etiaridou

Της Άννας Παχή

Με αφορμή την παράσταση «Στη Νεκρά» η ηθοποιός Άννα Ετιαρίδου μοιράζεται με το iART τις σκέψεις της για την εποχή, τις σχέσεις και την ανάγκη να επιστρέψουμε στην ανθρωπιά μας.

Άννα, πες μας λίγα λόγια για το έργο.

Είναι έως και ωμό. Δείχνει την πραγματικότητα, δεν καλλωπίζει τίποτα και διαθέτει επίσης το απαραίτητο μαύρο χιούμορ, αλλιώς θα ήταν πολύ βίαιο, πολύ σκληρό. Παρουσιάζει μια κατάσταση χωρίς ωστόσο να δίνει λύση. Τη λύση τη βρίσκεις μόνος σου, σε βάζει σε μια διαδικασία να σκεφτείς και να πεις «δε μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτό, κάτι πρέπει να κάνω». Τουλάχιστον αυτό λένε οι θεατές μετά την παράσταση.

Όταν βλέπεις μια κατάσταση μπροστά σου, λες «εγώ θα το έκανα αλλιώς» και μετά συνειδητοποιείς ότι όταν σου συνέβη, δεν το έκανες και τόσο αλλιώς.

Όταν είμαστε θεατές μιας κατάστασης, μας φαίνεται απλή. Όταν τη ζούμε δεν την  καταλαβαίνουμε με τον ίδιο τρόπο. Συχνά, μαθητές μου λένε ότι εργάζονται  δωδεκάωρο και τους φαίνεται φυσικό. Όταν απαντώ ότι κάποτε ο κόσμος δούλευε οχτάωρο, λένε ότι αυτό δεν υπάρχει πια. Αν διαμαρτυρηθούν, το πιθανότερο είναι να χάσουν τη δουλειά τους. Οι ιστορίες τρομοκρατίας των υπαλλήλων είναι συνεχείς. Ο φόβος της απόλυσης είναι διαρκής. Όταν έχεις οικογένεια, έχεις χτίσει κάποια πράγματα φοβάσαι μην τα χάσεις και στην ουσία αυτό δείχνει το έργο: τον τρόμο  μας όχι για να αποκτήσουμε, αλλά για να μη χάσουμε αυτά που έχουμε.

Αυτό φάνηκε στο πρώτο στιγμιότυπο, με το ζευγάρι που ετοιμάζεται για διακοπές. Όταν ο σύζυγος επιτέλους εκφράζει τους φόβους του, η σύζυγος, «λιώνει».

Καταρρέει το σύμπαν της. Ακούει ξαφνικά ότι θα ζουν σε τρώγλη και θα τρώνε στα συσσίτια, ενώ εκείνη ετοιμαζόταν για διακοπές στις Κάννες. Σπάει το συννεφάκι στο οποίο ζούσε. Ήταν ένα πολύ ωραίο συννεφάκι, ξαφνικά όμως συνειδητοποιεί πόσο πληρώνεται από το σύζυγό της, που μιλάει διαρκώς για «γλείψιμο» στον προϊστάμενο. Δεν ήξερε πόσο υποφέρει. Γνώριζε μόνο πως έχουν λεφτά.

Στην παράσταση φαίνεται ότι οι σχέσεις δεν είναι πια αυτό που νομίζουμε. 

Έπαιξε ρόλο το πολύ χρήμα. Όταν στο ζευγάρι, στη φιλία, στη συναδελφική σχέση μπαίνει το χρήμα, οι άνθρωποι απομακρύνονται. Αν ένα ζευγάρι είναι μαζί γιατί έχει υπολογίσει και την οικονομική προσφορά του καθενός, πως μπορούν να είναι κοντά σαν άνθρωποι;  Αν και  τελικά, φαίνεται ότι υπάρχει αγάπη μεταξύ τους. Όμως, αν εκείνος δεν της έλεγε κατάφατσα αυτά που συμβαίνουν, εκείνη δε θα καταλάβαινε τίποτα. Δεν έχει την ευαισθησία να συναισθανθεί τι συμβαίνει στον άνθρωπό της. Δεν υπάρχει η οικειότητα που δείχνει ουσιαστική σχέση. Είναι όλοι μόνοι τους.

Αυτό δεν είναι άδικο για τις γυναίκες; Οι σύντροφοι, παγιδευμένοι στο σύνδρομο του «κουβαλητή» δε μοιράζονται, παρά μόνον όταν είναι πολύ αργά.

