Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Αυγουστίνος Ρεμούνδος στο iart.gr 

 

Πες μας λίγα λόγια για την δουλειά που παρουσιάζεις τώρα.  

Η παράσταση λέγεται ‘Φωτιά και νερό’ και είναι έργο της Χρύσας Σπηλιώτη που γράφτηκε στις αρχές του 2000. Παίχτηκε το 2007 σε σκηνοθεσία Άσπας Τομπούλη και τώρα ανεβαίνει ξανά στο θέατρο ‘Μικρό Γκλόρια’ κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00. Η υπόθεση έχει να κάνει με δυο μετανάστες, τον Άραβα Σαΐντ από το Ιράκ και την Περσίδα Χαγιάτ από το Ιράν που συγκατοικούν σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που  στο έργο δεν κατονομάζεται, εμείς το τοποθετούμε στην Αθήνα. Στον χώρο τους εισβάλλει κατά λάθος ένας ‘ξένος’ όπως τον ονομάζει η συγγραφέας, ένας Ευρωπαίος. Ο Σαΐντ αποφασίζει να τον αιχμαλωτίσει, για να του μάθει αραβική ιστορία και να τον κάνει να εκτιμήσει τον πολιτισμό του. Όλα μέσα από μια παρτίδα σκάκι και μαθήματα αραβικής ποίησης.  

Ξεκινά ένα παιχνίδι πολύ ιδιαίτερο, όπου βλέπουμε τρεις πολιτισμούς.  

Ακριβώς. Σύμφωνα με τους άντρες της παράστασης οι πολιτισμοί είναι δυο. Ο τρίτος είναι ‘υπόγειος’ καθώς ούτε ο ένας ούτε ο άλλος αναγνωρίζουν τον πολιτισμό της Περσίας. Ο δυτικός ‘μένει’ στα δικαιώματα της γυναίκας, ενώ ο άραβας έχει την δική του άποψη για αυτό, τα δικά του θέματα, τα δικά του προβλήματα. Ακόμη και σήμερα, το Ιράκ με το Ιράν έχουν φοβερή αντιπαλότητα, η μεταξύ τους κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από ότι η δική μας με τους Τούρκους. Σιχαίνονται οι μεν τους δε. Πριν ανέβει το έργο χρησιμοποιήσαμε συμβούλους από την κάθε χώρα και από την Αίγυπτο. Μας έλεγαν πως αυτοί οι δυο λαοί μισούνται θανάσιμα. Για αυτό και η Χρύσα Σπηλιώτη βάζει αυτούς τους δυο ανθρώπους να συζούν, να έχουν συμφιλιωθεί μεταξύ τους.  Το Ιράν είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Μέχρι την δεκαετία του 1970 ήταν η πιο ελεύθερη χώρα της Ανατολής και αυτήν την στιγμή – λόγω του  ISIS – έχει φτάσει να είναι η χειρότερη. Η Χαγιάτ είναι ένα ελεύθερο πνεύμα σε μια πολύ καταπιεστική χώρα και αναγκάστηκε να φύγει, γιατί καταδικάστηκε σε θάνατο.  

Μίλησες για συμβούλους 

Για να προσεγγίσουμε καλύτερα το έργο, απευθυνθήκαμε σε ειδικούς των χωρών αυτών που μας εξήγησαν την κουλτούρα του Ιράκ, την διαφορά του από τις υπόλοιπες αραβικές χώρες, αλλά και του Ιράν. Ο Δημήτρης Γεωργαλάς μάλιστα, που υποδύεται τον Σαΐντ, ακόμη μαθαίνει αραβικά, το ίδιο και η Έλενα Τυρέα που έχει τον ρόλο της Χαγιάτ και μιλάει περσικά μέσα στο έργο. Η φωνή που ακούγεται είναι μιας Ιρακινής τραγουδίστριας, τα έγχορδα όργανα είναι από το Ιράν, όπως και όλοι οι ήχοι. Προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε τους τρεις πολιτισμούς, να τους κάνουμε έναν. Άλλωστε το μήνυμα του έργου είναι πως ότι και να΄μαστε, όπως και να έχουμε μεγαλώσει, είμαστε όλοι άνθρωποι, είμαστε όλοι ίδιοι κατά βάθος. Άσχετα με τις προσλαμβάνουσες που έχουμε, τις αντιλήψεις και τις προκαταλήψεις που μας έχουν βάλει στο μυαλό.  

