Με αφορμή την παράσταση «Όταν θα μεγαλώσω θα γίνω Νάνα Μούσχουρη» που παίζεται στο θέατρο ‘Σταθμός’, το iart.gr συνομιλεί με τον σκηνοθέτη της, Ελισσαίο Βλάχο.

-«Όταν μεγαλώσω, θα γίνω Νάνα Μούσχουρη». Πείτε μας λίγα λόγια για την ιστορία του έργου, την πορεία του.

Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, αυτοβιογραφική, του συγγραφέα Νταβίντ Λελαί-Ελό  που αρχικά γράφτηκε ως ανάγνωσμα και κατόπιν διασκευάστηκε ως θεατρικός μονόλογος στα γαλλικά. Παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ της Αβινιόν το 2019, ανακόπηκε η πορεία του λόγω πανδημίας και φέτος μαζί με τη δική μας παράσταση εδώ στην Ελλάδα, παρουσιάζεται από τους γάλλους δημιουργούς στο Παρίσι. Η μεταφράστρια του έργου Αγγελική Βουλουμάνου, μου το παρουσίασε πριν από ενάμιση χρόνο, μου άρεσε και ξεκινήσαμε δουλειά.

-Τι σας έκανε να καταπιαστείτε με αυτό; Τι σας συγκινεί περισσότερο στον ήρωα του;

Η ευαισθησία του συγγραφέα. Η ποίηση της γραφής του και η ειλικρίνεια με την οποία μας μιλάει. Τα σκαμπανεβάσματα του ήρωα, που όταν βουλιάζει καταφεύγει στο όνειρο για να βγει στην επιφάνεια.

-Τι πιστεύετε πως έχει να πει στον θεατή;

Οι θεματικές του έργου είναι πολλές. Η δύναμη του ονείρου είναι μία απ’ αυτές. Το πένθος, η ντροπή, η αποδοχή, η βία και ο σχολικός εκφοβισμός, το κυνήγι των επιθυμιών μας, η αναζήτηση της προσωπικότητας μας υπάρχουν επίσης στο έργο. Οι θεατές σίγουρα βρίσκουν τον χώρο να αναγνωρίσουν θέματα που τους έχουν απασχολήσει .

-Η ταυτότητα μας είναι – θεωρώ – κάτι πολυεπίπεδο. Πόσο δύσκολο είναι για τον ήρωα του έργου αλλά και για τον καθένα μας, να βρει την πραγματική του ταυτότητα; Κι ύστερα, να την αποδεχθεί και να την ‘επιβάλλει’ στους γύρω του;

Ειλικρινά δεν ξέρω πότε ισορροπούμε με την ταυτότητάς μας. Σίγουρα η εφηβεία, η ηλικία που ξεκινάει η αφήγηση του ήρωα μας, είναι μια τρικυμιώδης περίοδος για αυτό το θέμα. Αλλά και κατόπιν πρέπει να έχουμε το θάρρος να αναζητούμε και να δηλώνουμε με το ίδιο θάρρος αυτό που κατανοούμε ως ταυτότητα, στην κάθε φάση της ζωής μας. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται να δημιουργήσουμε ρωγμές στο βαρύ πέπλο της ντροπής, της ενοχικότητας και της θυματοποίησης. Είναι μια προσωπική πορεία, άλλα όχι μοναχική. Χρειάζεται βοήθεια και στήριξη.

-Ο Μιλού ζει σε μια γαλλική επαρχιακή πόλη του ’80. Νομίζετε πως έχουν βελτιωθεί οι άνθρωποι και οι καταστάσεις από τότε, σε ότι έχει να κάνει με τη διαφορετικότητα, τη δική μας και των άλλων; Εάν όχι, τι θα μας βοηθούσε να ξεπεράσουμε τα στερεότυπα και να φτάσουμε στην Παραδοχή;

