Της Άννας Παχή

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ένκε Φεζολλάρι μιλά στο iART για την παράσταση «Το τελευταίο Ψέμα», την Τέχνη και τις δυσκολίες της, καθώς και για το επόμενο εγχείρημά του.

«Το Τελευταίο Ψέμα», η πιο πρόσφατη δουλειά σου.

Αποτέλεσε ολοκλήρωση για μένα και η πέμπτη συνεργασία μου με το ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης».  Ήταν πρόκληση να μεταφέρω στο θέατρο μια τόσο εμβληματική ταινία ενός «κοσμοπολίτη» σκηνοθέτη. «Το Τελευταίο Ψέμα» διαθέτει εξαιρετικό πυρήνα. Μια – κάποτε – εύπορη οικογένεια σκαρφίζεται διάφορα «κόλπα» για να κρύψει την πτώση της, οδηγώντας την κόρη σε γάμο συμφέροντος. Η αλήθεια αποκαλύπτεται, μέσα από ένα τραγικό γεγονός.

Πως επέλεξες να το προσεγγίσεις;

Διαβάζοντας ένα σενάριο που διασκευάζεις για το θέατρο, αλλάζει τελείως η οπτική σου. Δεν είχε νόημα μια απλή αναπαράσταση. Όταν ορίζεις  διαφορετικό χωροχρόνο, αλλάζει και το αποτέλεσμα. Στηρίχτηκα στους χαρακτήρες και στις εικόνες, παλεύοντας με  αυτές του Κακογιάννη.  Νομίζω πως κέρδισα το στοίχημα αυτό. Περπατούσα σε λεπτό πάγο, με πολύ προσεκτικά βήματα καθώς ανά πάσα στιγμή ο πάγος μπορούσε να σπάσει. Κινηθήκαμε με σεβασμό και αγάπη. Κάθε γενιά παλεύει με τα δικά της όπλα, αυτά καταθέτει, κι αυτό κάναμε.

Είναι στενάχωρο έργο.

Ζούμε σε εποχή μη – συναισθημάτων. Η ταινία εμπεριέχει μελόδραμα αλλά και η ζωή μας μελό είναι. Υπάρχει ανέχεια, ελπίδα, η σημασία των χρημάτων. Το χρέος μιας οικογένειας  αναφορικά με το βαρύ όνομά της. Οι συγκεκριμένοι πουλάνε υπάρχοντα και κοσμήματα  για να ζήσουν, να κρατήσουν τη χαμένη τους αξιοπρέπεια. Και σήμερα, κάπως έτσι γίνεται.

Η ταινία με θύμωνε πάντα ως προς τα κοινωνικά δεσμά.

Κι εμένα. Και σα χώρα, είμαστε δέσμιοι. Το ανήκειν στην Ευρώπη, έχει συνέπειες. Η κόρη προσπαθεί να προστατέψει την οικογένεια όπως μια υπερχρεωμένη χώρα προσπαθεί να μείνει στο ευρώ. Μια χώρα που έκανε λάθη, όμως δε συμφωνώ πως «μαζί τα φάγαμε», το σιχαίνομαι. Όχι, δεν τα φάγαμε μαζί. Υπάρχει μια «ομερτά», η κρυφή γνώση παραμένει εντός εστίας. Η Λαμπέτη ήταν υπερβατική σε ένα έργο «αντιηρωικό». Πραγματική ηρωίδα είναι η Κατερίνα και εκεί στάθηκε η παράσταση. Η ερμηνεία της Ελένης Ζαφειρίου στην ταινία ήταν οσκαρικού επιπέδου. Σαν ηθοποιό την τοποθετώ μαζί με την Άννα Μανιάνι. Η μεγάλη δυσκολία ήταν να δικαιολογήσω τους αντιήρωες. Δείξαμε πόσο δέσμιες είναι η Χλόη και η μητέρα της, στις κοινωνικές συμβάσεις όπως είμαστε όλοι. Θυμάμαι πάντα το ποίημα του Καβάφη «Από υαλί χρωματιστό» που περιγράφει τις θλιβερές προσπάθειες των Κατακουζηνών να δείξουν ανύπαρκτα πλούτη, ανακατεύοντας πολύτιμους λίθους με απλά γυαλιά. Με συγκινεί πολύ, βρήκα άμεση σύνδεση με το έργο.

Οι ανθρώπινες καταστάσεις είναι αιώνιες.

