Της Άννας Παχή
Ο ηθοποιός – σκηνοθέτης που φέτος ζωντανεύει τα κόμικς του Αρκά στο Vault, μιλά στο iART για την παράσταση «Ζωή Μετά Χαμηλών Πτήσεων» και όχι μόνο.
Ποιος σκέφτηκε να ανέβει Αρκάς στο θέατρο;
Η ιδέα ήταν δική μου και ξεκίνησε από την ανάγκη να βρεθεί ένα έργο με ρόλους για τους είκοσι μαθητές μου. Διδάσκω Θέατρο στην ομάδα “Confusions” του 2ου Δημοτικού Σχολείου Βούλας, που αποτελείται από γονείς και δάσκαλους. Κάθε χρόνο ψάχνω κάτι στο οποίο να μπορούν να συμμετέχουν όλοι. Στην αρχή η ομάδα ήταν μικρή, με τα χρόνια όμως μεγάλωσε κι είναι δύσκολο να βρεις στο παγκόσμιο ρεπερτόριο έργα με τόσα πρόσωπα, οπότε κάνεις αλχημείες, κόβεις, ράβεις. Θαυμάζω τον Αρκά, έτσι, πέρσι έκανα την πρόταση και δέχτηκαν. Προχώρησα σε μια σύνθεση κειμένων για τις ανάγκες της ομάδας, χωρίς να σκεφτώ πως όλο αυτό μπορούσε να προχωρήσει. Μέσω της επίσημης σελίδας ήρθα σε επαφή με το δημιουργό που απάντησε θετικά, δεν αρνείται ποτέ σε ερασιτεχνικές ομάδες.
Έχει ξανανέβει κάτι παρόμοιο;
Νομίζω πως οι «Χαμηλές Πτήσεις» έχουν ανέβει παλαιότερα από ένα σχολείο της Πάτρας. Ο μόνος που το είχε τολμήσει επαγγελματικά, ήταν ο Κακλέας, πριν πολλά χρόνια στο παλιό «Παγοποιείο», με την παράσταση «Στο βάθος κτήνος».
Ποια ήταν η διαδικασία δημιουργίας ενός έργου μέσα από κόμικς;
Έπρεπε να δώσω θεατρική δομή, κάτι για το οποίο χρειάστηκα τρεις μήνες περίπου. Καθόμουν στο γραφείο με τα Άπαντα του Αρκά, να σκέφτομαι ποια μπορούν να γίνουν θέατρο και κατέληξα στις πέντε ιστορίες που παρουσιάζονται. Ο «Ισοβίτης», οι «Χαμηλές Πτήσεις», το «Μαλλί με μαλλί», ο «Καστράτο» και «Η Ζωή μετά». Προσπάθησα να ταιριάξω καρέ με κοινή θεματολογία, για να φτιάξω μικρά μονόπρακτα με αρχή, μέση και τέλος. Νομίζω ότι πέτυχε, γιατί με τους “Confusions” ξεκινήσαμε για δυο παραστάσεις και τελικά κάναμε έξι. Είδαν το έργο χίλιοι πεντακόσιοι θεατές, αρκετοί από αυτούς, άνθρωποι του θεάτρου. Το γεγονός πως έρχονταν ηθοποιοί και ζητούσαν τα κείμενα, μου «έβαλε» την ιδέα να το τολμήσω. Η δυσκολία ήταν να βρω τον Αρκά αλλά βοήθησαν μερικοί φίλοι και ήρθαμε σε επαφή. Του έστειλα τη σύνθεση να την εγκρίνει. Μετά από πολλές συζητήσεις, φτάσαμε στο Vault. Συγκέντρωσα ηθοποιούς που πρώτα από όλα, είναι φίλοι και καλά παιδιά, εξασφαλίζοντας την καλή παρέα στα καμαρίνια. Αγαπούν όλοι τον Αρκά οπότε ξεκινήσαμε, «βουτήξαμε» και το παλεύουμε.