Αυτό έχει χτιστεί εδώ και δεκαετίες. Μια γυναίκα παντρεύεται και απαιτεί από το σύζυγο μια άνετη ζωή κι αυτός από την πλευρά του, θεωρεί αυτό καθήκον του, χωρίς να μοιράζεται μαζί της τα προβλήματά του. Από την άλλη, η γυναίκα δεν καταλάβαινε τίποτα; Πως δεν τα είδε, σε έναν άνθρωπο που ζει μαζί του; Νομίζω πως έχει πολύ μεγάλη ευθύνη αυτή η μερίδα του κόσμου. Γιατί να μην καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει γύρω μας; Γιατί νοιαζόμαστε μόνο για αυτό που είναι δικό μας και δεν κοιτάμε πιο έξω; Ο Ρεμί ντε Βός ασχολείται πολύ με αυτό. Μια ηρωίδα δηλώνει ότι ψηφίζει Δεξιά επειδή  όλοι ψηφίζουν Δεξιά και θέλει να ανήκει στην πλειοψηφία. Αναρωτιέται όμως γιατί το Κράτος δεν κάνει κάτι για να προστατεύσει τους άστεγους. Ποιο Κράτος, όταν η ίδια υποστηρίζει τη μη επέμβασή του; Το απαιτεί τώρα, επειδή κινδυνεύει να μείνει άστεγη η ίδια. Αν δεν κινδύνευε, θα το απαιτούσε; Έχουμε μπερδευτεί γενικά οι άνθρωποι. Νομίζω πως μας αποκοίμισαν συστηματικά και τώρα μας έχουν δώσει ένα γερό χαστούκι, ξυπνήσαμε απότομα και δεν ξέρουμε πώς να αντιδράσουμε.

Όταν συμβιώνεις με έναν άνθρωπο, δε μπορεί να μην καταλαβαίνεις από το πρόσωπό του αν είναι καλά ή όχι. Μήπως επιλέγουμε να μην το δούμε;

Φυσικά. Όσο εγώ είμαι εντάξει, ο άλλος φέρνει λεφτά και λέει ότι όλα πάνε καλά, γιατί να στενοχωρηθώ; Κι αυτό καλλιεργήθηκε πολύ τα τελευταία τριάντα χρόνια. Να μην ψυχοπλακωθούμε. Ο κόσμος δε θέλει να βλέπει καταθλιπτικές ταινίες, στενάχωρα έργα. Υπάρχει εγωκεντρισμός και αυτοπροστασία σε βαθμό κακουργήματος. Πάψαμε να ζούμε. Που θα πάει αυτό, δε μπορείς να ζεις για πάντα σε μια ψευτιά. Κάποτε θα αποκαλυφθεί η αλήθεια και τότε, με τι άμυνες θα αντιδράσεις; Πως θα προστατέψεις τον εαυτό σου; Υπάρχει μια σκηνή, όπου μια κοπέλα έχει χάσει το αγόρι της. Εξομολογείται ότι τον βλέπει παντού, σε μια παλιά φίλη, η οποία δεν αντιλαμβάνεται τίποτα. Της λέει πως το πένθος θα της περάσει αν κάνει θαλασσοθεραπεία σε σπα για μια βδομάδα. Δεν αντιλαμβανόμαστε πλέον την πραγματικότητα. Κι όταν έρχεται και μας χτυπά καταπρόσωπο γκρεμίζεται ο κόσμος μας, μένουμε ανίσχυροι. Δεν πρέπει να έχουμε συναίσθηση του τι συμβαίνει, πως είναι η ζωή; Ο Μπέργκμαν έχει πει πως «οι άνθρωποι του Δυτικού κόσμου είμαστε συναισθηματικά αναλφάβητοι».  Εκείνοι που σκέφτονται, που το παλεύουν, είναι περιθωριακοί. Είναι λίγοι και πάντα αντιστεκόντουσαν στην ισοπέδωση. Δεν ακολουθούσαν το συρφετό, που δεν έχει συναίσθηση τι συμβαίνει. Δε μπορεί να έχεις χάσει τον άνθρωπό σου και η φίλη να λέει ότι πρέπει να τρως φύκια για να το ξεπεράσεις. Παίζεις σε άλλο έργο.

Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για αυτό και δεν υπήρξε σχεδόν καμία αντίσταση.

