Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Ο Διόνυσος, γιος του Δία και της Σεμέλης, κατείχε ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους θεούς των αρχαίων Ελλήνων. Είναι ο θεός του αμπελιού και του κρασιού, αλλά αντιπροσωπεύει και τις αναπαραγωγικές δυνάμεις της φύσης. Πιστεύεται ότι η λατρεία του προήλθε από τη Φρυγία (περιοχή της κεντρικής Μικράς Ασίας) και εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Ιδιαίτερα δημοφιλής υπήρξε στην Αττική, όπου τον τιμούσαν με λαμπρές εορτές. Οι κυριότερες ήταν τα Μικρά ή Κατ’ Αγρούς Διονύσια, τα Λήναια, τα Ανθεστήρια και τα Μεγάλα ή Εν Άστει Διονύσια, που διαρκούσαν έξι ημέρες και ήταν η λαμπρότερη απ’ όλες. Οι εορτές αυτές χαρακτηρίζονταν από παλλαϊκή συμμετοχή, άφθονη οινοποσία, ενθουσιαστικά άσματα (διθυράμβους) και χορούς προς τιμήν του θεού, αχαλίνωτες συμπεριφορές και γενικά έξαλλους πανηγυρισμούς.

Την ακολουθία του θεού αποτελούσαν Νύμφες με το όνομα Βάκχες ή Μαινάδες, ο Σειληνός, ο θεός Πάνας και οι Σάτυροι (μισοί άνθρωποι, μισοί τράγοι). Η συμπεριφορά τους ήταν γενικά ξέφρενη και ασυγκράτητη, με χαρακτηριστικά ιερής μανίας (ρ. μαίνομαι > μανία, Μαινάδα). Ειδικά ο Πάνας και οι Σάτυροι ήταν και εξαιρετικά δραστήριοι στον ερωτικό τομέα. Γι’ αυτό και η λατρεία του Διονύσου είχε πολύ έντονες αναφορές στη γενετήσια δραστηριότητα και αποσκοπούσε στη γονιμότητα των ανθρώπων και της γης. Άλλωστε ένα από τα σύμβολα του θεού ήταν ο φαλλός, ο οποίος έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στις διονυσιακές εορτές, ως σύμβολο γονιμότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονταν και τα σκωπτικά και άσεμνα άσματα που συνηθίζονταν στις διονυσιακές εορτές.

Βασικό επίσης γνώρισμα της διονυσιακής λατρείας ήταν και η μεταμφίεση, η οποία είχε σκοπό να βγει ο πιστός από τον εαυτό του και να ταυτιστεί με τους ακολούθους του Διονύσου. Οι πιστοί του Διονύσου κάλυπταν τα πρόσωπά τους με προσωπεία ή τα άλειφαν με το κατακάθι του κρασιού (τρυγία), στεφανώνονταν με φύλλα κισσού ή κληματόφυλλα (ιερά φυτά του Διονύσου) και ντύνονταν με προβιές, για να μοιάζουν με τους τραγόμορφους Σατύρους. Μεταμφιεσμένοι ήταν και οι χορευτές που τραγουδούσαν τον διθύραμβο, λατρευτικό τραγούδι-ύμνο προς τον Διόνυσο.

Οι ερευνητές θεωρούν ότι το δράμα έχει τις ρίζες τους σε αυτές τις τελετουργίες, επειδή και οι ηθοποιοί μεταμφιέζονταν και φορούσαν προσωπεία, για να ταυτίζονται με τα πρόσωπα που υποδύονταν. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Διόνυσος ήταν και ο θεός του θεάτρου και οι θεατρικές παραστάσεις ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των διονυσιακών εορτών. Δεν υπήρχε αρχαίο δράμα, είτε τραγωδία, είτε κωμωδία, είτε σατυρικό δράμα, που να μην είχε αναφορά στον Διόνυσο.

Ειδικά η κωμωδία, διατήρησε τα τολμηρά (πολλές φορές και χοντροκομμένα) αστεία και τις αναφορές στη γενετήσια δραστηριότητα. Οι ηθοποιοί της, όποιο πρόσωπο και αν υποδύονταν, φορούσαν πάντοτε έναν φαλλό. Γι’ αυτό και δεν επιτρεπόταν να την παρακολουθούν γυναίκες.