Με τους συνεργάτες μου προσπαθούμε να κάνουμε πράγματα παγκόσμιου χαρακτήρα.. Αυτό που αποκομίζει ο θεατής βασίζεται σε πολύ σκληρή δουλειά. Κάθε έργο είναι ένα ταξίδι, δεν ξέρεις που θα σε βγάλει. Με τις απογοητεύσεις του βέβαια και την κριτική που οφείλουμε πρώτοι εμείς να κάνουμε στον εαυτό και στη δουλειά μας.

Πήγε καλά όμως.

Ναι, αλλά ας μην ξεχνάμε πως παίχτηκε σε μικρό θέατρο. Υπάρχει πληθώρα παραστάσεων,  το θεατρικό τοπίο είναι αρκετά θολό. Παράγουμε περισσότερα από όσα μπορεί να καταναλώσει ο θεατής. Υπάρχουν εξαιρετικές παραστάσεις που μένουν αφανείς. Είναι κρίμα που συμβαίνει, αλλά το επιτρέψαμε κι εμείς να συμβεί. Κάθε φορά λέμε πως θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, ενώ δυστυχώς, γίνονται χειρότερα. Η πολυφωνία είναι φυσικά εξαιρετικό πράγμα. Όταν όμως βλέπω μια παράσταση που δε μου αρέσει, στενοχωριέμαι. Οι παραστάσεις έχουν κι εκπαιδευτικό νόημα. Βλέποντας κάποιος μια κακή παράσταση  μπορεί να μην ξαναπάει στο θέατρο. Ως καλλιτέχνες έχουμε ένα χρέος  αν και η τέχνη έχει  τόσο ανοιχτά όρια..  Αυτή είναι η ομορφιά. Επικοινωνείς τη δουλειά σου με την ψυχή σου. Το παν είναι  να κάνουμε ένα θέατρο που να αφορά.

Αναφέρεσαι φυσικά στην κρίση.

Τις καθημερινές, η Αθήνα είναι έρημη πόλη. Χαίρομαι όμως, επειδή ακόμη και σε μια φασίζουσα  περίοδο όπως αυτή που βιώνουμε, είμαστε αλληλέγγυα κοινωνία. Είναι θέμα πληθυσμιακό και παράδοσης. Ίσως αυτή η «μη ανάπτυξη» για την οποία μας κατηγορούν, τελικά μας σώζει,  είμαστε περισσότερο «άνθρωποι». Βέβαια το κράτος μας αδικεί, η ψαλίδα ανοίγει, ο πλανήτης βράζει, το παιχνίδι παίζεται αλλού. Όλα αυτά έχουν να κάνουν με το «Τελευταίο ψέμα». Να πάρεις μια ταινία και να την κάνεις θεατρικό, είναι τρομακτικό από μόνο του, αν το άφηνα όμως να με καταβάλλει, δε θα έκανα ποτέ τέχνη.  Τώρα που τελείωσε κάνω τον απολογισμό μου. Οι ηθοποιοί του το πίστεψαν κι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Τι αποκόμισε ο θεατής είναι άλλο θέμα.

Υπάρχουν πολλές παραστάσεις με μικρό προϋπολογισμό που πάνε καλά. Φαίνεται πως οι μεγάλες εκλείπουν σιγά – σιγά.

Κακά τα ψέματα όλοι θέλουμε να κάνουμε μια μεγάλη παραγωγή. Εμείς είμαστε οι πραγματικοί Survivors. Η τέχνη και οι κοινωνία είναι καθρέφτης της πραγματικής ζωής. Με τα ελάχιστα που διαθέτουμε, κάνουμε τέχνη, αυτό όμως δε μπορεί να γίνεται συνέχεια.   Υπάρχουν όρια στην παραγωγή. Δε μπορώ να κάνω τέχνη μόνο με μια καρέκλα, για πάντα. Παρόλα αυτά, υπάρχει ομορφιά σε αυτό. Πολλές φορές παίξαμε με τα ρούχα μας, έχω καταστρέψει δυο φορέματα της μάνας μου, ακόμα μου γκρινιάζει.. είναι μια πραγματικότητα. Αν και θα ζητούσα από έναν ηθοποιό να έχει ένα προσωπικό αντικείμενο, που θα ενίσχυε την υποκριτική του δεινότητα, κάτι με συναισθηματική αξία που θα προσέδιδε στο έργο.