Συχνά ακούω «τι ωραία που περνούσαμε στη δεκαετία του ‘90». Προσωπικά τη θεωρώ πολύ φασιστική δεκαετία. Αν δε φορούσες μάρκες, αν δεν περνούσες από το face control  στα κλαμπ, αν γενικά δεν ακολουθούσες τις επιταγές της μόδας περνούσες κατευθείαν στο περιθώριο. Σε απέρριπταν οι ίδιοι σου οι φίλοι. Τότε ζούσα σε μια περιοχή στην οποία οι κάτοικοι έδιναν μεγάλη σημασία σε αυτά και  υπέφερα. Απομονώθηκα, κάποια στιγμή δεν είχα φίλους επειδή δε μπορούσα να ακολουθήσω το ρεύμα, να μπω στη λογική να βρεθώ έξω από ένα κλαμπ, περιμένοντας να με «περάσουν» αν τους άρεσε η φάτσα μου.  Ούτε εκεί όμως υπήρχε αντίδραση. Θεωρούνταν δεδομένο ότι θα κάτσεις σαν το πρόβατο στη σειρά, για να μπεις να διασκεδάσεις. Πληρώνοντας κιόλας. Ήταν κάτι παρανοϊκό. Όταν λοιπόν δεν αντιδράμε σε αυτά, πως θα αντιδράσουμε σε κάτι που φοβόμαστε, για τη ζωή μας;  Πρέπει να φύγουμε από τη «νεκρά» με την οποία τσουλάμε, να βάλουμε ταχύτητα, να δούμε πως θα αντιδράσουμε όλοι μαζί. Ένας μόνος του, δε μπορεί. Αλλά για να ξαναδημιουργηθεί το συλλογικό ένστικτο, πρέπει να μπεις σε κάποιες διαδικασίες και  το σύστημα δε θέλει κάτι τέτοιο.

Δεν έχουμε ευθύνη εμείς;

Υπάρχει μεγάλος στρουθοκαμηλισμός, ειδικά όταν κάποια πράγματα δε σε αγγίζουν. Δεν ασχολείσαι, δε θα αντιδράσεις σε κάτι που δε σε αφορά.  Νομίζω πως έχουμε πολύ μεγάλη ευθύνη γιατί δεν διαθέτουμε κριτικό πνεύμα. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, να ελέγχουμε τι λέει η τηλεόραση, κι όχι να τα θεωρούμε θέσφατο. Επειδή, αν έλεγε αλήθειες, δε θα είχαμε φτάσει σε αυτό το σημείο. Άρα, κάτι σκοτεινό υπάρχει από πίσω. Γιατί δε βάζουμε το μυαλό μας να λειτουργήσει και να σκεφτούμε τι μπορεί να συμβαίνει; Η κριτική σκέψη έχει εκλείψει.

Ο βομβαρδισμός του life style, όπως σε ένα από τα στιγμιότυπα του έργου.

Παρουσιάζει ένα από τα πάρτι των μεγαλοστελεχών, που γίνονται επειδή πλήττουν, καθώς τα έχουν όλα. Είναι σαν τους ναρκομανείς που θέλουν όλο και μεγαλύτερη δόση. Υπάρχουν πρόθυμοι άνθρωποι, που μπαίνουν σε αυτές τις ιστορίες για το κέρδος, ελπίζοντας να αποκομίσουν κάτι. Βέβαια, δε σκέφτονται ότι θα τους χρησιμοποιήσουν και θα τους πετάξουν. Γενικά αυτό, δεν το σκεφτόμαστε οι άνθρωποι, θεωρούμε ότι «εγώ θα τα καταφέρω καλύτερα από τους προηγούμενους». Δε βλέπουμε ότι η ιστορία έχει δείξει πως όταν μπαίνεις σε μια τέτοια κατάσταση,  δεν μπαίνεις επί ίσοις όροις. Υπηρετείς τον πλούτο, δεν είσαι μέρος του. Αλλά και το life style είναι εξίσου φασιστικό, όπως και η δεκαετία του ‘90.

Ακόμη δεν έχουμε καταλάβει πως είμαστε όλοι μαζί σε αυτό.

Πρόκειται για παραμύθι που μας ήρθε κυρίως από την Αμερική, το παραμύθι πως ακόμα κι εσύ που είσαι ένα τίποτα και ξεκίνησες από το μηδέν, μπορείς να φτάσεις ψηλά. Δε σου λέει όμως από πού πρέπει να περάσεις για να φτάσεις ψηλά. Τι πρέπει να κάνεις. Και γιατί όλα σου τα όνειρα να είναι τέτοιου τύπου; Γιατί να μην ονειρεύεσαι να γίνεις ένας  επιστήμονας, συγγραφέας.. γιατί οι φιλοδοξίες να σχετίζονται με το χρήμα και την εξουσία; Έτσι όμως σε ελέγχουν καλύτερα. Όταν σου θέτουν πρότυπα , όπως ο Τραμπ για παράδειγμα, δε μπορείς να γίνεις πολύ καλύτερος. Θα είσαι άξεστος  όπως αυτός, χωρίς τα εκατομμύριά του. Μέσα σε μια κοινωνία επίσης άξεστη. Έτσι  όμως δεν προχωρήσαμε πολύ σαν κοινωνία.