Οι Απόκριες θεωρούνται κατάλοιπο των διονυσιακών εορτών. Παρ’ όλο που ο Χριστιανισμός δεν τις αναγνωρίζει ως εορτή, οι Χριστιανοί τις διατήρησαν και ενσωμάτωσαν σε αυτές πολλά στοιχεία της διονυσιακής λατρείας, δηλαδή τις μεταμφιέσεις, τα ξέφρενα γλέντια, την κρασοκατάνυξη, τα σκωπτικά τραγούδια, τον φαλλό και τις αναφορές στην ερωτική πράξη.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι Απόκριες τοποθετούνται στο τέλος του χειμώνα και στην αρχή της άνοιξης, τότε που η φύση αναγεννάται. Παραδοσιακά, πολλές εκδηλώσεις που γίνονται στο ύπαιθρο αποσκοπούν στη γονιμότητα της γης. Όλα αυτά είναι κατάλοιπα πανάρχαιων παγανιστικών αντιλήψεων. Η επαφή με τη γη υπενθυμίζει στον άνθρωπο ότι από αυτήν εξαρτάται η ύπαρξή του και ότι αυτή θα τον υποδεχτεί μετά θάνατον. (Εξ ου και το τραγούδι «Τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε».) Ίσως γι’ αυτό θεσπίστηκαν από την Εκκλησία και τα Ψυχοσάββατα, άλλωστε ας λάβουμε υπ’ όψη μας ότι τα Ανθεστήρια, που εορτάζονταν στην Αττική στο τέλος του χειμώνα, ήταν αφιερωμένα στις ψυχές των νεκρών.

Οι Απόκριες είναι η περίοδος που τα πάντα ανατρέπονται και όλα επιτρέπονται, στο πλαίσιο πάντοτε των εορταστικών εκδηλώσεων. Δίνουν στον άνθρωπο την ευκαιρία να διασκεδάσει, να ξεδώσει και να βγει από τα στερεότυπα και από τους κανόνες που η κοινωνία του επιβάλλει, να ξεπεράσει τις κοινωνικές συμβάσεις και τους καθωσπρεπισμούς, να καταρρίψει τις ανισότητες, να γίνει έστω και για λίγο κάποιος άλλος βγαίνοντας από τον εαυτό του (αυτός εξάλλου είναι ο σκοπός της μεταμφίεσης). Για τους ανθρώπους των παλαιότερων εποχών οι Απόκριες έδιναν τη δυνατότητα να μιλήσουν ανοιχτά και για πράγματα που τον υπόλοιπο χρόνο ήταν ταμπού, ωστόσο αποτελούν πάντοτε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής και της ανθρώπινη φύσης. Είναι πραγματικά εντυπωσιακή ακόμα και για εμάς σήμερα η ελευθεροστομία των αποκριάτικων δημοτικών τραγουδιών, τα ερωτικά υπονοούμενα, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζονται οι σχέσεις των δύο φύλων (ακούστε το τραγούδι «Με τη θεια μου τη Θοδώρα/την Κονδύλω» και θα καταλάβετε) και η διακωμώδηση προσώπων που κανονικά αντιμετωπίζονται με σεβασμό (σατιρίζονται συνήθως γέροι, γριές, παπάδες, παπαδιές, καλόγεροι, καλόγριες, χήρες). Αυτά τα πρόσωπα παρουσιάζονται από την εντελώς ανθρώπινη πλευρά τους, με τις ίδιες ανάγκες και τα ίδια ένστικτα (ειδικά το ερωτικό ένστικτο) που έχουν όλοι οι άνθρωποι.

Για όλους αυτούς τους λόγους οι εορτασμοί των Αποκριών θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτουργούν ψυχοθεραπευτικά και απελευθερωτικά, αποτελώντας κατά κάποιον τρόπο μια λυτρωτική φυγή από την πεζή καθημερινότητα.