Θα σταματούσες ποτέ να το κάνεις;

Ξεκίνησα πριν έντεκα χρόνια ως ηθοποιός και μεταπήδησα στη σκηνοθεσία. Όταν στην  πρώτη δουλειά σε ενθαρρύνουν, πας στην επόμενη. Η  δεύτερη φέρνει την τρίτη και πάει λέγοντας. Δεν εγκαταλείπω  την υποκριτική, δε θέλω. Έρχονται στιγμές  που, όπως όλοι,  λες «θα τα παρατήσω». Βγαίνοντας από τη σχολή έδωσα στον εαυτό μου πέντε χρόνια. Αν δεν τα κατάφερνα θα γινόμουν κάτι άλλο σχετικό με το θέατρο, ενδυματολόγος ας πούμε. Δε θα εγκατέλειπα ποτέ την Τέχνη. Δεν γνωρίζεις που θα σε βγάλει το πεπρωμένο σου.  Είναι κουραστικό βέβαια. Μπορεί να έρθει μια στιγμή που θα σου δώσουν την Επίδαυρο κι εσύ, «στεγνός» από ευρήματα και λύσεις, θα πεις «τώρα τι κάνω;» Αυτό, όσο κωμικοτραγικό, δεν παύει να είναι αλήθεια.  Βέβαια, είναι πολύ ωραία ταλαιπωρία, όπως ωραίο είναι και το παιχνίδι αλλά είναι παιχνίδι μεταξύ ζωής και θανάτου. Δίνεις ζωή σε κάθε έργο κι αυτό μεγαλώνει στα μάτια σου, γερνάει και πεθαίνει. Όταν περάσει λίγος καιρός και βρεθείς αλλού, λες, «θα μπορούσα να το είχα κάνει αλλιώς». Κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω ότι ζω με τα φαντάσματα των έργων μου. Στο «Τελευταίο ψέμα» ο θάνατος της Κατερίνας συνέπεσε με την απώλεια μιας φίλης. Σημαδεύεσαι καλλιτεχνικά και προσωπικά. Οι άνθρωποι του θεάτρου, συνδέουμε τη ζωή μας με τα έργα. «Τότε που έκανα εκείνη την παράσταση, μπήκαμε στο Μνημόνιο», έτσι εννοώ το «στοιχειωμένο». Αυτό όμως πολλαπλασιάζει την ύπαρξή σου. Μιλώντας με την αδερφή μου είπα, «όλους θα μας καταπιεί το όνειρο κάποιο βράδυ». Με ρώτησε ποιος το είπε αυτό και της απάντησα πως είναι από ένα έργο. Πέρασε βδομάδα για να θυμηθώ πως το έγραψε ο Σάκης Σερέφας. Ακόμα και τα διάσπαρτα λόγια μπαίνουν μέσα μας. Κάθε φορά είμαστε καινούριοι, αλλά πάντα κουβαλάμε τα προηγούμενα. Είναι όπως οι έρωτες, οι φίλοι μας, η οικογένειά μας…  Σαφώς ο καθένας που ασχολείται με την τέχνη, έχει πληγές κι αυτό εμπεριέχει μια αναπηρία, μεγαλύτερη από αυτήν του υπόλοιπου κόσμου. Μια συναισθηματική, εν γένει αναπηρία. Έχουμε ένα έλλειμμα, ο καθένας το δικό του που το προσδιορίζει όπως θέλει. Αν αφαιρέσεις το ματαιόδοξο κομμάτι, θα δεις πως μια παράσταση είναι όπως τα σχέδια των καλοκαιρινών διακοπών. Επιλέγεις προορισμό, οργανώνεις το ταξίδι. Κάπως έτσι γίνεται και στο θέατρο. Λες, θα κάνω αυτό κι αρχίζεις να το στήνεις.  Θεωρώ πάντως ότι η πιο κρυφή πτυχή έχει να κάνει με τη μοναξιά, να μην πεθάνουμε μόνοι.

Ηθοποιός – σκηνοθέτης. Δεν είναι εύκολος ο διττός ρόλος.