Στο στιγμιότυπο με τις δυο συναδέλφους που η μια επιτέλους ξεσπάει, βλέπουμε ότι ενώ και η άλλη θέλησε να συμπαρασταθεί και να κάνει το ίδιο, η πρώτη την  αποθαρρύνει από το να «επαναστατήσει».

Ο τρόμος είναι αμφίρροπος. Η  πρώτη φοβάται ότι “εξαιτίας μου θα πάθεις αυτά που έπαθα εγώ και δε μπορώ να σηκώσω αυτό το βάρος”. Υπάρχει δηλαδή μια ατμόσφαιρα όπου ακόμα και με  καλή προαίρεση δε μπορούμε να λειτουργήσουμε συλλογικά. Δε μπορούμε να πούμε «έλα κι εσύ, πάμε να τους κανονίσουμε, ας πάρουμε κι άλλους δέκα μαζί μας». Αυτό υπήρχε κάποτε σαν κουλτούρα, τώρα το έχουμε χάσει. Νομίζω πως η τελευταία φορά ήταν το Μάη του 68.

Στην Ευρώπη, γιατί εδώ μόνο το Πολυτεχνείο μας έμεινε, το οποίο το έχουν κάνει κουρέλι πια.

Δεν έχει πια τη βαρύτητα που είχε, το έχουν απαξιώσει. Πρέπει να καταλάβουμε τι συμβολίζει το κάθε τι. Όταν κάποιοι πήραν στα σοβαρά την αντίσταση, την αντίδραση, τους ακολούθησαν κι άλλοι. Αυτή τη στιγμή είμαστε μουδιασμένοι γιατί δεν υπάρχει κάποιος να μας πει «πάμε». Περιμένουμε κάποιον να το κάνει αυτό για μας για να ακολουθήσουμε, δε μπορεί να ξεκινήσει ο καθένας μόνος του. Σκέφτηκα πολλές φορές να κατέβω στο δρόμο, αλλά μόνη μου να πάω; Θα είμαι μια γραφική. Επίσης, δε θέλω να με «καπελώσει» κανένα πολιτικό κόμμα, οπότε μένω άπραγη. Αν όμως συνέβαινε κάτι, υπήρχε μια μικρή ομάδα που κάτι έκανε, νομίζω ότι αυτό θα ξεκινούσε ένα κίνημα.

Όταν σκοτώθηκε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος, μια φίλη είπε «τι ήθελε στα Εξάρχεια;» Τι είναι δηλαδή τα Εξάρχεια; Μια περιοχή στο κέντρο  με το “αρχηγείο” ενός μεγάλου κόμματος, με αστυνομικά τμήματα, θέατρα. Όποιος πηγαίνει εκεί, σκοτώνεται και καλά τα παθαίνει; Εκεί καταλαβαίνεις ότι κάτι όντως δεν πάει καλά. Κατεβαίνοντας στους Αγανακτισμένους είδα ανθρώπους με δουλειές, αυτό που λέμε «ταχτοποιημένους», γινόντουσαν πολύ σοβαρές συζητήσεις εκεί, υπήρχε ένας πυρήνας χωρίς πολιτικές αποχρώσεις να κατευθύνουν την αντίδρασή σου προς τα «κάπου». Ήταν το μόνο – κατά τη γνώμη μου – ελπιδοφόρο κίνημα των τελευταίων χρόνων και νομίζω πως για αυτό η καταστολή του ήταν τόσο βίαιη. Εκεί το σύστημα ένιωσε ότι αρχίζει και  κινδυνεύει. Ο κόσμος αυξανόταν, δεν ήξερες που θα οδηγήσει αυτό. Οι Αγανακτισμένοι είπαν απλώς «φτάνει ως εδώ». Ήταν πολύ υγιές αυτό, εξαιρετικά ελπιδοφόρο για την ελληνική κοινωνία που νόμιζες ότι κοιμάται.  Μαζεύτηκαν κάποιοι στην αρχή, σιγά – σιγά ήρθαν κι άλλοι και κάποια στιγμή έγινε ανεξέλεγκτο, οπότε η πολιτική εξουσία ένιωσε ότι πρέπει να το καταστείλει. Το κατέστειλε με πολύ άγριο ξύλο – το είδαμε όλοι μας – και φυσικά, μουδιάσαμε. Είπαμε το μεγάλο «Όχι» στο δημοψήφισμα, μουδιάσαμε κι εκεί και πάει λέγοντας.  Ξεσπάμε λίγο, νομίζω όμως ότι συσσωρεύεται μεγάλη οργή και δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί, ίσως η αντίδραση αυτή τη φορά να είναι τελείως διαφορετική. Προσωπικά είμαι κατά του να βγούμε και να σπάμε την πόλη αλλά κάτι σαν τους «Αγανακτισμένους» το ασπάζομαι απόλυτα.

