Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Σύρμο

Το φως είναι για το θέατρο το ένδυμα των εικόνων και των ήχων μίας παράστασης, ξεγυμνώνει ή ντύνει τις ερμηνείες των ηθοποιών αλλά και των αντικειμένων που “παίζουν” κι αυτά πάνω στο σανίδι. Ο Αλέξανδρος Πολιτάκης, εξαιρετικός σχεδιαστής φωτισμών, μιλά στο iart.gr για την σημασία του φωτός, τους καλλιτέχνες που εργάζονται στο παρασκήνιο μιας θεατρικής παράστασης ενώ ταυτόχρονα ξεδιπλώνει όλες τις ενδιαφέρουσες πτυχές του ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης.

Αλέξανδρε είσαι σχεδιαστής φωτισμών θεατρικών παραστάσεων, σκηνοθέτης και γραφίστας. Ποιο από τα τρία ποτάμια μέσα σου είναι το ορμητικότερο και γιατί;

Όλα αυτά τα επαγγέλματα ειν’ αλληλένδετα μεταξύ τους για μένα. Δε θα μπορούσα να σκηνοθετήσω, αν δεν είχα γνώσεις φωτισμού. Ούτε να φωτίσω αν δεν είχα σκηνοθετήσει. Η επιλογή των χρωμάτων και της γεωμετρίας στη γραφιστική μου εργασία γίνεται με παρόμοιο τρόπο, όπως στον φωτισμό. Και πώς να φτιάξεις μιαν αφίσα έργου, αν δεν έχεις κατανοήσει πρώτα το κείμενο; Ο φωτισμός, όμως, έχει κάποιες ιδιαίτερες απαιτήσεις: Έχω κλείσει πάνω από 20 ώρες μέσα σε θέατρο, σκαρφαλωμένος σε σκάλα. Δεν παραπονιέμαι. Παρά την κούραση, το ευχαριστήθηκα. Ίσως να μ’ αρέσει τόσο η φωτιστική σχεδίαση, γιατί, ενώ το φως είναι λεπτοφυές, όπως ο ήχος της μουσικής, καταφέρνει να δημιουργήσει τόσο δυνατή εντύπωση στο θεατή. Μιλάει απευθείας στο θυμικό, χωρίς τη διαμεσολάβηση της λέξης.

Η τελευταία παράσταση που εμπλούτισες με τις ιδέες, τις γνώσεις και την εμπειρία σου στους φωτισμούς, είναι το θεατρικό έργο: «Θάρρος ή Αλήθεια» στο θέατρο Αλκμήνη. Θάρρος λοιπόν ή Αλήθεια; Τι χρειάζεται περισσότερο κανείς, για να μετατρέψει το όνειρό του σε εμπνευσμένη εργασία όπως κάνεις εσύ;

Να ‘χει το Θάρρος να λέει την Αλήθεια. Και, αν είναι ειλικρινής, με εργασία και σπουδή συστηματική, θ’ αξιωθεί και το σωστό τρόπο.

Νομίζω είσαι ο ιδανικός για να μου απαντήσεις σε μία μάλλον φιλοσοφική μου απορία: Η απώλεια του φωτός γεννά το σκοτάδι ή το σκοτάδι δίνει λόγο ύπαρξης στο φως;

Το σκοτάδι ενισχύει την ευαισθησία μας στο φως. Μ’ αρέσει να κάνω τον θεατή να “διψάσει” για φως. Στο «Θάρρος ή Αλήθεια», κάποια στιγμή σβήνουν όλα τα φώτα. Ο θεατής προσπαθεί να δει στα σκοτεινά. Τον κρατάμε έτσι για λίγα δευτερόλεπτα. Προτού προλάβουν τα μάτια να προσαρμοστούν, κάποιος ανάβει ένα τσιγάρο κι η καύτρα κοκκινίζει και του φωτίζει το πρόσωπο. Όλα τα μάτια εστιάζουν στην καύτρα και στο πρόσωπο. Πολύ αργά ανάβει ένα ψυχρό φως από πίσω. Ο καπνός φωτίζεται, ο όγκος του αποκαλύπτεται κι η αργή κίνησή του γιγαντώνεται. Αν το σκηνικό ήταν λουσμένο στο φως, τίποτ’ απ’ όλα αυτά δε θα μας έκανε αίσθηση. Το ελάχιστο φως της καύτρας φάνηκε και πήρε τέτοιο μέγεθος χάρις στο σκοτάδι. Και στη ζωή, η έλλειψη αποκαλύπτει ποιότητες και οξύνει τις αισθήσεις· η δίψα ενισχύει την απόλαυση κι ο κορεσμός την εξασθενεί.