Καθώς εδώ στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλές σχολές σκηνοθεσίας, όσοι εργαζόμαστε σε αυτόν τον τομέα, ανακαλύπτουμε διαρκώς τα πράγματα. Η μόρφωση, η παιδεία, δεν προσφέρεται μόνον από το Πανεπιστήμιο που βεβαίως, σου δίνει μια βάση. Όμως, κάτι που βλέπεις εσύ με έναν τρόπο, κάποιος άλλος το βλέπει με έναν άλλον. Καλούμαστε κάθε φορά να δείξουμε νέους κόσμους στο θεατή. Το θέατρο αφυπνίζει, καλλιεργεί συνειδήσεις. Σε μια παράσταση φορούσα ένα σακάκι. Μια κοπέλα το είδε, είπε πως είναι του πατέρα της που είχε πεθάνει κι άρχισε να κλαίει. Αυτό κάνει η τέχνη. Θεωρώ υπέροχο το ότι μπορούμε να δούμε το ίδιο έργο και να χωρέσουμε ο καθένας σε μια διαφορετική πτυχή του. Βλέπεις έναν κόσμο στον οποίον κάπου χωράς. Για μια στιγμή, αναπνέεις.

Πέρσι στο «Φιλοκτήτη», μόνος στη σκηνή. Φέτος, σκηνοθέτης σε δεκατρείς ηθοποιούς.  

Στο Φιλοκτήτη δεν ήθελα να είμαι μόνος, ανυπομονούσα να ξεκινήσω «Το τελευταίο ψέμα»  για να έχω παρέα. Όταν ξεκίνησαν οι πρόβες,  σκεφτόμουν τι ωραία που ήταν όταν ήμουν μόνος. Στο μονόλογο, εάν δεν αποφασίσεις να αυτοπυρποληθείς, καταστράφηκες. Αυτό μου συνέβη στο «Φιλοκτήτη». Κάποια στιγμή έφυγαν όλες οι αντιστάσεις, δε γινόταν διαφορετικά.  Σε ένα θίασο δεκατριών ατόμων, σκηνοθετικά είσαι επίσης απογυμνωμένος. Φέρεις την ευθύνη ενός «καραβιού», ενώ στο μονόλογο, φέρεις μόνον την ευθύνη του εαυτού σου και σαφώς το να δικαιώσεις όλους όσοι δούλεψαν μαζί σου. Η ευθύνη όμως και η έκθεση με μια ομάδα, είναι πολύ μεγαλύτερη. Έχεις να πείσεις τους ηθοποιούς να ακολουθήσουν το όραμά σου. Εκείνο που λέω πάντα, είναι πως «από τη στιγμή που σας επέλεξα, σας εμπιστεύομαι». Είναι όπως το βράδυ, όταν πέφτεις για ύπνο. Ο εαυτός σου σε ρωτάει «κάτι έχεις κάνει εσύ, τι έκανες;». Δε μπορείς να ξεφύγεις. Πολλές φορές γκρινιάζω αλλά προσωρινά. Αν η τέχνη που κάνεις δεν είναι προσωπική, δεν αφορά κανέναν. Ο θεατής το καταλαβαίνει αυτό. Με ενοχλεί η απουσία της προσωπικής εμπλοκής του σκηνοθέτη, ή του ηθοποιού. Το θέατρο είναι συναίσθημα. Πρέπει να σε μαγέψει, να δεις μια μεταμόρφωση, κάτι. Η ιδανική τέχνη είναι όπως ο έρωτας, μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Αυτό πρέπει να κάνει και η τέχνη. Να σε μετατοπίσει, να σου δημιουργήσει αισθήματα ακόμα και αρνητικά. Υπάρχουν παραστάσεις που είδα και με θύμωσαν, με έκαναν όμως να δω το όλο θέμα τελείως αλλιώς  και στο τέλος κατέληξαν να μου αρέσουν.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σου;