Έδωσε την άδεια παρόλο που το θέατρο δεν είναι τώρα ερασιτεχνικό.
Ναι, με αρκετή επιφύλαξη βέβαια. Χρειάστηκαν πολλές ώρες στο τηλέφωνο για να
καταλάβει τι θέλω να κάνω. Μου εμπιστεύτηκε τους ήρωες του αλλά ήθελε να γνωρίζει πως θα μεταφερθούν στη σκηνή. Κάναμε πολλές σχετικές συζητήσεις. Οι ηθοποιοί που ενσαρκώνουν τους ήρωες, όπως ο Στέφανος Κοσμίδης, ο Δημήρης Κανέλλος, η Έλενα Αρβανίτη, η Χαρά Τσιτομενέα, έχουν μακρά πορεία στο θέατρο. Αλλά και οι νεότεροι όπως η Μαρία Μπαλούτσου κι ο Αλέξης Βιδαλάκης έχουν δώσει καλά σημεία γραφής. Δεν πήγα στο άγνωστο, γνωρίζω τους συνεργάτες μου. Όλοι οι συντελεστές εξάλλου ανήκουν στην ίδια κατηγορία.
Υπάρχουν δικά σου πράγματα στα κείμενα;
Κάθε ατάκα είναι από την πένα του δημιουργού κι έχουν κοινό παρανομαστή. Στις «Χαμηλές Πτήσεις», γίνεται σχόλιο πάνω στις μονογονεϊκές οικογένειες και όχι μόνον. Ο Αρκάς πιάνει ένα θέμα και απλώνεται, είναι πολύπλευρος. Κάθε ιστορία περιέχει ένα βαθιά πολιτικό σχόλιο. Ο μπαμπάς σπουργίτης έχει χάσει τη σύζυγό του, φαντάζομαι και τη δουλειά του, έχει ένα γιο με τον οποίο δεν υπάρχει ελπίδα να συνεννοηθεί, βρίσκεται σε κατάθλιψη. Αν κοιτάξεις γύρω μας, είναι πολλοί σε αυτήν την κατάσταση. Ο «Ισοβίτης» είναι από τους πιο φιλοσοφημένους χαρακτήρες και καθαρά πολιτικό κείμενο. Πέρα από το προφανές σχόλιο για το σωφρονιστικό σύστημα, επέλεξα συνειδητά, αρκετά πολιτικά σημεία. Όταν ένας κρατούμενος αποφυλακίζεται μετά από τριανταπέντε χρόνια, ο δεσμοφύλακας ρωτά τι του έλειψε περισσότερο. Οι γυναίκες; Όχι. Το ποτό; Όχι. Η ελευθερία; Όχι. Εκείνο που του έλειψε, είναι «το δικαίωμα να λέω Όχι». Πρόκειται για πολιτική τοποθέτηση. Όπως και η ατάκα του Μοντεχρήστου στον Ισοβίτη «για σένα όλος ο κόσμος είναι μια φυλακή, για μένα η φυλακή είναι ένας ολόκληρος κόσμος». Έτσι ξεκινάμε. Ένας άνθρωπος λέει «Ώπα! Εξακόσια εικοσιδύο χρόνια φυλακή, είναι δυνατόν;». Ζει ένα δράμα. Γενικά υπάρχουν δραματικές πινελιές κι αν δεν τις παρουσιάσεις, χάνεις την ουσία. Δεν είναι μόνο γέλιο. Υπάρχει φυσικά, αλλά καμιά φορά είναι πικρό. Στην παράσταση βλέπουμε και το «Μαλλί με Μαλλί», έναν ύμνο στο κουτσομπολιό του κομμωτηρίου. Όλοι είμαστε κουτσομπόληδες λίγο – πολύ, μας αρέσει που και που να ξεκατινιαζόμαστε. Ειδικά στο κομμωτήριο, τι θα πεις; Και πολιτική