Έχω την εντύπωση πως στη συνείδηση της πλειοψηφίας του φιλοθέατρου κοινού, ο φωτιστής είναι απλώς ένας ηλεκτρολόγος ή ένας τύπος που κατευθύνει τους προβολείς και όχι ένας από τους σημαντικούς συντελεστές μιας παράστασης.

Πολλά επαγγέλματα στο θέατρο παραμένουν στην αφάνεια για το ευρύ κοινό. Πόσοι ξέρουν τη σημασία του βοηθού σκηνοθέτη ή της δραματουργικής επεξεργασίας; Ο θεατής απολαμβάνει την παράσταση ως τελειωμένο έργο. Όλοι οι συντελεστές είναι σημαντικοί. Όλοι. Για τον φωτισμό μιας μεσαίας ή μεγάλης παραγωγής, εργάζονται επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων: Οι ηλεκτρολόγοι ειναι υπεύθυνοι να φέρνουν με ασφάλεια το ρεύμα στους προβολείς. Οι rigger αναλαμβάνουν να κρεμάσουν και να εστιάσουν τα φωτιστικά σώματα σύμφωνα με το σχέδιο φωτισμού. Ο προγραμματιστής αποθηκεύει στην κονσόλα τα cues (δηλαδή την κάθε φωτιστική κατάσταση). Ο χειριστής “τρέχει” τα φώτα κατά τη διάρκεια της παράστασης. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους τεχνικούς, ο σχεδιαστής έχει την τεχνογνωσία και τη συνθετική ικανότητα να ορίσει την ένταση, το χρώμα, τις θέσεις, τις γωνίες,  τα σχήματα, τον χρόνο εισόδου κι εξόδου του φωτός και να συντονίσει όλους τους υπόλοιπους. Δυστυχώς, σε πολλά θέατρα, όλες αυτές οι ειδικότητες ανατίθενται σ’ έναν μόνο άνθρωπο, που συχνά δεν έχει εμπειρία φωτισμού.

Για εκείνους ακριβώς τους θεατές που αγνοούν τι συμβαίνει πέραν της σκηνής σε μια θεατρική παράσταση, πες μου τι κάνει ο σχεδιαστής φωτισμών;

Συνήθως λέμε: Πάμε να “δούμε” μια παράσταση. Η σκηνική όψη είναι κυρίαρχο συστατικό του θεάτρου. Ό,τι βλέπουμε είναι φως που διαχέεται στο χώρο και φτάνει στα μάτια μας. Ωστόσο, κανείς δεν έρχεται στο θέατρο για τους φωτισμούς. Έρχονται για να δούνε πώς “πλέκεται” μια ιστορία. Ο φωτισμός, πέρα από το να μας φανερώνει τα όσα επί σκηνής,  δίνει τόνο, ατμόσφαιρα, ρυθμό (με τους χρόνους του), επεξηγεί, υποννοεί, προοικονομεί, κρύβει, οδηγεί το βλέμμα, ορίζει χώρους, συνεισφέρει μοναδικές ποιότητες στην ιστορία. Δε μ’ ενδιαφέρουν οι “όμορφοι” φωτισμοί. Μ’ ενδιαφέρει να φωτίσω την όποια ιστορία. Η κάθε ιστορία έχει τη δική της παλέτα κι η δουλειά μας, είναι να τη βρούμε μαζί με τον σκηνοθέτη.

Γνωρίζω πως συχνά σε προβληματίζει και θίγεις το σοβαρό ζήτημα της σχέσης εργοδότη και εργαζομένου, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Τι πιστεύεις πρέπει να γίνει έτσι ώστε ο εργαζόμενος στο θέατρο να πληρώνεται όσο αξίζει η δουλειά και ο κόπος του;

Για αρχή: ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΕΙ ΤΖΑΜΠΑ!

Μια αποτελεσματική άσκηση είναι η εξής:
1. Κάλεσε έναν υδραυλικό να σου φτιάξει τη βρύση.
2. Όταν έρθει κάνε τον να νιώσει τυχερός που τον επέλεξες ανάμεσα σε τόσα ονόματα στον κατάλογο.
3. Ξεκαθάρισέ του -σα να ‘ταν το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο, ότι λεφτά δε θα πάρει.
4. Με απόλυτη σοβαρότητα εξήγησέ του ότι μπορεί να συμπεριλάβει αυτή την εργασία στο  βιογραφικό του.
5. Βεβαίωσέ τον ότι θα κερδίσει μεγάλη προβολή, αφού θ’ ανέβουν φωτογραφίες από τη δουλειά του στο facebook και σε άλλα μέσα.
6. Μετά, άσε τον να μιλήσει. Πρόσεξε την απάντησή του επαγγελματία, μάθε την καλά και κράτα την για όταν σου χρειαστεί.

