Γράφει ο Κωνσταντίνος Σύρμος

Να ξεκινήσω λέγοντας πως δεν επιθυμώ να κάνω κήρυγμα, την ευθύνη ο κάθε ένας για το τι είδους άνθρωπος επιθυμεί να είναι, την έχει αποκλειστικά δική του. Θέλω να πω απλώς μερικά βασικά κατ’ εμέ πράγματα περί του όρου «αναπηρία», με τρόπο άμεσο και κατανοητό, με την ελπίδα πως την επόμενη φορά που θα αντικρίσετε τον οποιοδήποτε άνθρωπο με σωματική ή νοητική βλάβη δεν θα τον θεωρήσετε ως κάποιον μη φυσιολογικό ή διαφορετικό αλλά ως ίδιο με εσάς. Ούτε κάτι λιγότερο, ούτε κάτι περισσότερο, αλλά ίδιο με εσάς.

Επίσης, ελπίζω μετά από την ανάγνωση αυτού του άρθρου, να ΜΗΝ κάνετε ξανά τα εξής πράγματα: Μην προσπαθήσετε να δώσετε χρήματα, κανείς και καμιά δεν ζητιανεύει. Μην σταυροκοπιέστε, το «θαύμα» έχει γίνει ήδη με την γέννηση του καθενός μας, εσένα, εμένα, όλων. Μην κοιτάτε επίμονα, δεν είναι περιφερόμενα αξιοθέατα οι άνθρωποι (εκτός κι αν τον/την γουστάρετε, τότε εντάξει κάντε τα κόλπα σας).

Ο όρος αναπηρία είναι η δικαιολογία της κοινωνίας μπροστά στην ανικανότητά της να παρέχει δίκαια και ίδια δικαιώματα σε όλα τα μέλη της. Θα έλεγα πως από ψυχολογικής άποψης είναι και μια ασυνείδητη ανάγκη και χαρά των ανθρώπων για την ανισότητά τους. Τι εννοώ με αυτό, είναι σαν την  λύπη που νιώθει κάποιος όταν κοιτά έναν άστεγο, η λύπη αυτή είναι μια ασυνείδητη χαρά που προέρχεται από το γεγονός πως αυτός έχει το σπιτάκι του. Αυτομάτως το σπίτι παίρνει μια υπέρμετρη αξία. Έτσι συμβαίνει και με όλα αυτά που έχει φαινομενικά ο μη ανάπηρος σε σχέση με τον ανάπηρο -όπως τον ορίζει το σκεπτικό της κοινωνίας-.

Η αναπηρία, είναι μία συσκευασία, δεν είναι κάτι το απτό, είναι ένα τσουβάλι, μια κούτα, που μέσα οι άνθρωποι ρίχνουν τους ανθρώπους εκείνους που δεν μπορούν να κάνουν κινητικά ή νοητικά ό,τι μπορεί η πλειοψηφία. Θέλω να καταλάβεις πως ένας άνθρωπος με σύνδρομο Down, αν σκεφτόταν όπως ο μέσος άνθρωπος περί αναπηρίας, θα αντιλαμβανόταν τον μέσο άνθρωπο ως ανάπηρο. Επανάλαβέ το αυτό φωναχτά, θέλω να το σκεφτείς, να το επεξεργαστείς. Όλο αυτό το κατασκεύασμα μπορεί να γκρεμιστεί όταν δημιουργηθούν οι δομές ώστε όλοι οι άνθρωποι να μπορούν ισότιμα να πραγματοποιήσουν το κάθε τι.

Αν το κράτος ως όφειλε, παρείχε στον άνθρωπο -που η πάθησή του το καθιστούσε αναγκαίο-, έναν προσωπικό βοηθό, τότε εκείνη/ος θα μπορούσε να ζήσει ανεξάρτητα. Αν οι δομές δεν του έβαζαν εμπόδια, αν οι γύρω του τον αντιμετώπιζαν ισότιμα, τι θα είχε να «ζηλέψει»; Τι θα τον καθιστούσε τελικά αυτόν τον άνθρωπο ανάπηρο; Είναι βολικό για μια κοινωνία να αυνανίζεται και να φτάνει σε οργασμό φτιάχνοντας ράμπες, κάνοντας φιλανθρωπίες, να μιλά για μεγαλεία  ψυχής, για ήρωες της ζωής, για κατορθώματα και να χειροκροτείται, προσποιούμενη πως χειροκροτεί. Είναι βολικό για μια κοινωνία να συντηρεί το μοντέλο της αναπηρίας μόνο και μόνο για να μπορεί κι η ίδια να δηλώσει ανήμπορη -και άρα ανάπηρη- όποτε χρειάζεται να πράξει το ουσιαστικό, το αυτονόητο.

Μια παραπάνω αφορμή για το παρόν άρθρο αποτέλεσε η ταπείνωση (αχ με συγχωρείτε ταλαιπωρία εννοούσα) που τραβάνε τόσοι συνάνθρωποί μας το τελευταίο διάστημα –ένας εξ’ αυτών κι εγώ- με το πέρασμα από επιτροπές, που θα αποφανθούν κοιτώντας μας καλά – καλά και ξεφτιλίζοντάς μας (μα όλο λάθη κάνω σήμερα, «ξεφυλλίζοντας» ήθελα να πω) μέσα από τα χαρτιά μας -τις ιατρικές γνωματεύσεις κλπ-, για να μας φορέσουν την ταμπέλα ενός ποσοστού αναπηρίας. Έναν αριθμό δηλαδή που για το κράτος θα ορίζει το πόσο άχρηστος και ανίκανος για εκείνο είσαι, ώστε να σου δώσει πέντε ψίχουλα πάνω, πέντε κάτω. Είναι ευκολότερο, βλέπετε, να δώσεις τα ψίχουλα παρά να βρεις τον τρόπο να κάνεις όλους τους ανθρώπους το ίδιο παραγωγικούς και να τους αντιμετωπίσεις δίκαια, ως ισότιμα πλάσματα.

Μην ξεχνάμε –όπως ανέφερα ξανά-, πως το χτίσμα της αναπηρίας εξυπηρετεί και την σημαντική ανάγκη της μάζας να πρέπει κάποιους να ‘χει να δείχνει την συμπόνια της, να τους ταυτίζει ως ανήμπορους, ως δυστυχείς, ως άτυχους. Κάποιους να ‘χει να λυπάται, να φιλανθρωπίζει και να υπνωτίζεται έτσι η συνείδησή της. Μη τυχόν και μια μέρα ξυπνήσουν τα μέλη αυτής της μάζας κι αντιληφθούν τελικά πως, ανάπηρη είναι η κοινωνία που ζουν και ότι ανάπηρος είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνονται οι ίδιοι την έννοια της ευτυχίας και της ουσίας του να ζεις. Μετά από όλα αυτά το μόνο που έχω να σας ρωτήσω είναι: «Αλήθεια, εσείς πόσο ανάπηροι είσαστε»;