συζήτηση να ανοίξεις, στη γειτόνισσα θα καταλήξει. Το «Μαλλί με Μαλλί» έχει βαθιά ελληνικό χιούμορ κι ατάκες που θυμίζουν τον παλιό κινηματογράφο. Με δυο λέξεις γελάς, δε θέλει πολλά. Ο Αρκάς το έχει αυτό, χωρίς να είναι «παλιός». Ζω με την αγωνία να το δει και να του αρέσει. Αλλά και οι θαυμαστές του, δε θα δουν μια αντιγραφή των ηρώων αλλά ηθοποιούς που τους υποδύονται. Το στοίχημα είναι όλοι όσοι αγαπούν τον Αρκά, αγαπούν το τερατάκι-σπουργίτι ή τη λάγνα Λουκριτία, να δουν ανθρώπους, με τους απαραίτητους υπαινιγμούς στα κοστούμια που θα παραπέμπουν στον αγαπημένο τους ήρωα. Προσπαθήσαμε περισσότερο να αναλύσουμε το χαρακτήρα, γιατί αυτό κάνει το θέατρο. Προσπαθήσαμε να παντρέψουμε δυο διαφορετικές τέχνες. Με βάση το λόγο του Αρκά, έρχεται το θέατρο να προσεγγίσει την ψυχή του κάθε ήρωα.
Πολλοί από αυτούς, έμειναν εκτός.
Ήταν αδύνατον να μπουν όλοι. Ακόμη κι από αυτές τις πέντε ιστορίες κράτησα το ελάχιστο που μου χρησίμευσε σαν υλικό για την παράσταση. Το τι άφησα απέξω ήταν μεγάλος πόνος, θα μπορούσα να κάνω άλλα δέκα θεατρικά. Στη δεύτερη προσπάθεια, αν είμαστε καλά.
Πάντως είναι πρωτότυπο, ελληνικό και τολμηρό.
Τολμηρό, σίγουρα. Έχασα τον ύπνο μου. Ειδικά όταν ξέρεις ότι ο δημιουργός σε εμπιστεύεται αλλά εκδηλώνει και την αγωνία του για το τι θα κάνεις. Ξενύχτησα πολύ, νομίζω όμως ότι ξεκίνησε καλά. Ένα πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρος, είναι πως δείξαμε τον απαιτούμενο σεβασμό, δεν πήγαμε να κοροϊδέψουμε κανέναν, προσεγγίσαμε την ψυχή του κάθε χαρακτήρα, έτσι όπως την αναγνώσαμε εμείς, καθώς ο αναγνώστης του Αρκά έχει τη δική του άποψη και αίσθηση για κάθε ήρωα. Βρήκαμε μια κοινή γραμμή, συμφωνήσαμε και βάλαμε ένα στοίχημα που μέχρι στιγμής, φαίνεται να το κερδίζουμε. Η αποδοχή από το κοινό είναι εξαιρετική, πολλές φορές πριν πει ο ηθοποιός την ατάκα, τη λέει κάποιος από τον κόσμο που παρακολουθεί. Κι ενώ γνωρίζουν το κείμενο από πριν, γελάνε. Φοβόμουν πως η οικειότητα του κειμένου θα ήταν ευχή και κατάρα μαζί. Θα έβλεπαν κάτι τελείως διαφορετικό και ίσως τους ξένιζε. Χαίρομαι που κάποιοι είπαν πως μέσα από την παράσταση, γνώρισαν καλύτερα τον Αρκά ή τον αγάπησαν περισσότερο.
Αυτή νομίζω πως είναι και η επιτυχία ενός έργου, να σε βοηθήσει να μπεις περισσότερο στο κείμενο.
