Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη
Σιγά – σιγά ο Ανδρόνικος κατάφερε να βγάλει από τη μέση όσους μπορούσαν να του σταθούν εμπόδιο. Ψιθυρίζεται ότι έβαλε να δηλητηριάσουν την ανιψιά του την πριγκίπισσα Μαρία και τον καίσαρα σύζυγό της Ρενιέ ντε Μονφερά, και εξόντωσε ορισμένους ισχυρούς άρχοντες που θεωρούσε εχθρούς του. Οργάνωσε στημένη δίκη με ψευδομάρτυρες που κατηγόρησαν την αυτοκράτειρα Μαρία για εσχάτη προδοσία, με αποτέλεσμα εκείνη να καταδικαστεί σε θάνατο. Φημολογείται μάλιστα ότι ανάγκασε τον ίδιο τον δεκαπεντάχρονο αυτοκράτορα Αλέξιο να υπογράψει την καταδικαστική απόφαση!
Χάρη στη συστηματική προπαγάνδα που έκαναν οι άνθρωποί του, ο Ανδρόνικος το 1183 κατάφερε, σαν καλός θείος, να στεφθεί συμβασιλέας – κηδεμόνας του Αλέξιου και όταν πλέον εκείνος έμεινε χωρίς κανένα ουσιαστικό έρεισμα, έβαλε να τον στραγγαλίσουν. Κανένας δεν τόλμησε να αντιδράσει, να πει έστω και μια λέξη για να αποτρέψει το στυγερό έγκλημα. Η πρώτη δουλειά του Ανδρόνικου, μόλις έμεινε μόνος αυτοκράτορας, ήταν να νυμφευθεί… τη δωδεκάχρονη χήρα αυτοκράτειρα Άννα. Το ότι θα μπορούσε να ήταν εγγονή του ήταν μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Το περίεργο ήταν ότι εκείνη τον είχε ερωτευτεί! Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της εποχής και γλαφυρότατος στις διηγήσεις του, χαρακτήριζε τον Ανδρόνικο «μουχλιασμένο από τα γηρατειά», «ζαρωμένο και σάπιο υπερήλικα», που «δεν δίσταζε να τρυγά» την «ροδομάγουλη» Άννα, το «άγουρο σταφύλι», την «ορθόστηθη παρθένα», που «έσταζε τη δροσιά του έρωτα». Ωστόσο, ο Ανδρόνικος δεν εγκατέλειψε τις παλιές «καλές» του συνήθειες (ο λύκος κι αν εγέρασε…) αλλά αντίθετα έκανε συχνά «εξορμήσεις» έξω από την πρωτεύουσα, ακολουθούμενος από τις ερωμένες του «σαν τον κόκορα στο κοτέτσι» ή «σαν τον τράγο που οδηγεί το κοπάδι με τις γίδες». Έπειτα βέβαια, επέστρεφε στο παλάτι και ξαναγινόταν ένας γλυκός και στοργικός σύζυγος… (Είναι βέβαια απορίας άξιο πώς ο Χωνιάτης διατηρούσε το κεφάλι του στη θέση του με αυτά που έγραφε.)
Η αλήθεια είναι όμως ότι ο Ανδρόνικος στα δύο χρόνια που κυβέρνησε έκανε θετικές αλλαγές στον τομέα της διοίκησης, ακολούθησε φιλολαϊκή πολιτική, πήρε μέτρα για να βελτιώσει τη θέση των ασθενέστερων τάξεων και περιόρισε τις κρατικές σπατάλες. Αφαίρεσε κομμάτια γης από τους πλούσιους γαιοκτήμονες και τα έδωσε στους φτωχούς γεωργούς, για να μην υπάρχει άνθρωπος χωρίς δική του γη να καλλιεργεί. Αυτό όμως εξόργισε τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι άρχισαν να τον επιβουλεύονται. (Είναι παρατηρημένο ότι όποιος αυτοκράτορας τα έβαζε με τους ευγενείς είχε κακό τέλος.) Στην προσπάθειά του να επιβάλει δικαιοσύνη, θέσπισε ακόμα και για μικρά παραπτώματα υπέρμετρα αυστηρές ποινές που στηρίζονταν στην ωμή βία.