Εκτός από τον Δημήτρη Γεωργαλά και την Έλενα Τυρέα, παίζει και…..  

Ο πιο ‘μυστήριος’, ο ξένος. Τον υποδύεται ο Στέλιος Καλαθάς. Ο ρόλος του είναι μια ήρεμη δύναμη. Μπαίνει φοβισμένος σε ένα ξένο σπίτι, ο Σαϊντ τον δένει, τον απειλεί με ένα μαχαίρι αλλά σιγά – σιγά ο ξένος δείχνει να είναι καλύτερος στην στρατηγική, την οποία αναπτύσσει για να καταφέρει τον στόχο του. Λέει κάποια στιγμή ‘κι εμείς πολεμάμε αλλά εμείς ξέρουμε και να νικάμε’. Αυτό έχει ιστορική και πολιτική βάση, τους έχουμε ‘καπελώσει’ κατά πολύ, για αυτό και σήμερα υπάρχει όλη αυτή η εξέγερση γύρω από το Ανατολικό Θέμα. Η ήρεμη δύναμη του ξένου, διαλύει τους δυο συντρόφους, τους χωρίζει στη μέση.  

Το έργο έχει πάρα πολλά επίπεδα. Πολιτικό, κοινωνικό, φυλετικό, τα πάντα σχεδόν και το κείμενο είναι εξαιρετικό και με πολύ χιούμορ επίσης.  

Έτσι είναι η ζωή μας. Όσο μαύρη κι αν δείχνει, αν την δεις λίγο πιο ανάλαφρα, η μέρα περνάει πιο εύκολα. Το έργο ασχολείται με πολύ δύσκολες καταστάσεις. Ο Άραβας υποφέρει από μετατραυματικό στρες το οποίο δεν μπορεί να αποβάλλει. Κάθε ήρωας έχει τα δικά του προβλήματα. Ο Σαΐντ δεν ήταν στρατιωτικός. Ήταν ένας δάσκαλος ιστορίας, αυτό ήξερε να κάνει. Ξαφνικά, ενώ βρίσκεται σε έναν άλλον τόπο,  αποφασίζει να πιάσει όμηρο κάποιον. Ούτε να δείρει ξέρει, ούτε να χρησιμοποιήσει μαχαίρι, φοβάται κι ο ίδιος. Όπως και ο ξένος, που επίσης δεν είναι εγκληματίας, πρόκειται απλά για έναν υπάλληλο ταχυδρομείου. Και οι δυο έχουν μια ηλικία, δεν είναι εικοσάρηδες. Φοβούνται ο ένας τον άλλον. Είναι πολύ ανθρώπινα και καθημερινά όλα αυτά.  Ο Σαΐντ νομίζει πως όλοι είναι εναντίον του. Ακούει τα παιδιά να παίζουν μπάλα και θεωρεί πως το κάνουν για να τον ενοχλήσουν. Και ο δυτικός όμως έχει τα δίκια του. Μπαίνει κατά λάθος σε ένα σπίτι και βρίσκεται αιχμάλωτος.   

Ας μιλήσουμε για την Χαγιάτ.  