Δεν «πουλάμε» το αστείο, ζούμε την κατάσταση. Δε χρειάζεται να κλείνεις το μάτι στο θεατή, να του λες « ακολουθεί αστείο, γελάμε τώρα». Υποστηρίζουμε το δράμα που ζει ο μπαμπάς σπουργίτης, τον κυνισμό του γιου, την επιθυμία για σεξ της Λουκρητίας.. Μέσα από αυτές τις καταστάσεις θα βγει το γέλιο. Αποφύγαμε τον εντυπωσιασμό, λειτουργήσαμε με μια λιτότητα που αν θέλεις είναι και επιβεβλημένη. Δε μπορείς να κάνεις εντυπωσιακά πράγματα, δεν έχουμε εντυπωσιακά σκηνικά. Αυτά που υπάρχουν, είναι πράγματα στα οποία σκόνταψα επάνω τους, στην κυριολεξία. Υπήρχαν στο σχολείο δυο άκρες από τη βάση της παιδικής χορωδίας που τις χώρισαν και τις παράτησαν στο δρόμο. Αν δεν τις έβλεπα, δε θα τις είχα χρησιμοποιήσει. Φτιάξαμε τον κόσμο του Αρκά με αυτές τις κατασκευές και δυο κυβάκια που ταιριάζουν. Τις κουμπώνουμε, τις βάζουμε τη μια πάνω στην άλλη, δίπλα… Με λίγη φαντασία και την πινελιά της σκηνογράφου που ήρθε, έβαψε και πρόσθεσε τα στοιχεία των κόμικς, μέσα από μικρές λεπτομέρειες που παραπέμπουν στην κάθε ιστορία.
Δουλέψατε πολύ.
Η αλήθεια είναι πως ναι, δε γίνεται αλλιώς. Αν δε δουλέψεις πολύ δε μπορείς να κάνεις, αν όχι επιτυχία, κάτι πραγματικά καλό.
Μίλησέ μας λίγο για σένα.
Είμαι παιδί εργατικής οικογένειας, εργάζομαι από πολύ μικρός για το χαρτζιλίκι. Έφυγα νωρίς από το σπίτι καθώς δεν είχα ενθάρρυνση για να κάνω θέατρο. Ευτύχησα να έχω δασκάλους το Βασίλη Διαμαντόπουλου και τη Νίκη Τριανταφυλλίδη, που τους θεωρώ πνευματικούς μου γονείς.
Ήξερες από πάντα πως θα ασχοληθείς με αυτό;
Δε θα το έλεγα. Εκείνο που ήξερα, από τη στιγμή που κέρδισα τα πρώτα μου χρήματα, ήταν ότι θα κάνω επανάσταση, θα αλλάξω τον κόσμο. Πολιτικοποιήθηκα και πίστεψα πως όντως θα τον αλλάξω. Ασχολήθηκα με τα πολιτιστικά ως πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, στο σχολείο, μπήκα στη θεατρική ομάδα κι από εκεί ξεκίνησαν όλα. Μέχρι τότε, δεν είχα πάει καν θέατρο. Το ένα έφερε το άλλο και συνέχισα. Είχα τη χαρά να συνεργαστώ με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ο Μιχάλης Κακογιάννης… Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει ο «Κινητήρας» ο χώρος που έφτιαξε η Αντιγόνη Γύρα, κομμάτι του κι εγώ, διδάσκω, κάνουμε παραγωγές.. Ο δρόμος είναι δύσκολος, δεν περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο, δημιουργώ εγώ τις καταστάσεις. Παλιότερα χτυπούσε που και που, ή πήγαινα σε οντισιόν. Τώρα ο ηθοποιός δεν υφίσταται σαν επάγγελμα, παρά μόνο σα χόμπυ. Δεν υπάρχουν συμβάσεις, άδειες, το 95% του κλάδου μας είναι άνεργο κι αυτοί που εργάζονται κακοπληρώνονται. Προσπαθώ να πραγματοποιήσω το όραμά μου που μπορεί να πετύχει, μπορεί και όχι, αλλά τουλάχιστον, είναι δικό μου.