Οι φυλακές ήταν πάντα γεμάτες και οι δήμιοι δεν έμεναν ποτέ χωρίς δουλειά. Τυφλώσεις, ακρωτηριασμοί και εκτελέσεις ήταν στην ημερησία διάταξη. Έτσι, άρχισε να τον τρέμει και να τον μισεί και ο λαός, που τόσο πολύ τον είχε στηρίξει στην αρχή. Αν δεν λάμβανε τέτοια σκληρά μέτρα και αν είχε ηθικούς φραγμούς, θα μπορούσε να ήταν πολύ καλός αυτοκράτορας. Δυστυχώς, πίστευε ότι μόνο με τη βία μπορούσε να κυβερνηθεί η αυτοκρατορία.
Ο Ανδρόνικος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα εξωτερικά θέματα, ίσως και να μην πρόλαβε. Έτσι, οι εξωτερικοί εχθροί της αυτοκρατορίας άρχισαν να κινούνται απειλητικά. Τον Αύγουστο λοιπόν του 1185, οι Νορμανδοί πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη και ύστερα από εννέα ημέρες κατάφεραν να λυγίσουν την άμυνά της και να την κυριεύσουν, γκρεμίζοντας ένα τμήμα των τειχών της. (Η βοήθεια που στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη ήρθε καθυστερημένα και δεν απέτρεψε το κακό.) Ακολούθησαν φρικιαστικές σκηνές, καθώς οι Νορμανδοί λεηλατούσαν, βίαζαν και έσφαζαν χωρίς κανένα έλεος. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο…
Αυτό το γεγονός ήταν η χαριστική βολή για τον Ανδρόνικο. Στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασε εξέγερση, με αποτέλεσμα να τον εκθρονίσουν και στη θέση του να στέψουν αυτοκράτορα έναν αντίπαλό του, τον Ισαάκιο Άγγελο. Τον εγκατέλειψαν όλοι. Ο Ανδρόνικος προσπάθησε να το σκάσει διά θαλάσσης μαζί με την αυτοκράτειρα Άννα – μόνο αυτή του είχε απομείνει – αλλά μια σφοδρή θαλασσοταραχή τους εμπόδισε. Συνελήφθη και οδηγήθηκε αλυσοδεμένος μπροστά στον Ισαάκιο, που του επέβαλε την ποινή της διαπόμπευσης. Επί δύο ημέρες οι στρατιώτες περιέφεραν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης τον Ανδρόνικο πάνω σε μια ψωραλέα καμήλα, με τα ρούχα του σκισμένα, ενώ ο εξαγριωμένος όχλος τον έβριζε χυδαία και του πετούσε πέτρες, ξύλα, ακαθαρσίες, τον περιέλουζε με κουβάδες βραστό νερό, τον χτυπούσε ανελέητα. Του έκοψαν το χέρι, του έβγαλαν τα μάτια και στο τέλος οι στρατιώτες κυριολεκτικά τον λιάνισαν με τα ξίφη τους, παραβγαίνοντας ποιος θα πετύχει το πιο βαθύ τραύμα. Ο δύστυχος ο Ανδρόνικος ξεψύχισε ψελλίζοντας: «Κύριε, ελέησον» και «Γιατί χτυπάτε ένα σπασμένο καλάμι;»
Η Άννα έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα απολαμβάνοντας τις βασιλικές τιμές. Λέγεται μάλιστα πως πολλά χρόνια αργότερα ξαναπαντρεύτηκε. Δεν ξέρουμε βέβαια αν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει το χαμό του Ανδρόνικου…
Το τέλος του Ανδρόνικου ήταν το τέλος της δυναστείας των Κομνηνών και το τέλος γενικά της ένδοξης περιόδου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Γιατί το 1204, από τα ολέθρια λάθη των Αγγέλων, επήλθε η άλωση της Πόλης από τους Φράγκους και η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Την ίδια χρονιά όμως δύο εγγονοί του Ανδρόνικου, ο Αλέξιος και ο Δαβίδ οι Μεγαλοκομνηνοί, ίδρυσαν στον Πόντο την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η οποία κράτησε ως το 1461, που την κατέλαβαν οι Τούρκοι.