Έχει μάθει να είναι υπό τον άνδρα, κάτι που αφήνει να φανεί πολύ ωραία και διακριτικά η συγγραφέας. Θίγει εξαιρετικά την πατριαρχική μας κοινωνία και το φαλλοκρατικό στερεότυπο. Από κάποια στιγμή και μετά, τα δυο αρσενικά μαλώνουν για αυτήν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ερήμην της όμως. Μαλώνουν για αυτήν χωρίς αυτήν. Είναι άδικο μεν, η καθημερινότητα μας δε. Καταλαβαίνεις ότι η θέση της γυναίκας στην Ανατολή και στη Δύση έχει κάποια διαφορά αλλά ουσιαστικά, η γυναίκα – κοινωνικά – δεν είναι ίση πουθενά, όπως θα έπρεπε.  

Οι άντρες του έργου αρχικά είναι αντίπαλοι και μετά γίνονται έως και σύμμαχοι.  

Έχουν πολλά κοινά. Διαθέτουν βαθιά μέσα τους την κουλτούρα και τις συνήθειες του τόπου τους. Έχουν  έντονο το θρησκευτικό στοιχείο, είναι όμως ταυτόχρονα άθεοι. Η Χαγιάτ είναι η μόνη ένθεη και αυτό δίνει μια ωραία αφετηρία για να εξελιχθεί κάτι. Είναι πολύ ωραίος ο τρόπος που ηρεμεί τον Σαΐντ όταν περνάει τα διάφορα του, με παραμύθια από τις Χίλιες και Μια Νύχτες. Και αυτό είναι πολύ ωραίο στοιχείο επίσης. Η Σεχραζάτ αποφασίζει να γίνει γυναίκα του σουλτάνου για να σώσει τις υπόλοιπες γυναίκες τις οποίες εκείνος σκοτώνει μετά την πρώτη νύχτα γάμου μαζί τους. Τελικά τον κάνει να αποδεχθεί τις γυναίκες και να καταλάβει το γεγονός πως δεν είναι όλες ίδιες.  

Ποιοι είναι οι συντελεστές της παράστασης;  

 Παίζουν οι Δημήτρης Γεωργαλάς, Στέλιος Καλαθάς και Έλενα Τυρέα. Την μουσική έγραψε ο Νικόλας Καρίμαλης, γνωστός ως Razastar. Σκηνικά και κοστούμια έχει κάνει η Τόνια Αβδελοπούλου, χορογραφίες η Αναστασία Γεωργαλά, ο Γκόραν Γκάγκιτς έφτιαξε τα βίντεο, η Γέλενα Γκάγκιτς τα φώτα κι εγώ την σκηνοθεσία. Αυτοί είμαστε. Με την Έλενα έχουμε συνεργαστεί άλλες τέσσερις φορές. Με τον Στέλιο γνωριζόμαστε από την σχολή αλλά δεν έτυχε μέχρι τώρα να συνεργαστούμε. Με τον Δημήτρη επίσης δουλεύουμε μαζί πρώτη φορά. Μου ταίριαζε πολύ για τον ρόλο του Σαΐντ. Είναι δύσκολος ρόλος και συνδέει και τους άλλους δυο γιατί ‘ακουμπούν’ πάνω σε αυτόν.  

Είναι πολύ φροντισμένη παράσταση. 

Πιστεύω πως χρειάζονται τέτοιες παραστάσεις, για αυτό και τις κάνουμε. Η αλήθεια είναι πως δουλέψαμε πολύ πάνω της. Φροντίσαμε την κάθε λεπτομέρεια στη γλώσσα, στην κουλτούρα, στα σκηνικά.. Πως θα είναι οι χαρακτήρες σε σχέση μεταξύ τους, τις ισορροπίες που έπρεπε να κρατηθούν.. Αν δεν έχεις καλούς ηθοποιούς δεν μπορείς να το πετύχεις. Και οι τρεις τους είναι εξαιρετικοί, θεωρώ πως το έργο ευτύχησε μαζί τους. Ξέρεις, καμιά φορά ο σκηνοθέτης μπορεί να έχει κάτι στο μυαλό του αλλά αν ο ηθοποιός δεν μπορεί να ανταποκριθεί, κάνεις ‘εκπτώσεις’. Εδώ δεν υπήρξαν. Η συνεργασία μας είναι άψογη τόσο με τους ηθοποιούς όσο και με όλη την ομάδα. Η μουσική ας πούμε – για μένα – είναι ιδανική. Δημιουργεί αυτό το πολυπολιτισμικό χωρίς να ‘βγάζει μάτι’. Τα βίντεο του Γκόραν είναι επίσης εξαιρετικά. Ήταν δύσκολο να αποτυπωθεί το τραύμα του Άραβα, το καταφέραμε όμως.   