Τι διδάσκεις;
Θέατρο αλλά όχι σε δραματικές σχολές. Μέσα από τον ερασιτεχνισμό, το αγαπώ περισσότερο γιατί έτσι μπαίνεις στην ουσία του πράγματος, μένεις στο επίπεδο που το ευχαριστιέται η ψυχή σου. Οι μαθητές σε περιμένουν με χαρά. Αυτή τη στιγμή διδάσκω την ομάδα γονέων και δασκάλων “Confusions” του 2ου Δημοτικού Σχολείου Βούλας, στο «Κινητήρας Studio», όπου κάνω μάθημα υποκριτικής σε κόσμο εκτός θεάτρου που θέλει να μάθει πως γίνεται και στον Πολιτιστικό Σύλλογο Γυναικών Κρυονερίου. Αυτά καλύπτουν αρκετές μέρες της εβδομάδας. Τις υπόλοιπες είμαι στο Vault και τα πρωινά στο Θέατρο Ιλίσσια, με την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αδάμη. Την Κυριακή 11 με 3 για το κοινό και τις καθημερινές για τα σχολεία. Θεωρώ την παράσταση από τις πολύ καλές προτάσεις για παιδικό θέατρο, που τώρα, λόγω κρίσης το «ανακάλυψαν» διάφοροι που δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με αυτό.
Καλλιτεχνικό Δίκτυο Παραστατικών Τεχνών Κινητήρας.
Ο Κινητήρας κατά τη γνώμη μου, «μυρίζει» τέχνη. Λειτουργεί ήδη είκοσι χρόνια αρχικά ως ομάδα χοροθεάματος και στη συνέχεια τα τελευταία οκτώ χρόνια ως στούντιο. Όταν άνοιξε, ήταν το πρώτο residency centre για παραστατικές τέχνες στην Ελλάδα, δηλαδή καλούσε – και καλεί – νέους καλλιτέχνες από το εξωτερικό να φιλοξενηθούν, να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, να κάνουν ένα σεμινάριο, να διδάξουν, να γίνει μια παρουσίαση, μια ανταλλαγή ιδεών. Γίνονται πολλά μαθήματα υποκριτικής, χοροθεάτρου, για όλες τις ηλικίες. Ανοίγει την πόρτα της Τέχνης στο γείτονα.
Έχει ανταπόκριση;
Ναι, παρ’ όλες τις δυσκολίες. Ο «Κινητήρας» ήταν από τους πρώτους τέτοιους χώρους κι έφερε πράγματα που μετά έγιναν μόδα. Ήταν μια καλή ιδέα την οποία εκμεταλλεύτηκαν κι άλλοι, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο ανταγωνισμός. Όμως ο «Κινητήρας» έχει ένα στίγμα, αγαπιέται από αυτούς που τον γνωρίζουν και αντέχει. Έχει καλό ρεύμα και στελεχώνεται από καλούς ανθρώπους.
Αυτό το ακούω πολύ συχνά τελευταία. Με όλα τα άσχημα, η κρίση έφερε κοντά ανθρώπους της ίδιας νοοτροπίας, των ίδιων ονείρων θα μπορούσα να πω.
Δεν αντέχεις αλλιώς. Ίσως αυτή η κρίση είναι ευκαιρία για να ξεσκαρταριστούν πράγματα. Οι καλοί θα αντέξουν, νομίζω. Ότι σάπιο κι ότι νοσηρό θα πάει στην άκρη από μόνο του, δε θα έχει λόγο ύπαρξης. Είναι το μόνο που με κάνει να ελπίζω, αλλιώς θα τρελαθούμε τελείως. Ψάχνω να βρω κάτι καλό που μπορεί να φέρει αυτή η κατάσταση.
Ποια είναι τα επόμενα σου σχέδια;
Αυτή τη στιγμή είμαι ταγμένος εδώ. Ευελπιστώ να αρέσει στο δημιουργό και να μου επιτρέψει να συνεχίσω και την επόμενη σαιζόν. Ο στόχος είναι να παίξουμε στο Vault μέχρι την Κυριακή των Βαΐων και με την άδειά του να συνεχιστεί, να ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα, σε περιοδεία. Θέλω να το πάω στον απόδημο Ελληνισμό. Αυτή είναι η επιθυμία μου.