den1

Της Άννας Παχή

Κάθε φορά που ακούω αυτή τη φράση, ή μαθαίνω πως την είπαν σε κάποιον, η παρόρμησή μου είναι να πλακώσω στις μάπες αυτόν που τη λέει. Η βία δεν είναι λύση, οπότε πνίγω την παρόρμηση.

«Δε φταις εσύ, εγώ φταίω». Φράση που οφείλει να απαγορευτεί δια νόμου στους άνω των 15 ετών. Φράση εξόχως υποκριτική που ο σκοπός της είναι να «αποδεσμεύσει»  κάποιον από την ευθύνη του τέλους μιας σχέσης – οποιαδήποτε σχέσης κι όχι μόνο αυτό, αλλά να τον «καθαγιάσει» κιόλας. Εξηγούμαι:

Κάποιος – κάποια σε πλησιάζει, σου δείχνει ενδιαφέρον, προσπαθεί να σε προσεγγίσει, κάνει όλα τα κόλπα τέλος πάντων για να ενδώσεις. Ενδίδεις. Ξεκινά κάτι πολύ όμορφο το οποίο μετά από ένα άλφα χρονικό διάστημα αρχίζει να βρωμάει. Δε βλέπεις κάποιο πρόβλημα, καταλαβαίνεις όμως πως κάτι δεν πάει καλά. Το ψάχνεις. Στην αρχή προσπαθεί να σε βγάλει τρελό. Το ρημάδι το ένστικτο όμως δε σε αφήνει σε χλωρό κλαρί κι έτσι μια ωραία πρωία, ο άλλος /άλλη σου σκάει το παραμύθι: «Δε φταις εσύ, εγώ φταίω». Σου εξηγεί πως δεν έκανες κάτι, είσαι μια χαρά, καταπληκτικός άνθρωπος, σχέση, ο,τιδήποτε. Εκείνος/η δεν είναι καλά, παλεύει με τον εαυτό του/της, έχει θέματα και δε μπορεί να συνεχίσει μαζί σου. Δε φταις εσύ…

den2Με αυτόν τον τρόπο, σου αφαιρεί τη δυνατότητα να τον – την μπινελικώσεις όσο του/ της αξίζει. Παίρνοντας το φταίξιμο επάνω του/της, ενδύεται τη συντριβή του πόνου και δε μπορείς να του/ της πεις τίποτα. Δε μπορείς να ρωτήσεις γιατί, αφού έχει προσωπικά θέματα έκανε το παν για να μπλέξει μαζί σου.

Γιατί σε φλόμωσε στο παραμύθι; Γιατί δεν παραδέχτηκε από την αρχή πως δεν τραβάει; Γιατί σε άφησε να σκέφτεσαι εκδρομές και διακοπές. Και, τέλος, γιατί δεν παραδέχεται πως απλά δε σε θέλει πια;

Το «δε φταις εσύ, εγώ φταίω» έχει την ίδια λειτουργία με το «θέλω να μείνω μόνος/η μου να βρω τον εαυτό μου». Είναι το ίδιο ανούσιο, το ίδιο άκαιρο, το ίδιο ψευδές. Δε μπορώ να φανταστώ πως υπάρχει άνθρωπος που θέλει να παλεύει μόνος του με τα δαιμόνια του. Το κάνει όταν δεν έχει άλλη επιλογή, αλλά όταν έχει κάποιον που τον στηρίζει, που είναι εκεί, που διαθέτει κατανόηση, τότε είναι ψυχοπαθολογική περίπτωση και χρειάζεται επαγγελματική βοήθεια.

Όταν σε θέλει κάποιος πραγματικά, σεισμοί, λιμοί και καταποντισμοί δεν είναι αρκετοί για να σε πάρουν από κοντά του.

Αλλιώς, απλώς δε σε θέλει βρε αδερφέ. Δε σου το λέει γιατί δε θέλει «δήθεν» να σε πληγώσει. Νομίζει πως αν πάρει το φταίξιμο επάνω του εσύ θα βγεις αλώβητος. Δεν θέλει να καταλάβει πως έτσι αφήνει ερωτηματικά, σε βάζει στη διαδικασία να σκέφτεσαι τι έκανες λάθος, πως μπορείς να τον βοηθήσεις και τελικά, σε εγκλωβίζει σε μια κατάσταση από την οποία ο ίδιος/α έχει φύγει ανεπιστρεπτί.