 Η τεχνολογία υπηρετεί την παράσταση χωρίς να την υποσκελίζει. Όλα συμπληρώνουν την υπόθεση και τους ηθοποιούς. Και το εξαιρετικό κείμενο, όπως γνωρίζω πως ήταν εξαιρετική για σένα η Χρύσα Σπηλιώτη.  

Το κείμενο αυτό, έχει ιστορία. Θα το ανεβάζαμε μετά το ‘Ο γιος μου Νικόλαος Μάντζαρος’, έναν μονόλογο που η Χρύσα απέδωσε εξαιρετικά. Το ‘Φωτιά και νερό’ όπως ανέβηκε τώρα, είναι λίγο διαφορετικό από το ανέβασμα του 2007. Είναι πιο μικρό, γιατί η αρχική του διάρκεια ήταν λίγο πάνω από δυο ώρες, χωρίς διάλειμμα. Είμαι της οικονομίας και η Χρύσα το ήξερε, οπότε άρχισε και το ‘έκοβε’. Το δούλευε εκείνο το καλοκαίρι του 2018, το συζητούσαμε, μου το είχε δείξει. Τότε γινόταν χαμός στη Συρία. Το 2007 που πρωτανέβηκε γινόταν χαμός στην Παλαιστίνη. Όταν είχε σκεφτεί να το φτιάξει το έργο, γινόταν ο πόλεμος του Ιράκ. Κάθε φορά δυστυχώς είναι επίκαιρο το έργο. Και τώρα το ίδιο συμβαίνει. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει και το τελειώσαμε εμείς, ξέροντας βέβαια που ήθελε να το πάει. Σε κάθε μου παρέμβαση σκεφτόμουν πως η Χρύσα είναι δίπλα. Προσπαθούσα να σκεφτώ πως θα το ήθελε, δεν ήταν ερήμην.   

Πως βρέθηκες εσύ στο θέατρο; 

Αν ρωτάς αν το ήθελα από μικρός, η απάντηση είναι όχι. Μεγάλωσα σε μια λαϊκή συνοικία και δεν είχαμε το θέατρο στο μυαλό μας, το σνομπάραμε κιόλας, όπως και το σινεμά. Παρόλα αυτά, εμένα μου άρεσε ο κινηματογράφος και φταίνε οι γονείς μου γιατί με πήγαιναν τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα. Ύστερα πήγαινα και μια τρίτη μόνος μου, να δω παιδικές ταινίες που δεν έβλεπαν εκείνοι. Στον χώρο του θεάτρου με ‘έβαλε’ μια συμμαθήτρια. Ήθελε να δώσει σε δραματική σχολή και μπήκα στη διαδικασία να την βοηθήσω. Είδα τον χώρο από μέσα και μου άρεσε πολύ. Βασικά, σκηνοθέτης ήθελα να γίνω αλλά τότε στην Ελλάδα μπορούσες να γίνεις μόνον σκηνοθέτης κινηματογράφου μέσω της σχολής Σταυράκου. Σχολή για σκηνοθεσία θεάτρου δεν υπήρχε και δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει και τώρα. Θα έπρεπε να φύγω στο εξωτερικό, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει, οπότε πήγα σε μια δραματική σχολή γιατί ήταν το κοντινότερο που μπορούσα να κάνω. Τότε δεν με ενδιέφερε τόσο το σινεμά, αλλά το θέατρο και η όπερα. Σιγά – σιγά κόλλησα το μικρόβιο της υποκριτικής, ξεκίνησα ως ηθοποιός και μετά μπήκα στη σκηνοθεσία, με πολύ διάβασμα και σεμινάρια. Το διάβασμα συνεχίζεται και συνέχεια παρακολουθώ πράγματα.  