Και τότε όμως έλειπαν οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι, όσοι είχαν ένα λόγο παραπάνω να κατέβουν. Σε κάνει να σκέφτεσαι πως αφού δεν κάνουν κάτι εκείνοι που θίγονται περισσότερο, τι να κάνει κάποιος άλλος;

Έχω ακούσει το εξής: «Που θα πάει αυτή η κατάσταση; Βγείτε επιτέλους να αντιδράσετε». Θα βγω εγώ για σένα; Γιατί να βγω εγώ κι εσύ όχι; Σαφώς το έκανα και θα το ξανακάνω. Βλέπω πως κάτι δεν πάει καλά στη χώρα και αυθόρμητα, θέλω να αντιδράσω. Γιατί δεν  κάνουν όλοι το ίδιο; Γιατί εσύ να είσαι στον καναπέ και οι άλλοι να τρώνε τα δακρυγόνα;

Στην παράσταση φαίνεται πολύ έντονα η παγίδα στην οποία έχουμε πέσει.

Θέλουμε να ανήκουμε στην πλειοψηφία, έχουμε το ένστικτο της αγέλης. Όχι όμως σε ότι αφορά στα δικαιώματά μας. Η αγέλη είναι για να σου δημιουργεί υποχρεώσεις. Να καταναλώνεις, να σπαταλάς, να ζεις με συγκεκριμένο τρόπο που να εξυπηρετούνται κάποιοι. Να μην είσαι όμως αγέλη όταν πρέπει να αντιδράσεις, να είναι ο κάθε λύκος μόνος του. Αυτό καλλιεργήθηκε με διάφορους τρόπους, γιατί κάθε φορά που έλεγες «ελάτε, όλοι μαζί», σου έλεγαν πως ζεις στον κόσμο σου. Κάποιοι, τα τελευταία είκοσι χρόνια κουραστήκαμε και να μιλάμε ακόμη. Προσωπικά όταν άκουγα τέτοιες κουβέντες, απλά δε μιλούσα. Δεν είχε νόημα, μιλούσαμε άλλες γλώσσες.  Κάποιος μου είπε πως δεν πάει στα Εξάρχεια επειδή μια φορά που πήγε του γρατζούνισαν το αυτοκίνητο. Τι μπορείς να πεις σε αυτό;

Είμαστε ανίσχυροι μπροστά στη βλακεία.

Εντελώς. Αυτό συμβαίνει επειδή όσο περισσότερο σκέφτεσαι, τόσο πιο ανασφαλής γίνεσαι. Όλοι όσοι έχουν στεγανά όπως π.χ. «Τα Εξάρχεια είναι κακά, τα απορρίπτω» νιώθουν μια ασφάλεια. Είναι και πολλοί, ξεστομίζουν την ανοησία με μεγάλη άνεση. Ενώ εσύ θα διστάσεις, θα πεις, να το σκεφτούμε λίγο. Μέσα σου είναι όλα ρευστά και μπορεί να αναθεωρήσεις μια άποψή σου.  Εκείνοι είναι πολύ σίγουροι για τον εαυτό τους, καμιά ανασφάλεια.

Ίσως ο καθένας είναι εγκλωβισμένος στο μικρόκοσμό του και πρέπει να ταρακουνηθεί για να βγει έξω από αυτόν. Και πάλι όμως χρειάζεται υπόβαθρο για να ανταπεξέλθει.

