Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του για συγκεντρωτισμό και αυταρχικότητα. Ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι ήταν οι παλαιοί πρόκριτοι, που είχαν παραγκωνιστεί από την άσκηση της τοπικής εξουσίας και είχαν χάσει τα προνόμιά τους.

Τον κατηγόρησαν επειδή δεν παραχωρούσε Σύνταγμα, τη στιγμή που η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας με ψήφισμά της του είχε δώσει αυξημένες αρμοδιότητες και είχε αναστείλει το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, που η ίδια είχε ψηφίσει, ενώ είχε δεχθεί και τη διάλυση της Βουλής. Εκείνος ασκούσε τη νομοθετική εξουσία με τη βοήθεια του Πανελληνίου, ενός 27μελούς γνωμοδοτικού οργάνου, για το οποίο όμως λέγεται ότι είχε διακοσμητικό ρόλο. Αφού χώρισε το κράτος σε διοικητικά διαμερίσματα, τοποθέτησε στις θέσεις των επιτρόπων πρόσωπα δικής του επιλογής. Θεωρήθηκε εχθρός της ελευθεροτυπίας, γιατί έκλεισε τις εφημερίδες που του ασκούσαν αντιπολίτευση. Επικρίθηκε σφόδρα επειδή σε καίριες θέσεις τοποθέτησε τους δύο αδερφούς του, Βιάρο και Αυγουστίνο, που θεωρήθηκαν ακατάλληλοι για το έργο που τους ανέθεσε.

Αν πάντως είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να προσάψει στον Καποδίστρια, είναι η φιλοχρηματία, ο καιροσκοπισμός και η ιδιοτέλεια. Αντιθέτως, υπήρξε λιτός και εγκρατής στον τρόπο ζωής του και εργαζόταν ατελείωτες ώρες, ενώ αρνήθηκε να λάβει μισθό από τα κρατικά χρήματα: «Εφ’ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν».

Μεγάλες αντιπάθειες απέκτησε ανάμεσα στους νησιώτες, ιδιαίτερα τους Υδραίους, επειδή καθυστερούσε να τους παράσχει αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστησαν τα καράβια τους στη διάρκεια της Επανάστασης. Ο ίδιος τους διαβεβαίωνε ότι θα αποζημιώνονταν, «καθ’ όσον το δίκαιον απαιτούσε», ωστόσο τους παρακαλούσε να κάνουν υπομονή, καθώς προείχε η οικονομική ανάκαμψη του κράτους (υπενθυμίζουμε ότι, όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε την εξουσία, «στο ταμείο του κράτους ευρέθη μόνο ένα νόμισμα και αυτό κίβδηλο»). Φωνή βοώντος εν τη ερήμω…

Πάντως ο ίδιος τον Ιούλιο του 1829 συγκάλεσε τη Δ΄ Εθνοσυνέλευση στο Άργος, παρουσίασε τα πεπραγμένα του και ζήτησε εκ νέου εξουσιοδότηση για να συνεχίσει το έργο του. Η Εθνοσυνέλευση συμφώνησε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο λαός τον αγαπούσε και τον αντιμετώπιζε ως σωτήρα και ευεργέτη, αλλά δυστυχώς αυτό δεν ήταν αρκετό. Οι αντίπαλοί του ενθαρρύνονταν κρυφά από τους Άγγλους και τους Γάλλους, που τον θεωρούσαν πράκτορα των ρωσικών συμφερόντων.