Αν είχες την δυνατότητα, σε ποιο θεατρικό έργο θα ήθελες να ασκήσεις και τις τρεις σου ιδιότητες και ποιοι είναι οι λόγοι που το επιλέγεις;

Θα ‘θελα ν’ ασχοληθώ με τα «Νυχτερινά» του E. T. A. Hoffmann. Η ιδέα ήταν της θεατρολόγου Ναταλίας Πολύζου. Ο όρος “Νυχτερινά” [Nocturne (γαλλ.), Nachtstück (γερμ.)] χρησιμοποιείται στη μουσική και τη ζωγραφική· αναφέρεται σ’ έργα εμπνευσμένα από τη νύχτα. Στη ζωγραφική, η ρομαντική λατρεία της νύχτας αναδεικνύεται υποβλητική με τις σκληρές φωτοσκιάσεις και τις σιλουέτες που τρεμοπαίζουν στο ημίφως: Ένας κόσμος μυσταγωγικά σκοτεινός που στέκει αίνιγμα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.  Ο πρωταγωνιστής ερωτεύεται μια γυναικεία μορφή από τη σκιά της, όταν την βλέπει πίσω από ένα παράθυρο. Τελικά δεν είναι παρά μια μηχανική κούκλα -ένα αυτόματο. Πέρα απ’ το εικαστικό ενδιαφέρον, λειτουργει κι ο αρχετυπικός μύθος του Πυγμαλίωνα, του γλύπτη που ερωτεύεται το άγαλμα που έφτιαξε.
Στο βιογραφικό σου υπάρχουν και συμμετοχές σου σε παραστάσεις σε ρόλο ηθοποιού. Πως θα χαρακτήριζες αυτή σου την εμπειρία;

Είναι ωφέλιμο για όποιον θέλει να σκηνοθετήσει να έχει θητεύσει πρώτα ως ηθοποιός. Όταν ήμουν ακόμα φοιτητής, ήρθα σ’ επαφή με το αμερικάνικο σύστημα προβών στον «Ηρακλή Μαινόμενο», όπου κλήθηκα να δουλέψω υπό την καθοδήγηση των Peter Meineck και Desiree Sanchez, πλάι σ’ εξαιρετικούς ηθοποιούς (Richard Sheridan Willis, Brain Delate κα.). Οι πρόβες ήταν  απαιτητικές σωματικά. Όλο το έργο ανέβηκε σε λιγότερο από δυο εβδομάδες. Γνώρισα έναν άλλον κόσμο: Το αυστηρό -σχεδόν τελετουργικό ζέσταμα, ο ταχύτατος τρόπος δουλειάς, οι συμπυκνωμένες ξεκάθαρες οδηγίες, η υποκριτική με μάσκα, η ιδιαίτερη ευλάβεια των ηθοποιών, ακόμα κι ο τρόπος που διαχειρίζονταν το διάλειμμα, όλα μου ήταν πρωτόγνωρα.

Ποιοι από τους ηθοποιούς που έχεις δουλέψει σε παραστάσεις τους, σε έχουν σημαδέψει και γιατί;

Το 2015, έχοντας σκηνοθετήσει το «Άρωμα του Έρωτα», είχα επιστρέψει στη Χίο κι εργαζόμουν στη μαστίχα. Η Λυδία Ορφανουδάκη, ηθοποιός και χορογράφος -που δε γνώριζα τότε-, είδε την παράσταση και με κάλεσε εκ μέρους της ομάδας «Σωρείτες» να σκηνοθετήσω μια όπερα για παιδιά: «το Μικρό Κύκλο με την Κιμωλία». Αυτό ήταν η αφορμή να έρθω στην Αθήνα και να ξεκινήσω να δουλεύω συστηματικά στο θέατρο. Αν δε μου είχε γίνει αυτή η πρόταση, μάλλον θα ‘μουν ακόμα στη Χίο. Αυτόν τον θίασο (μέλη του οποίου και οι Μυρσίνη Μορέλλι, Μαριάννα Κουκουτσάκη, Πάνος Τσαλιγόπουλος) τον νιώθω σαν οικογένεια.