Αν μέσα σου ήσουν ένα νήπιο  και ξαφνικά αντιμετωπίσεις μια τραγωδία, το πιθανότερο είναι να μην μπορέσεις να ανταπεξέλθεις. Δε γίνεται να περάσεις όλη σου τη ζωή χωρίς να αντιληφθείς ότι υπάρχει ο πόνος., το πένθος, το «όχι πάντα καλά». Και δε μας το επιτρέπανε αυτό. Στη δεκαετία του 90, δεν επιτρεπόταν να μην είσαι πάντα γεμάτος ενέργεια, χαρούμενος, νέος, κεφάτος, να μην έχεις πάει τριήμερο στη Μύκονο. Ήσουν out, για να υπενθυμίσω το σλόγκαν της εποχής. Εντάξει λοιπόν, μερικοί ήμασταν out. Αλλά κι αυτοί που ήταν in, που κατέληξαν; Πόσο καλά περνούσαν πια, γιατί τόση χαρά είναι ύποπτη. Δε μπορώ να πιστέψω ότι κάποιος μπορεί να είναι συνεχώς χαρούμενος. Είναι ψέμα.

Πρόκειται για μια εικονική πραγματικότητα που δεν γνωρίσαμε όλες της τις εκφάνσεις ακόμη.

Όπως το facebook. Πιστεύουμε ότι οι άλλοι ασχολούνται μαζί μας ενώ στην πραγματικότητα δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Εικόνες περνούν από μπροστά σου χωρίς να τους δίνεις σημασία, πατάς αυτόματα like, που δε σημαίνει τίποτα. Όμως, υπάρχουν άνθρωποι που τα κυνηγούν, ζουν για αυτά. Ανεβάζουμε φωτογραφίες των φαγητών που τρώμε, των ταινιών που βλέπουμε. Γιατί είναι σημαντικές αυτές οι πληροφορίες; Δε φταίει το μέσο, βέβαια. Είναι πολύ χρήσιμο, επικοινωνούμε τη δουλειά μας, επικοινωνούμε μεταξύ μας εύκολα και γρήγορα.. Όμως όταν φτάνεις στο σημείο να χτυπά ένα καμπανάκι στο κινητό σου όλο το βράδυ, αν μη τι άλλο, διαταράσσεται ο ύπνος σου. Βλέπεις παρέες να κάθονται μαζί και να κοιτούν ο καθένας το κινητό του, ανεβάζοντας φωτογραφίες, κάνοντας check in. Αυτό προσωπικά μου δείχνει ότι ψιλοβαριούνται. Σε λίγα χρόνια θα δημιουργηθούν κλινικές αποτοξίνωσης, αν δεν έχουν δημιουργηθεί ήδη για να απαλλαγούμε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με ενοχλεί επίσης η χρήση των αγγλικών. Γιατί λες mood και όχι διάθεση; Τι σημαίνει, ακούγονται καλύτερα; Είναι κομπλεξισμός αυτό. Να σου φαίνονται  όλα μίζερα στη δική σου γλώσσα και λαμπερά σε μιαν άλλη. Κάτι δεν πάει καλά, κάποια ψύχωση έχουμε, κάποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας. Ξέρουμε τόσο καλά Αγγλικά που μπορούμε να συνεννοηθούμε και μεταξύ μας σε αυτά. Γιατί όμως τα έχουμε βάλει τόσο πολύ στη ζωή μας; Θεωρώ ότι φοβόμαστε τις λέξεις που φέρνουν «βαριά» ατμόσφαιρα. Όταν λες «έχω αυτή τη διάθεση» είναι πιο μεγάλο από το mood. Κι επειδή ζούμε μια ξενέρωτη εποχή που επιβραβεύει την ξενερωσιά, δεν τολμάς να δείξεις πάθος, ενθουσιασμό για κάτι, είναι ένας τρόπος να ελαφρύνουμε τα πράγματα. Πεθαίνει κάποιος και λέμε R.I.P. κάτι που δε σημαίνει τίποτα, ούτε και στα αγγλικά. Είναι αρχικά για κάτι τόσο σημαντικό όσο ο θάνατος και δε μπορώ να δεχτώ πως κάποιος πεθαίνει και λένε R.I.P. Είναι σα να τον κοροϊδεύεις. Γράψτο αγγλικά αν θες, αλλά τουλάχιστον ολόκληρο. Γιατί να μη μπορείς να πεις «καλό ταξίδι»; Προφανώς επειδή είναι πιο βαρύ και δεν πρέπει να βαραίνουμε πολύ, γιατί πρέπει να είμαστε χαρούμενοι συνεχώς. Το ίδιο και με την ψυχαγωγία. Δε θεωρείται διασκέδαση αν δε γελάσεις. Αυτό μου λέει πως έχουμε πέσει σε βαθιά κατάθλιψη. Ο καταθλιπτικός τα φοβάται αυτά. Απλά είναι μια επικαλυμμένη κατάθλιψη.

etiaridou1Για αυτό υπάρχει η Τέχνη κι αυτό που κάνετε εσείς εδώ, εξαιρετικά καλά.