Πως ξεκινάς να σκηνοθετήσεις ένα έργο;  

Το βασικό είναι το κείμενο, αν δεν σου αρέσει δεν μπορείς να το οραματιστείς. Όταν μου αρέσει κάποιο, δεν σκέφτομαι το ανέβασμα του, αλλά το ίδιο το κείμενο. Θέλω να το κάνω; Να ασχοληθώ μαζί του; Ίσως μου έρθουν κάποιες σκηνές την ώρα που το διαβάζω, σε όλους συμβαίνει αυτό. Αλλά δεν είμαι από εκείνους που θα κάνουν σχεδιασμό του κειμένου. Αυτό που σίγουρα κάνω, είναι να σκεφτώ όχι το πως θα ήθελα να ανέβει στη σκηνή, αλλά τι θα ήθελα να αφήσει. Ποιος είναι ο πυρήνας του. Αυτό πρέπει οπωσδήποτε να αποτυπωθεί. Φτιάχνω στο μυαλό μου κάτι σαν λεζάντες κόμικ. Βρίσκω την κεντρική λεζάντα, αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να φανεί κι από εκεί και πέρα ‘φτιάχνω’ τις υπόλοιπες.  Αν αυτό λέγεται σχεδιασμός, τότε είναι ο δικός μου.  

 Είναι μεγάλη ευθύνη η σκηνοθεσία ενός έργου.  

Ναι. Έχει επίσης να κάνει με τους συνεργάτες. Πιστεύω πάρα πολύ στους ηθοποιούς, ειδικά στο θέατρο. Κουβαλούν το μεγαλύτερο βάρος. Ο σκηνοθέτης έχει ευθύνη, ποιους θα διαλέξει, πως θα τους τοποθετήσει, πως θα τους κατευθύνει. Δεν είμαστε όλοι από τις ίδιες σχολές. Δεν έχουμε όλοι τις ίδιες προσλαμβάνουσες, ούτε έχουμε μάθει να εκφραζόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Οπότε ως σκηνοθέτης οφείλεις να ‘παντρέψεις’ αυτά τα διαφορετικά στοιχεία, ώστε να βγει ένα κοινό αποτέλεσμα. Μετά πρέπει να βρεις μουσικές, σκηνογράφο, ενδυματολόγο.. Όλα αυτά έχουν την δυσκολία και την ιδιαιτερότητα τους.  Πάνω από όλα πρέπει να είσαι ανοιχτός, να ακούς. Το θέατρο είναι δημοκρατική διαδικασία, για μένα. Δεν μου αρέσουν οι σκηνοθέτες που είναι απόλυτοι και φαίνεται αυτό στη δουλειά τους. Μπορεί να είναι πολύ ωραία δουλειά, σχεδόν ποτέ όμως δεν έχει ψυχή. Το θέατρο δεν είναι τέχνη της εικόνας, αυτό είναι το σινεμά. Το θέατρο είναι τέχνη του Λόγου κι αυτό το έχουμε ξεχάσει τα τελευταία χρόνια. Το αντιμετωπίζουμε σαν να είναι κινηματογράφος. Δεν είναι. Είμαι λίγο παλιομοδίτης σε αυτό. Πρέπει να ακούγεται ο Λόγος, πρέπει να φανεί το κείμενο, αυτό πρέπει να αναδείξεις. Ποιος είναι ο πυρήνας του κειμένου; Ποιοι είναι οι κατάλληλοι ηθοποιοί που μπορούν, με το που θα τους δει ο θεατής να καταλάβει ότι αυτός είναι – για παράδειγμα – ένας Άραβας, όχι ο Δημήτρης Γεωργαλάς που κάνει τον Άραβα. Τουλάχιστον σε αυτό το είδος θεάτρου. Επίσης, πρέπει να ακούς τους ηθοποιούς σου. Μπορεί εγώ να βάζω τις λεζάντες μου και να σκέφτομαι όλο το έργο, αλλά ο κάθε ηθοποιός σκέφτεται τον ρόλο του. Τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει πάνω στον ρόλο, τις εντοπίζει και τις καταλαβαίνει καλύτερα από τον σκηνοθέτη, ή τον συγγραφέα. Οπότε και ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης οφείλουν να ακούσουν τον ηθοποιό. Όταν σου λέει πως υπάρχει ένα θέμα, πρέπει να το λύσεις. Να είσαι τόσο ανοιχτός και να ακούς τον κάθε συνεργάτη σου στο δικό του αντικείμενο όταν σου λέει ότι υπάρχει κάτι. Νομίζω πως αυτός είναι ο τρόπος για να γίνει μια καλή δουλειά.  

