Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη
Συνήθως, όταν ακούει ή διαβάζει κανείς για τον βασιλιά Αλέξανδρο, το μυαλό του πηγαίνει στον Μέγα Αλέξανδρο. Να όμως που υπήρξε και στη νεότερη Ελλάδα ένας βασιλιάς Αλέξανδρος, το όνομα του οποίου συνδέεται μάλιστα με μια εποχή εξαιρετικά ταραχώδη. Η δε ζωή του ήταν αυτό που λέμε «παιχνίδι της Μοίρας» και σημαδεύτηκε από την απροσδόκητη άνοδο στην εξουσία και από έναν φλογερό και απαγορευμένο έρωτα. Ο θάνατός του ήταν πρόωρος, άδικος και εντελώς ξαφνικός.
Γεννήθηκε στο Τατόι στις 2 Αυγούστου 1893 και ήταν δευτερότοκος γιος του διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και της βασίλισσας Σοφίας (αδερφής του Γερμανού αυτοκράτορα Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄) και εγγονός του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της βασίλισσας Όλγας. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, απ’ όπου και αποφοίτησε το 1912. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως αξιωματικός του Α΄ Συντάγματος Αθηνών, ενώ ο πατέρας του ήταν αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού. Πολέμησαν και οι δύο στα πεδία των μαχών, όχι δίνοντας διαταγές από τα γραφεία. Λεγόταν μάλιστα ότι ήταν ιδιαίτερα επικοινωνιακός και πολύ ικανός στο να διοικεί τους στρατιώτες του. Για τον ίδιο λέγεται ότι είχε μάλλον ατίθασο χαρακτήρα και ότι δεν συμπαθούσε την αυστηρότητα του βασιλικού πρωτοκόλλου, αλλά αγαπούσε τις διασκεδάσεις, τα ξενύχτια και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Λέγεται ότι είχε κάνει τη διαδρομή Τατόι-Φάληρο σε 15΄. Γι’ αυτό του είχαν δώσει το παρατσούκλι «Φυσέκης». Δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την πολιτική, ενώ ως φοιτητής ήταν μέτριος. Ήταν πάντως γοητευτικός στην εμφάνιση, σπορτίβ τύπος και είχε μεγάλη επιτυχία στο ωραίο φύλο. Ήταν δηλαδή ένας bon viveur.
Όλα αυτά τον έκαναν πολύ δημοφιλή. Για να είμαστε δίκαιοι, δεδομένου ότι ως δευτερότοκος ουσιαστικά δεν είχε πιθανότητες να κυβερνήσει, δεν είχε κίνητρο για πολιτικές φιλοδοξίες. Μόνο που η ζωή τα έφερε αλλιώς…
Το 1917, ύστερα από δύο χρόνια εθνικού διχασμού και μεγάλης αντιπαράθεσης (κοινώς κόντρας) ανάμεσα στον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο Κωνσταντίνος αναγκάζεται να απομακρυνθεί από τον θρόνο. Αυτό έγινε ύστερα από τελεσίγραφο των συμμάχων της Αντάντ, οι οποίοι δεν χώνευαν τον Κωνσταντίνο, λόγω της συγγένειάς του με τον Γερμανό αυτοκράτορα. Υπενθυμίζουμε ότι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία ήταν αντίπαλος της Αντάντ (ανήκε στις Κεντρικές Δυνάμεις). Ο Κωνσταντίνος είχε διαφωνήσει με τον Βενιζέλο σχετικά με το στρατόπεδο με το οποίο θα συμμαχούσε η Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: ο Βενιζέλος επιθυμούσε συμαχία με την Αντάντ, ενώ ο Κωνσταντίνος ουδετερότητα (δεν μπορούσε να υποστηρίξει ανοιχτά συμμαχία με τις Κεντρικές Δυνάμεις, επειδή με αυτές είχε συνταχθεί η Βουλγαρία, εχθρός της Ελλάδας στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο). Βλέποντας την απήχηση που είχε ο Βενιζέλος στον λαό, ο Κωνσταντίνος πρότεινε να συμμαχήσει η Ελλάδα με την Αντάντ, αλλά να ζητήσει εγγυήσεις για τα κέρδη που θα αποκόμιζε, κάτι που δεν έκανε ο Βενιζέλος, ποντάροντας στην «καλή θέληση» των συμμάχων. Για να μη μακρηγορούμε, ο Κωνσταντίνος εξορίστηκε μαζί με τον διάδοχο Γεώργιο. Έτσι, στις 14 Ιουνίου 1917 ο εικοσιτετράχρονος Αλέξανδρος έγινε βασιλιάς. Επειδή ο πατέρας του ποτέ δεν παραιτήθηκε επίσημα, ο ίδιος θεωρούσε ότι το αξίωμά του ήταν προσωρινό, κάτι σαν «τοποτηρητής» του θρόνου. Σημειωτέον ότι ο πατέρας του ποτέ δεν τον αναγνώρισε ως βασιλιά.
Την εποχή που ανέβηκε ο Αλέξανδρος στον θρόνο, οι «σύμμαχοι» της Αντάντ είχαν καταλάβει τον Πειραιά και τον Ισθμό της Κορίνθου και είχαν επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό στην Αθήνα (την οποία είχαν βομβαρδίσει κιόλας), κάνοντας τους κατοίκους της να λιμοκτονήσουν. (Ωραίους φίλους είχαμε). Έπειτα από την ενθρόνισή του, η Ελλάδα βγήκε στον πόλεμο «με τη βούλα» στο πλευρό της Αντάντ και μάλιστα πρόσφερε σπουδαίες υπηρεσίες στο μακεδονικό μέτωπο. Απόρροια της νίκης της Αντάντ ήταν η υπογραφή των ευνοϊκών για την Ελλάδα συνθηκών του Νεϊγύ (Νοέμβριος 1919) και των Σεβρών (Αύγουστος 1920) και η έναρξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας (Μάιος 1919), την οποία επιθυμούσε διακαώς και ο Βενιζέλος και ο ελληνικός λαός. Δικαιώθηκε λοιπόν η πολιτική του Βενιζέλου, έστω και αν ορισμένοι θρίαμβοι (των Σεβρών) έμειναν στα χαρτιά. Ο Αλέξανδρος σε γενικές γραμμές συνεργάστηκε καλά με τον Βενιζέλο, γιατί ο ίδιος ήταν χαρακτήρας ήπιος και διαλλακτικός, αν και αρχικά, όπως ήταν φυσικό, υπήρχε ανάμεσά τους επιφυλακτικότητα και προκατάληψη. Δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι η περίοδος της βασιλείας του χαρακτηρίστηκε από πολιτική ηρεμία και σταθερότητα.
Ύστερα από επίσκεψή του τον Ιούλιο του 1920 στο Δεδέαγατς, ο δήμαρχος Εμμανουήλ Αλτιλναμτζής τον προσφώνησε βασιλιά και η πόλη ονομάστηκε Αλεξανδρούπολη.
(Συνεχίζεται)