Όταν πρωτοδιαβάσαμε το έργο, συγκλονιστήκαμε, κυρίως επειδή νομίζαμε πως είναι καινούριο, ενώ γράφτηκε το 1994. Εδώ καταρρακώνουν κάθε εργασιακό κεκτημένο επειδή χρωστάμε, επειδή ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, επειδή υπάρχει κρίση. Γιατί επικρατούσε αυτή η εργασιακή πραγματικότητα στους Γάλλους το ‘94; Για να γραφτεί τότε, η κρίση τους πρέπει να είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν. Μήπως λοιπόν πρόκειται για ένα ευρύτερο σχέδιο για όλη την Ευρώπη και η κρίση είναι απλώς μια επίφαση; Κάθε χρόνο παίρνονται τα ίδια μέτρα που δεν οδηγούν πουθενά. Δε μπορεί να είναι τόσο χαζοί όλοι οι μεγάλοι οικονομολόγοι, κάτι άλλο συμβαίνει. Κι όμως θεωρώ πως οι περισσότεροι δεν το έχουν καταλάβει ακόμα. Σαν άνθρωπος που δεν είχε ποτέ πιστωτική, και δε δανείστηκε ποτέ, δε μπορώ να δεχτώ ότι πρέπει να πληρώσω ένα τόσο υπέρογκο χρέος χωρίς να έχω ζήσει πάνω από τις δυνατότητές μου. Και πάλι, να το κάνω στη λογική του να σώσουμε την Ελλάδα, αλλά να τη βλέπω να σώζεται κιόλας. Με πρόχειρους υπολογισμούς, αν δίναμε όλοι από ένα ευρώ, θα μαζεύονταν ένα εκατομμύριο στο μήνα. Έχουμε δώσει υπέρογκα ποσά σε φόρους, που πήγαν αυτά τα λεφτά; Δε μπορεί να μη μειώνεται το χρέος. Δεν είναι λογικό κι αν το καταλαβαίνω εγώ που δεν έχω ιδέα από οικονομικά, δε μπορεί οι οικονομολόγοι να μην αντιλαμβάνονται ότι απέτυχαν τελείως. Είναι πολύ στενάχωρο αυτό, δεν ξέρω και που θα οδηγήσει. Τι θα γίνει, πόλεμος; Συνήθως οι οικονομικές κρίσεις εκεί καταλήγουν, αλλά πόλεμος μεταξύ ποιών; Ένας τρίτος παγκόσμιος ενδεχομένως, που δεν ξέρω αν είναι συμπτωματικό αλλά ξεκινά πάλι από τη Γερμανία. Νομίζω πως το μόνιμο όνειρο αυτής της χώρας είναι να γίνει ισχυρή για να αρχίσει να καταστρέφει τους άλλους. Δεν έχουν όραμα να εξαπλώσουν κάτι. Ακόμη κι οι Αμερικάνοι, όσο χαζούς και να τους θεωρούμε, εξάπλωσαν την υποκουλτούρα τους. Οι Γερμανοί, όποτε παίρνουν εξουσία προσπαθούν να καταστρέψουν τους άλλους. Η Γερμανία, είναι χώρα που πάει καλύτερα από τις άλλες , με βαριά βιομηχανία. Γιατί όμως τόση σκληρότητα, τόσος σαδισμός; Διαβάζω ιστορία και διαπιστώνω ότι σε κάθε πόλεμο επεδίωκαν την εξαθλίωση των υπολοίπων. Δεν προσπάθησαν ποτέ να διαδώσουν μια ιδέα, την τέχνη, τις επιστήμες, κάτι. Εκείνο που μετέδωσαν είναι στρατόπεδα συγκέντρωσης, εξαθλίωση των ανθρώπων, των ιδεών, και η τωρινή τους σκληρότητα δείχνει το ίδιο. Φυσικά δεν βάζω στην ίδια θέση το σύνολο του γερμανικού λαού. Υπάρχουν πολλοί που τα «χώνουν» άσχημα στην κυβέρνηση, έχω μιλήσει με αρκετούς που είναι εντελώς αντίθετοι σε αυτό που γίνεται. Δεν καταδικάζω έναν ολόκληρο λαό. Αλλά το ότι ξεκινά πάντα από τη Γερμανία που σκοπό έχει την καταστροφή, δεν αντέχω να το βλέπω. Πάντα της  χρειάζεται μια εικοσαετία για να δυναμώσει, να ισχυροποιηθεί και να αρχίσει να καταστρέφει.