Παρουσιάζεις και κάτι ακόμη.  

Ναι, με την ερασιτεχνική ομάδα ‘Όνομα’, ανεβάσαμε το ‘Όνειρο θερινής νυκτός’ σε δική μου διασκευή. Κάναμε κάποια σεμινάρια πάνω στον Σαίξπηρ και το συγκεκριμένο έργο, οπότε ήρθε η ώρα να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας. Θα παίζεται τα μεσημέρια του σαββατοκύριακου στο ‘Εν Αθήναις’ για όλον τον Απρίλιο. Είμαι με την συγκεκριμένη ομάδα πολλά χρόνια. Αγαπώ πολύ το ερασιτεχνικό θέατρο και – αν κι εκεί είσαι λίγο δημοκρατικός – υπάρχει ένας ενθουσιασμός από τους ηθοποιούς που δεν υπάρχει στο επαγγελματικό. Αυτό είναι μεγάλη αξία, πάρα πολύ ωραίο να το βλέπεις να γίνεται στη σκηνή. Η χαρά και η λάμψη που έχουν όταν παρουσιάζουν αυτοί οι άνθρωποι τη δουλειά τους, είναι τεράστιες. Αξίζουν τον κόπο. Αυτό είναι που σου αρέσει πιο πολύ όταν βλέπεις ερασιτεχνικό θέατρο, συν το ότι οι ομάδες αυτές ανεβάζουν και σπουδαία έργα.  

Τι θεωρείς πως προσφέρει το θέατρο.  

Το να δεις μια παράσταση ή να ασχοληθείς με ένα κείμενο σε ‘ανοίγει’, γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Κι αν όχι καλύτερος, λίγο πιο ανοιχτός, δεκτικός, που κι αυτό σε βελτιώνει. Γενικά με ότι ασχολείσαι και δεν έχει να κάνει με σένα, είναι καλό. Όλα τα ομαδικά, αθλήματα, τέχνες, σε προχωράνε, σε εξελίσσουν. Το θέατρο έχει πολλά επίπεδα. Έχει πειθαρχία, πρέπει να βάλεις τον εαυτό σου σε τάξη, να συνεργάζεσαι, να εκτίθεσαι. Σε βοηθά σε πάρα πολλά. Και βέβαια, τα κείμενα είναι βασικό πράγμα. Ο καλύτερος τρόπος να έρθεις σε επαφή με τον Σαίξπηρ ας πούμε, είναι μέσα από το θέατρο.  Είτε ως ερασιτέχνης ηθοποιός, όπου μπαίνεις σε άλλες λεπτομέρειες, είτε ως θεατής.  

 

Πληροφορίες για την παράσταση ‘Φωτιά και Νερό’ εδώ.