Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Όσο και αν ψάξει κανείς να βρει κάποιον παππού ή γιαγιά που να έχει γεννηθεί μεταξύ 16 και 28 Φεβρουαρίου 1923 στην Ελλάδα, δεν θα βρει κανέναν. Αν ψάξει οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο ή έντυπο με αυτές τις ημερομηνίες, μάταιος κόπος. Διότι απλούστατα η περίοδος αυτή… δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα. Ο λόγος είναι η καθιέρωση του Νέου Ημερολογίου. Πράγματι, η 15η Φεβρουαρίου 1923 είναι η τελευταία ημέρα που ίσχυσε στην Ελλάδα το Παλαιό Ημερολόγιο, το οποίο είχε δεκατρείς ημέρες διαφορά από το Νέο. Η επόμενη ημέρα λοιπόν δεν ήταν η 16η Φεβρουαρίου, αλλά η 1η Μαρτίου.

Θα έχετε παρατηρήσει ότι για γεγονότα που συνέβησαν πριν την 1η Μαρτίου 1923 δίνονται δύο ημερομηνίες, μία με το Παλαιό και μία με το Νέο Ημερολόγιο. Λόγου χάρη, η Συνθήκη των Σεβρών υπεγράφη στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 και η Ναυμαχία του Ναυαρίνου συνέβη στις 8/20 Οκτωβρίου 1827. Για ημερομηνίες του 20ου αιώνα η διαφορά είναι 13 ημέρες, για τον 19ο είναι 12 ημέρες, για τον 18ο 11 μέρες και για το διάστημα 1582-1700 10 ημέρες.

Το Παλαιό ή αλλιώς Ιουλιανό Ημερολόγιο καθιερώθηκε το 46 π.Χ. από τον Ιούλιο Καίσαρα σε συνεργασία με τον Αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη, για να διορθώσει το Ρωμαϊκό ημερολόγιο. Με το πέρασμα των αιώνων όμως διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν απόλυτα ακριβές, διότι η εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν κατά μία ημέρα κάθε 128 χρόνια, γεγονός που σε βάθος χρόνου θα προκαλούσε ημερολογιακή μετατόπιση των εποχών του έτους. Καταλαβαίνει κανείς τι πρακτικά προβλήματα θα δημιουργούσε αυτό. Η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι το τροπικό έτος, στο οποίο βασιζόταν το Ιουλιανό Ημερολόγιο, διαρκεί στην πραγματικότητα 365 ημέρες, 5 ώρες, 49 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα (τόσο δηλαδή χρειάζεται η Γη για να πραγματοποιήσει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο). Γι’ αυτό λοιπόν, ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ σε συνεργασία με τον ιατρό και αστρονόμο Αλοΐσιους Λίλιους ή Λίλιο, θέσπισε το 1582 το Νέο ή αλλιώς Γρηγοριανό Ημερολόγιο, σύμφωνα με το οποίο η εαρινή ισημερία μετατοπίζεται μόλις μία ημέρα κάθε 3.300 χρόνια. Κάθε τέσσερα έτη προστίθεται μία εμβόλιμη ημέρα, η 29η Φεβρουαρίου, επομένως αυτά τα έτη έχουν 366 ημέρες (δίσεκτα). Τα έτη της αλλαγής των αιώνων θεωρούνται δίσεκτα μόνο αν διαιρούνται με το 400 (δηλαδή τα έτη 1700, 1800, 1900, 2100, 2200, 2300 δεν είναι δίσεκτα, ενώ τα 1600, 2000, 2400 και 2800 είναι).

Η τελευταία ημέρα που ίσχυσε στη Δυτική Ευρώπη το Παλαιό ή Ιουλιανό Ημερολόγιο ήταν η 4η Οκτωβρίου 1582. Έπειτα έγινε η μεταπήδηση στη 15η Οκτωβρίου 1582. Πάντως το Νέο ή Γρηγοριανό Ημερολόγιο δεν έγινε ταυτόχρονα αποδεκτό από όλες τις χώρες της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται διαφορές στις ημερομηνίες των ιστορικών γεγονότων. Πάντως μέχρι το 1752 όλη η Ευρώπη το είχε υιοθετήσει, πλην της Ρωσίας, η οποία το υιοθέτησε στις 31 Ιανουαρίου του 1918 (γι’ αυτό και η επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 πέφτει… Νοέμβριο).