Κι  εμείς τι κάνουμε;

Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουμε. Διαδηλώσαμε εναντίον του Σόιμπλε και της Μέρκελ, δεν έγινε τίποτα. Είναι όμως κάτι που είχαμε πάντα σαν Έλληνες, να είμαστε εμείς καλά χωρίς να μας νοιάζει τι κάνει ο γείτονας. Για να γυρίσουμε πίσω και να σκεφτόμαστε πάλι ως εμείς και όχι ως εγώ, θέλουμε χρόνο. Πιστεύω πως θα αργήσει.

Η τελευταία σκηνή της παράστασης είναι σα να σου ρίχνει σφαλιάρα.

Κανονικά το έργο ξεκινά με αυτήν τη σκηνή αλλά το κουβεντιάσαμε με τον Κώστα Δελακούρα κι αποφασίσαμε να την πάμε στο τέλος. Είναι η στιγμή που οι άνθρωποι παύουν να είναι άνθρωποι. Έχουμε τοποθετήσει τα πάντα, τις σχέσεις μας, τον έρωτα , το σεξ σε ένα μηχανιστικό επίπεδο. Έχουμε γίνει μηχανές, δε θέλουμε πια την επαφή. Θέλουμε να νιώθουμε ότι είμαστε κάποιοι, πως έχουμε δουλειά, πως είμαστε δουλειά. Γιατί όντες άνεργοι, δεν είμαστε τίποτα, ο κόσμος μας γκρεμίζεται. Ολόκληρο το έργο θέλει να τονίσει πως αυτό το σύστημα δε μπορεί να συνεχιστεί, κλείνει πια, βάζει λουκέτο. Νομίζω πως θα προλάβουμε να ζήσουμε την απόλυτη πτώση του καπιταλισμού, που αυτή τη στιγμή τρώει τις σάρκες του σε βαθμό που θα αυτοκαταστραφεί.

Η Ιστορία δείχνει πως όλες οι τυραννίες κάνουν έναν κύκλο και καταστρέφονται εκ των έσω.

Τώρα, αυτό το αχαλίνωτο που επικρατεί, θα μπορούσε να σταματήσει και να ξαναπάρει μπρος η οικονομία, η πραγματική, όχι ο τζόγος τους, και το χρηματοπιστωτικό σύστημα για το οποίο ακούμε συνεχώς και δεν έχουν καμιά δύναμη στην πραγματική οικονομία. Όπως ένας τζογαδόρος ποντάρει ξανά όλα του τα κέρδη, έτσι κάποια στιγμή η μπάνκα θα τιναχθεί στον αέρα. Εκείνο που δεν ξέρω είναι πως θα το πληρώσουμε εμείς οι πιο αδύναμοι.

Ίσως βρούμε τη δική μας δύναμη.

Είμαι αισιόδοξη για την Ελλάδα επειδή χάρη στο μικρό της μέγεθος, στις μικρές της  επιχειρήσεις, τις ομάδες , στους μικρούς πυρήνες ανθρώπων , πάντα ξανάπαιρνε μπροστά. Θεωρώ ότι πάλι κάπως έτσι θα ξαναπάρει μπρος. Θα ξαναγυρίσουμε στο φυσιολογικό, στην ανθρώπινη επαφή που είναι πολύ απλό πράγμα. Το κάνουμε όταν είμαστε παιδιά, μετά το χάνουμε. Τα παιδιά δείχνουν εύκολα την τρυφερότητά τους , δεν το σκέφτονται. Ο μεγάλος θα το σκεφτεί να σε παρηγορήσει ας πούμε, γιατί φοβάται πως μπορεί να παρεξηγηθεί.  Ελπίζω πως η κρίση θα γίνει αφορμή να επιστρέψουμε στην ανθρωπιά μας. Να θυμηθούμε πως είναι να είσαι άνθρωπος με την παιδική έννοια. Να είσαι πιο αυθόρμητος, πιο ειλικρινής, χωρίς πρέπει.

Διαβάστε περισσότερα για την παράσταση «Στη Νεκρά» εδώ

Διαβάστε τη συνέντευξη του σκηνοθέτη / ηθοποιού Κώστα Δελακούρα εδώ