Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Οι Σταυροφορίες ήταν εκστρατείες που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με σκοπό την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους «απίστους». Οι στρατιώτες που μετείχαν σε αυτές φορούσαν λευκούς χιτώνες, τους οποίους κοσμούσε ένας μεγάλος κόκκινος σταυρός (εξ ου και η ονομασία «Σταυροφόροι») και το σύνθημά τους ήταν: «Είναι θέλημα Θεού». Στις Σταυροφορίες μετείχαν, εκτός από τους στρατιώτες, και απλοί άνθρωποι που είχαν βασικό κίνητρο την αγνή πίστη, αλλά και πολλοί τυχοδιώκτες, οι οποίοι τις έβλεπαν ως σπουδαία ευκαιρία πλουτισμού.

Η Δ΄ Σταυροφορία ήταν έμπνευση του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’. Στα τέλη του 12ου αιώνα η Παλαιστίνη ήταν υπό την κυριαρχία της Αιγύπτου, η οποία όμως ύστερα από το θάνατο του ηγέτη της Σαλαντίν σπαρασσόταν από εμφύλιες διαμάχες. Ο Πάπας έκρινε ότι αυτή ήταν κατάλληλη στιγμή για τη Δύση να ξανακατακτήσει τους Αγίους Τόπους. Το 1201 λοιπόν, συγκεντρώθηκε στη Βενετία μια δύναμη 33000-34000 ανδρών με αρχηγό τον Ιταλό πρίγκιπα Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Ο Δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος, σκληρός διπλωμάτης και πανούργος οικονομολόγος, είχε συμφωνήσει να παραχωρήσει στόλο στους Σταυροφόρους για τη μεταφορά τους στην Αίγυπτο, αλλά απαιτούσε να του προκαταβάλουν υπέρογκη αμοιβή. Ήταν η ευκαιρία του να γεμίσει με ακόμα περισσότερο χρυσάφι τα ταμεία της Βενετίας. Επειδή όμως οι Σταυροφόροι δεν μπορούσαν να μαζέψουν το ποσό που τους ζητούσε, τους πρότεινε να κυριεύσουν την πόλη Ζάρα (σημερινή Ζαντάρ) στις δαλματικές ακτές, η οποία είχε αποσχισθεί από τη Βενετία και είχε προσαρτηθεί στην Ουγγαρία. Πράγματι, οι Σταυροφόροι την πολιόρκησαν, την κυρίεψαν και τη λεηλάτησαν.

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ζάρα, παρουσιάστηκε στους Σταυροφόρους ο Βυζαντινός πρίγκιπας Αλέξιος Άγγελος, γιος του πρώην αυτοκράτορα Ισαάκιου Β΄ Άγγελου, τον οποίο είχε εκθρονίσει και τυφλώσει ο αδερφός του ο Αλέξιος Γ΄. Ο νεαρός Αλέξιος ζήτησε από τους Σταυροφόρους να τον βοηθήσουν να καταλάβει τον θρόνο του πατέρα του και τους υποσχέθηκε πλουσιοπάροχη υλική αμοιβή (προφανώς, τους είπε ότι «λεφτά υπάρχουν»). Επίσης πρότεινε να ενισχύσει ο ίδιος με στρατό την Σταυροφορία και υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ρωμαιοκαθολική. Έτσι είναι η διπλωματία. Δίνεις, παίρνεις…

Το αίτημα του Αλέξιου ενδεχομένως το προώθησε ο Γερμανός πρίγκιπας Φίλιππος της Σουηβίας (ή Σουαβίας), ο οποίος είχε πάρει σύζυγό του την αδερφή του Αλέξιου, Ειρήνη Αγγελίνα.

Για τους Δυτικοευρωπαίους (αλλιώς Φράγκους) το δέλεαρ ήταν μεγάλο. Θα ήταν τεράστια ευκαιρία για αυτούς να καρπωθούν τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης, η οποία ήταν η πιο ισχυρή και η πιο πλούσια πόλη του τότε γνωστού κόσμου, παρ’ όλο που η εποχή της μεγάλης ακμής του Βυζαντίου είχε παρέλθει. (Την εποχή των Αγγέλων η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε σοβαρά εσωτερικά προβλήματα από κρούσματα αποστασιών, ενώ είχε εξασθενήσει στρατιωτικά και οικονομικά.) Η Κωνσταντινούπολη όμως διατηρούσε τη μεγάλη αίγλη της και οι θησαυροί της είχαν πάρει μυθικές διαστάσεις στο μυαλό των Φράγκων. Θα είχαν επίσης την ευκαιρία να εκδικηθούν για τη σφαγή των Φράγκων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης το 1182 και να ταπεινώσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία για το Σχίσμα του 1054.

Έτσι λοιπόν έκλεισε η συμφωνία και στα τέλη Ιουνίου του 1203 ο στόλος των Δυτικών έφτασε στην Πόλη. Οι Φράγκοι έμειναν έκθαμβοι από το κάλλος και τη μεγαλοπρέπεια της Πόλης, από το μέγεθος των τειχών, από τους ψηλούς πύργους, τους περίλαμπρους ναούς και τα εντυπωσιακά κτίρια. Κατέλαβαν τον Γαλατά, κατόρθωσαν να σπάσουν την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο Κόλπο και πυρπόλησαν τα καράβια που ναυλοχούσαν εκεί. Ακολούθησε η επίθεση. Παρά την αντίσταση που πρόλαβαν οι υπερασπιστές της, ειδικά η φρουρά των Βαράγγων, οι Σταυροφόροι εισέβαλαν στην πόλη και έβαλαν φωτιά, η οποία επεκτάθηκε. Στις 17 Ιουλίου η Κωνσταντινούπολη κυριεύτηκε από τους Φράγκους. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος, ανίκανος να προβάλει αντίσταση, εγκατέλειψε την πόλη παίρνοντας μαζί του όλο το χρυσάφι από τα δημόσια ταμεία. Σιγά που θα καθόταν να σκάσει…

(Συνεχίζεται)