ice-cream

Της Άννας Παχή

«Πάμε για παγωτό». Δεν ήταν ερώτηση. Ήταν ανακοίνωση. «Πάμε για παγωτό». Στις 10 το βράδυ, μετά από βροχή, με έναν καιρό λίγο φθινοπωρινό, λίγο χειμωνιάτικο.

Αν ήταν ερώτηση, ίσως η απάντηση να ήταν αρνητική. Που να τρέχουμε τώρα; Ντύσου, βάλε παπούτσια, η κούραση της ημέρας… Γιατί άραγε η πρώτη παρόρμηση των περισσότερων είναι να πούμε όχι σε κάτι που μας προτείνουν; Η εύκολη λύση του «νυστάζω», «είμαι κουρασμένος» κρύβει απλά μια βαρεμάρα, μια διάθεση να μείνεις στα γνωστά, τα τετριμμένα.

Όχι, δε βαριέμαι. Φόρμα, αθλητικά, μπουφάν. Σε τρία λεπτά ήμασταν στο δρόμο. Λιγοστοί άνθρωποι, λιγοστά αυτοκίνητα. Τελικά δεν έκανε τόσο κρύο και το περπάτημα μας ζέστανε.

Το παγωτατζίδικο ήταν τελείως άδειο. Μόλις μπήκαμε, το πρόσωπο της υπαλλήλου έλαμψε. Όταν παραγγείλαμε δε, πέντε μεγάλες μπάλες παγωτού δυο άνθρωποι, κόντεψε να μας αγκαλιάσει από τη χαρά της. Όχι για τα λεφτά, αλλά επειδή είχε κάποιον να περιποιηθεί, δε θα περνούσαν άσκοπα τα επόμενα λεπτά της. Στόλισε τα παγωτά με παραπάνω μπισκότα, παραπάνω σιρόπι, παραπάνω χαμόγελα.

Το μαγαζί ήταν όλο δικό μας. Ποιος να πάει για παγωτό, καθημερινή και βροχερή; Χαζεύαμε το δρόμο κι απολαμβάναμε τις γεύσεις. Ομορφιά…. Πλέον, οι περισσότεροι πάνε για καφέ, για ποτό, για φαγητό. Για γλυκό όμως; Κάτι η υγιεινή διατροφή, κάτι τα επιπλέον κιλάκια, σπάνια θα ακούσεις την πρόταση «πάμε για γλυκό»; Είναι όμως οι μικρές αμαρτίες που δίνουν τη μεγαλύτερη απόλαυση.

Το απολαύσαμε το παγωτό μας. Ήταν νόστιμο. Απολαύσαμε το ‘κάτι διαφορετικό’, μια μικρή έξοδο από την καθημερινότητα, από τον καναπέ. Έστω και για λίγο, ήταν όμορφα. Μια μικρή, χαρούμενη πινελιά. Και κάμποσες θερμίδες βεβαίως – βεβαίως, αλλά… και τι έγινε;