτυλος με τον επιφανή πολιτικό Ίωνα Δραγούμη, ύψωσαν την ελληνική σημαία στο ελληνικό προξενείο. Δικαιώθηκε με αυτόν τον τρόπο ο αγώνας του Ίωνα Δραγούμη για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Την επόμενη μέρα ο ελληνικός στρατός έκανε πανηγυρική είσοδο στη Θεσσαλονίκη και το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του και το ίδιο μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά. Την επομένη κατέφτασε μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα και κανονιοβολισμούς ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, για να επισημοποιήσει με την παρουσία του την ένταξη της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος. Η γαλανόλευκη επιτέλους κυμάτιζε στον Λευκό Πύργο…