(Υπάρχει και η κατηγορία «δε σου αξίζω, θα σε πληγώσω». Αν δε θες να πληγώσεις τον άλλον δεν τον πληγώνεις και τέρμα. Η αν νομίζεις πως δεν του αξίζεις, ή δε μπλέκεις μαζί του από την αρχή, ή προσπαθείς να γίνεις αντάξιός του και στην πορεία βελτιώνεσαι κι εσύ).

Πόσο πιο απλό είναι να πεις: «δε σε θέλω πια», «δεν είμαι ερωτευμένος/η μαζί σου», ή «θέλω κάτι διαφορετικό»; Αν είναι να λήξεις κάτι, λήξ’ το ολόκληρο, μπαμ και κάτω που λένε.

Για να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι εύκολο να πεις σε κάποιον πως δεν τον γουστάρεις πια, ειδικά κι αν δε σου έχει δώσει αφορμή. Πολλές φορές νομίζουμε πως νιώθουμε κάτι, για να διαπιστώσουμε αργότερα πως δεν ήταν αυτό που νομίζαμε. Είναι μια απόρριψη κι αυτή, εσωτερική όμως. Αν διαθέτεις έστω και ίχνος ευγένειας ή ανθρωπιάς, προσπαθείς – έστω και ανεπιτυχώς – να χρυσώσεις το χάπι, φτάνοντας ακόμη και στη γελοιότητα.

Άλλωστε, ποιος μπορεί να αντέξει την αλήθεια; Όλοι τη ζητούμε υποτίθεται, την αντέχουμε όμως; Ή απλώς τη χρησιμοποιούμε για να κλαψουρίζουμε για τον «άσπλαχνο/η» που του δώσαμε τον καλύτερό μας εαυτό για να τον πετάξει; Πόσοι έχουν τη δύναμη να δεχτούν την απόρριψη, ειδικά όταν έχουν επενδύσει σε μια σχέση;

Πρόκειται μάλλον για σύμβαση αμφοτέρων των πλευρών. Εκείνος που το λέει εννοεί πως δε γουστάρει άλλο κι εκείνος που το ακούει αντιλαμβάνεται την αλήθεια, απλώς δε θέλει να την παραδεχτεί. Ανθρώπινο ίσως, προτιμούμε να πιστεύουμε πως ο άλλος έχει πρόβλημα, παρά να δεχτούμε ότι δεν αρέσουμε, δεν είμαστε θελκτικοί από το δικό μας αντικείμενο του πόθου. Χρειάζεται κουράγιο να αντιμετωπίσεις την απόρριψη, λίγοι το έχουν.

den3Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι εύκολο, αλλά κανείς δεν είπε πως η ζωή είναι εύκολη. Οι περικοκλάδες που δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Μιλάμε για το θάρρος της γνώμης μας και διατυμπανίζουμε τις απόψεις μας επί παντός του επιστητού, όταν όμως έρθει η ώρα να το κάνουμε στα προσωπικά μας, κολώνουμε. Προτιμάμε να το βάλουμε στα πόδια, να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας, να ρίξουμε ευθύνες παντού αλλού, παρά να αποδεχτούμε την ωμή, απλή πραγματικότητα.

Δε θέλουμε άλλο. Δεν υπάρχει γιατί, ούτε επιστημονική εξήγηση. Οι σχέσεις βασίζονται στο συναίσθημα και το συναίσθημα δε μπορεί κανείς να το μετρήσει ή να το αιτιολογήσει. Υπάρχει ή δεν υπάρχει. Αν υπήρχε δικαιοσύνη στα αισθήματα θα ζούσαμε όλοι στην Ουτοπία αλλά η Ουτοπία είναι νουβέλα του Τόμας Μορ κι όχι πραγματικότητα. Το ίδιο και η Φρουτοπία του Ευγένιου Τριβιζά, άσε που κι εκεί προβλήματα είχαν, λίγα πέρασε ο Πίκος Απίκος απ’τα ζαρζαβατικά;

Εν κατακλείδι; Ας αφήσουν τις κλάψες και οι μεν και οι δε(ν). Βάζοντας το μυαλό μας να δουλέψει αντιλαμβανόμαστε όλοι τι πρέπει να κάνουμε. Αν επιλέξουμε το μπαμ και κάτω, προχωράμε μπροστά, όσο κι αν πονάει. Αν διαλέξουμε την περικοκλάδα δεν ελευθερωνόμαστε ποτέ. Δε θα έπρεπε καν να τίθεται το ζήτημα. Νομίζω.