Τα πράγματα κινούνται. Γίνονται αγώνες και υπάρχουν θύματα. Πάντα υπήρχαν θύματα. Και σιωπή και συγκάλυψη. Νομίζω πως οι κορυφές των παγόβουνων γίνονται πιο ορατές. Γιακουμάκης, Ζακ Κωστόπουλος, θύματα ενός φασισμού και μιας έντονης ιδιώτευσης, θύματα συγγενικά με τον Λουκμάν, τον Φύσσα, την Τοπαλούδη, τον Άλκη, τον Μιχάλη, του ναυαγίου της Πύλου και τόσων άλλων. Τα παγόβουνα όμως, έχουν το μεγαλύτερο όγκο τους κάτω από την θάλασσα. Πρέπει καθημερινά να στέκουμε αντιμέτωποι σε εκφράσεις και συμπεριφορές που μας τραυματίζουν, αν θέλουμε να αλλάξει κάτι.

-Περιγράψτε μας τη συνεργασία σας τόσο με τον συγγραφέα Νταβίντ Λελαί-Ελό, όσο και με τον Μάνο Καρατζογιάννη που ερμηνεύει τον Μιλού.

Με τον Νταβίντ δεν είχα μεγάλη εμπλοκή. Κυρίως η μεταφράστρια επικοινωνούσε μαζί του και ήταν πολύ πρόθυμος να μας βοηθήσει σε θέματα κατανόησης. Μας επισκέφτηκε επίσης το καλοκαίρι όταν κάναμε πρόβες και οι παρατηρήσεις του ήταν σημαντικές και γόνιμες. Ελπίζουμε πως σύντομα θα μας επισκεφθεί να δει και το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς μας.

Με τον Μάνο η δουλειά μας ήταν πολυεπίπεδη. Έπρεπε να συμφωνήσουμε για τη συνέπεια της ιστορίας που θα αφηγηθούμε και έπρεπε επίσης να ανοιχτούμε και οι δύο σε ένα προσωπικό επίπεδο. Δεν γίνεται να μιλήσουμε για μια τόσο ευαίσθητη ιστορία που έχει γραφτεί με ειλικρίνεια, χωρίς να αγγίξουμε με την ίδια ειλικρίνεια τις δικές μας ευαισθησίες. Επίσης, η εμπειρία του Μάνου στους μονολόγους, υποκριτικά και σκηνοθετικά ήταν σημαντικός αρωγός στη δική μου δουλειά, που είναι η πρώτη μου επαφή με έναν μεγάλο μονόλογο.

-Ας περάσουμε στην ομάδα ‘Ξανθίας’. Τι σας ώθησε στη δημιουργία της, πέρα από το ότι θέλατε να ‘καταπιαστείτε με την λαϊκή κωμωδία’ όπως έχετε πει. Δεν μπορούσε να γίνει αυτό σε άλλα σχήματα; Ποια η πορεία της ομάδας μέχρι σήμερα; Είστε ευχαριστημένος από αυτήν; Τι θα επιθυμούσατε να παρουσιάσετε στο μέλλον;

Η ομάδα αρχικά, το 2006, αποτέλεσε το νομικό όχημα να μπορέσουμε να κάνουμε μια θεατρική παραγωγή. Δεν είναι εύκολο το θεατρικό τοπίο για τις περισσότερες εργαζόμενες και τους περισσότερους εργαζόμενους. Δεν σταμάτησε η συνεργασία μου με άλλα σχήματα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργήθηκε και ένας πυρήνας καλλιτεχνών που έχουμε βρει έναν δρόμο να επικοινωνήσουμε με τον δικό μας τρόπο όσα μας απασχολούν και μας καίνε. Κοντεύει τα 20 χρόνια η ύπαρξη του «Ξανθία», έχοντας παρουσιάσει πολλά έργα και υποστηρίξει πολλές παραγωγές.