Φέτος λαμβάνω για πρώτη φορά μέρος στο Φεστιβάλ Αθηνών, ανεβάζοντας το μυθιστόρημα της Ελβίρα Ντόνες, «Ορκισμένη Παρθένα», που βασίζεται στο φαινόμενο των ορκισμένων παρθένων της Αλβανίας. Θα μιλήσω για τις γυναίκες που «γίνονται» άντρες. Είμαι ενθουσιασμένος που θα ασχοληθώ με αυτό το βαλκανικό φαινόμενο. Είναι  καινούριο ταξίδι,  ανυπομονώ να το σκηνοθετήσω. Θα ανέβει στα μέσα Ιουλίου. Ξεκινήσαμε τις πρόβες, είμαστε στη διαδικασία όπου βλέπεις τα επιμέρους της συνολικής εικόνας. Μέχρι στιγμής  υπάρχουν δυο άξονες. Ο ένας αφορά το κείμενο, που διασκευάζει η Μαρία Σκαφτούρα. Το μυθιστόρημα έχει γίνει  ταινία στη Γαλλία, με συμμετοχή στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Εμείς «πατάμε» επάνω του, επειδή δίνει την ευκαιρία να συλλέξουμε τα στοιχεία που θα συνθέσουν την τελική ιστορία.  Επικεντρωνόμαστε περισσότερο στη γυναίκα που επιλέγει να γίνει άνδρας για να επιβιώσει. Γιατί κάνει αυτήν την επιλογή, που, διευκρινίζω, δεν είναι σεξουαλική. Ο δεύτερος άξονας, έχει να κάνει με το πως το αντιλαμβάνεται αυτό η κοινωνία, οι συγγενείς της, η Δύση. Γίνεται έρευνα με τους ηθοποιούς, τη δραματολόγο μας Ναταλί Μινιώτη, αλλά και με την προσωπική «βουτιά» του καθένα μας στη σύνθεση της ιστορίας.

Γιατί επέλεξες κάτι τέτοιο;

Με κινητοποίησε το θέμα. Οι περιπτώσεις αυτές συναντώνται στο Μαυροβούνιο και στη Σερβία εδώ και αιώνες. Οι πρώτες καταγραφές εμφανίζονται το 15ο αιώνα επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το συναντά κανείς σε πολλές μορφές. Στις δύσβατες περιοχές, υπάρχουν εγκλωβισμένες μικροκοινωνίες  όπου, ελλείψει ανδρών, για να τηρηθούν παραδόσεις και πρακτικές, επιλεγόταν μια γυναίκα.. Το θέμα δεν έχει μόνον ανθρωπολογικό αλλά και ψυχολογικό ενδιαφέρον. Στοχεύουμε να δείξουμε την απομόνωση του ατόμου μέσα σε ένα απομονωμένο κράτος, σε μια απομονωμένη Ευρώπη, στο απομονωμένο Ανατολικό Μπλοκ. Ουσιαστικά και η ορκισμένη παρθένα είναι ξένη μέσα στο ίδιο της το σώμα.

Υπάρχει μεταμόρφωση. Αλλάζεις το φύλο σου. Λειτουργείς, δουλεύεις, ζεις σαν άνδρας. Είναι σχιζοφρενικό. 

Και ενδιαφέρον. Οι λόγοι «αλλαγής» αυτών των γυναικών, πέρα από αυτούς της επιβίωσης είναι και κοινωνικοί. Το κάνουν για να αποφύγουν ένα γάμο και για τις βεντέτες. Η γυναίκα δεν έχει δικαίωμα να πάρει επάνω της βεντέτα, οπότε ένας λόγος είναι το δίκαιο του αίματος. Από την άλλη  ανέκαθεν οι γυναίκες, υφίστανται πολλή κακοποίηση και βία. Οι κοινωνίες μας είναι ακόμα πατριαρχικές, δε μιλάμε για ισότητα φύλων. Αυτά είναι τα θέματα που προσπαθούμε να δείξουμε. Η ελευθερία, τα όρια,  το κοινωνικό φύλο, το σεξουαλικό, γιατί φυλακίζεται κάποιος, πόσο μπορεί να φυλακίζεται, καθώς μιλάμε για μια φυλακή, την οποία επιλέγεις. Αυτοεξορίζεται το σώμα. Τι το οδηγεί εκεί; Ακόμη δεν έχω δώσει απάντηση σε αυτά τα ζητήματα. Η δουλειά είναι στα σπάργανα, αυτό όμως είναι η πρόκληση.  Ένα αρχέγονο θέμα, ένα τελετουργικό. Η παράσταση έχει και τελετουργικά στοιχεία. Αγγίζει λίγο τα χρόνια του Χότζα, τον κομουνισμό. Η ορκισμένη παρθένα είναι μια Αντιγόνη που δε θάβει τον Πολυνείκη, αλλά το σώμα της εν μέσω σπαραγμού.

Βρίσκω πολλούς παραλληλισμούς με την κοινωνία όπως υπάρχει όλα της τα χρόνια.

Είναι πολλά τα ερεθίσματα και βρισκόμαστε ακόμη σε ένα brainstorming. Αυτό είναι και το ωραίο…