Στην Ελλάδα η καθιέρωση του Νέου Ημερολογίου προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις, κυρίως από μια μερίδα του κλήρου και των πιστών, οι οποίοι θεώρησαν (λαθεμένα ασφαλώς) ότι αποτελούσε άρνηση της Ορθόδοξης παράδοσης. Εκείνο που δεν έλαβαν υπ’ όψη τους ήταν ότι στην πραγματικότητα το Γρηγοριανό Ημερολόγιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αναθεωρημένο Ιουλιανό, του οποίου η τροποποίηση στηρίχθηκε σε αστρονομικά δεδομένα και δεν παραβιάζει τις αρχές της Ορδόδοξης πίστης. Στην αρχή η Εκκλησία της Ελλάδος δέχτηκε το Νέο Ημερολόγιο για πολιτική χρήση, ενώ στη λατρεία και στις εορτές χρησιμοποιούσε το Παλαιό. Δημιουργήθηκε όμως πρόβλημα με τον εορτασμό του Ευαγγελισμού, ο οποίος συμπίπτει με την επέτειο της Επανάστασης του 1821. Γι’ αυτό, στις 10 Μαρτίου 1924 υιοθέτησε και στη λατρεία το Νέο Ημερολόγιο και εγκατέλειψε το Παλαιό. (Στο Άγιο Όρος ωστόσο ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται το Παλαιό Ημερολόγιο.)

Παρ’ όλα αυτά ορισμένοι Έλληνες μητροπολίτες το 1935 διαχώρισαν τη θέση τους από την Εκκλησία της Ελλάδος και προκάλεσαν Σχίσμα, επειδή ήθελαν στη λατρεία να ακολουθούν το Παλαιό (το Πάτριο, όπως το ονομάζουν) Ημερολόγιο. Και έτσι δημιουργήθηκε η Εκκλησία των Παλαιοημερολογιτών. Για παράδειγμα, εορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 7 Ιανουαρίου, όπως και οι Ρώσοι, οι Σέρβοι και οι Ορθόδοξοι της Ιερουσαλήμ.

Σχετικά με τον εορτασμό του Πάσχα, όλοι οι Ορθόδοξοι (εκτός από τους Φινλανδούς και τους Εσθονούς) ακολουθούν το Παλαιό Ημερολόγιο και όχι το Νέο, που το ακολουθούν οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες. Ποια η διαφορά; Σύμφωνα με το Νέο Ημερολόγιο, το Πάσχα εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία (21 Μαρτίου) και γι’ αυτό είναι κινητή εορτή. Αν η πανσέληνος πέσει Κυριακή, το Πάσχα εορτάζεται την επόμενη Κυριακή. Αυτό ορίστηκε από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, το 325. Γι’ αυτό, το Πάχα των Καθολικών μπορεί να «πέσει» μεταξύ 22 Μαρτίου και 25 Απριλίου και συνήθως δεν συμπίπτει με το Ορθόδοξο. Για τον υπολογισμό του Ορθόδοξου Πάσχα λαμβάνουμε υπ’ όψη μας την εαρινή ισημερία σύμφωνα με το Παλαιό Ημερολόγιο (δηλαδή όταν το Νέο δείχνει 21 Μαρτίου, το Παλαιό δείχνει 8) και την ημερομηνία του Εβραϊκού (ή αλλιώς Νομικού) Πάσχα. Επειδή ο Χριστός πρώτα γιόρτασε το Εβραϊκό Πάσχα και ύστερα σταυρώθηκε, συμβολικά το Ορθόδοξο Πάσχα εορτάζεται μετά το Εβραϊκό, σε ημερομηνίες μεταξύ 4 Απριλίου και 8 Μαΐου.