Ήδη από το 1830 είχε ξεσπάσει εξέγερση στη Μάνη, με αρχηγό τον Τζανή Μαυρομιχάλη, αδερφό του Πετρόμπεη. Ο Πετρόμπεης τιμωρήθηκε με περιορισμό στο Ναύπλιο. Ζήτησε να του επιτραπεί να μεταβεί στη Μάνη, για να πείσει τον αδερφό του να σταματήσει την εξέγερση, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε. Τότε λοιπόν προσπάθησε να διαφύγει με αγγλικό καράβι, όμως συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή. Προφανώς, η οικογένειά του δεν το συγχώρεσε αυτό στον Καποδίστρια, γιατί τον θεώρησε υπεύθυνο για τη φυλάκιση του Πετρόμπεη. Θυμάστε τη φράση «του το κράτησαν μανιάτικο»; Έτσι ακριβώς…

Τα πράγματα για τον Κυβερνήτη άρχισαν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Τον Ιούλιο του 1831 οι Υδραίοι, με επικεφαλής τον Μιαούλη και τον Κριεζή και με τη συμπαράσταση του αγγλόφιλου και μηχανορράφου Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ξεσηκώθηκαν και κατέλαβαν τον ναύσταθμο του Πόρου, επειδή είχαν πληροφορηθεί ότι ο στόλος ετοιμαζόταν να πλεύσει εναντίον της Ύδρας. Επενέβησαν οι αντιπρόσωποι των τριών μεγάλων Δυνάμεων, αλλά όπως φαίνεται ο ρόλος τους είναι αμφιλεγόμενος. Ειδικά

οι Αγγλογάλλοι τη μία φαινόταν ότι στήριζαν τη νόμιμη κυβέρνηση (τον Καποδίστρια δηλαδή) και την άλλη κρυφά ενίσχυαν τους επαναστάτες. Αποτέλεσμα ήταν η ανατίναξη από τον Μιαούλη της φρεγάτας «Ελλάς» και της κορβέτας «Ύδρα», που ήταν από τα καλύτερα πλοία που διέθετε τότε το ελληνικό ναυτικό.

Ο Καποδίστριας γνώριζε πολύ καλά τις δολοπλοκίες των Αγγλογάλλων εναντίον του. Ενδεικτική είναι η επιστολή του προς τον Γάλλο ναύαρχο Lavande στις 31 Ιουλίου 1831:

«Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου».

Και έτσι φτάσαμε στο μοιραίο για τον Κυβερνήτη πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου/9ης Οκτωβρίου 1831, όταν έπεφτε νεκρός από τα δολοφονικά χτυπήματα του Κωνσταντίνου και του Γεώργιου Μαυρομιχάλη (αδερφού και γιου του Πετρόμπεη).

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με τον Γεώργιο Τερτσέτη, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης (που είχε «κλίση προς τον Κυβερνήτη») είχε επισκεφθεί τον Καποδίστρια το 1828 στην Αίγινα

και ο Κυβερνήτης τον είχε καλωσορίσει πολύ εγκάρδια, λέγοντάς του τα εξής: «Εγώ ήλθα και εσείς με προσκαλέσατε να οικοδομήσω, να θεμελιώσω κυβέρνησιν, και κυβέρνησις καθώς πρέπει, ζει, ευτυχεί τους ζωντανούς, ανασταίνει τους αποθαμένους, διατί διορθώνει τη ζημία του θανάτου και της αδικίας· δεν ζει ο άνθρωπος, ζει το έργον του, καρποφορεί, αν ο διοικητής είναι δίκαιος, αν το κράτος έχει ευσπλαχνία, συνείδηση, μέτρα σοφίας».

Η Ιστορία πάντως μίλησε. Τους δύο δολοφόνους σήμερα δεν τους θυμάται κανείς. Ο ίδιος ο Πετρόμπεης, χρόνια αργότερα παραδέχτηκε: «Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου, και το Έθνος έναν άνθρωπο που δε θα τονε ματαβρεί, και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα»… Και ο Ελβετός φιλέλληνας Ι.Γ. Εϋνάρδος είπε: «Όστις δολοφόνησε τον Καποδίστρια, δολοφόνησε την πατρίδα του. Ο θάνατός του είναι συμφορά για την Ελλάδα και δυστύχημα ευρωπαϊκόν».