Για το απώτερο μέλλον δεν έχω κάποια συγκεκριμένη παραστασιολογία στο μυαλό. Εξαρτάται από τι θα θεωρήσουμε σημαντικό και επείγον σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Στο κοντινό μέλλον, πέρα από την παράσταση ‘Ο Τόρνος’ που τρέχει παράλληλα αυτή την περίοδο στο θέατρο OLVIO, θα παρουσιάσουμε τον Νοέμβριο το έργο ‘Ο μπαμπάς ο πόλεμος’ του Ιάκωβου Καμπανέλλη και θα ακολουθήσουν ‘Οι κάλπηδες’, του Στρατή Μυριβήλη και το ‘Γιοσίρου Γιαμαγκούσι’ του Γιάννη Κεντρωτά. Υπάρχει μια προτίμηση στους έλληνες συγγραφείς.

-Ανήκετε επίσης στην χορωδία του μαέστρου Γιώργου Πατεράκη, ‘StringTheory’. Πως βρεθήκατε εκεί; Τι σας προσφέρει αυτή η συμμετοχή;

Τον Γιώργο τον ήξερα καιρό, μου αρέσει πολύ η δουλειά του. Όταν μετά το τέλος του πρώτου εγκλεισμού η σύντροφος μου αποφάσισε να συμμετάσχει στη χορωδία, ζήλεψα πολύ και την επόμενη χρονιά εντάχθηκα κι εγώ. Μου αρέσει πολύ να είμαι μέλος ενός μεγάλου συνόλου και να πρέπει να φροντίσω ταυτόχρονα να με ακούν και να τους ακούω όλους.

-Ηθοποιός, μουσικός και σκηνοθέτης. Το καθένα είναι δύσκολο από μόνο του, πόσω μάλλον όλα μαζί. Πως τα συνδυάζετε; Πως τα διαχωρίζετε;  

Μουσικός δεν είμαι. Ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη μουσική. Με γοητεύει και με βοηθάει να αναγνωρίζω την ύπαρξη του ρυθμού σε ό,τι κάνουμε. Η σκηνοθεσία προκύπτει ενίοτε, αλλά ο κύριος όγκος της δουλειάς μου και καλλιτεχνικά και βιοποριστικά βασίζεται στην ηθοποιία. Σίγουρα πάντως το ένα συνεισφέρει στο άλλο, με ωριμάζει και με εξελίσσει.

-Η Τέχνη βάλλεται τα τελευταία χρόνια περισσότερο από ποτέ, σε όλα τα επίπεδα. Απαξιώνεται, θα μπορούσα να πω. Γιατί νομίζετε πως συμβαίνει αυτό; Πως θα μπορούσε να αλλάξει αυτή η κατάσταση;

Δεν είμαι σίγουρος αν βάλλεται η Τέχνη ή οι καλλιτέχνες. Η Τέχνη απαντάει σε βαθιές ανθρώπινες ανάγκες. Θα συνεχίσει να υπάρχει γιατί οι άνθρωποι την χρειάζονται. Όμως η Τέχνη είναι συνυφασμένη με την ελευθερία και την αμφισβήτηση. Αυτές είναι δύο έννοιες με τις οποίες δεν τα πάνε καλά οι εξουσίες, ειδικά όσο πιο συγκεντρωτικές και πιο αυθαίρετες γίνονται. Και το προφίλ των καλλιτεχνών δεν ταιριάζει με το αξιακό σύστημα της ισχύος και του πλούτου, για αυτό οι συνθήκες μας ωθούν να γίνουμε διασκεδαστές από καλλιτέχνες αν θέλουμε να επιβιώσουμε. Όσο για τις αλλαγές, αυτές έρχονται μόνο κοινωνικά, είναι κοινωνικά αιτήματα.

-Σας παρακαλώ να ‘κλείσετε’ με μια φράση από το έργο που σας συγκινεί κάθε φορά που την ακούτε. και γιατί.

«Η μεταμφίεση δεν είναι παιδικό παιχνίδι. Είναι η μεταμόρφωση προς την ενηλικίωση. Ο δικός μου τρόπος για να διορθώσω τον κόσμο.» Η ανάγκη ενός παιδιού-εφήβου να διορθώσει τον κόσμο. Τι περισσότερο;

Πληροφορίες για την παράσταση εδώ.