andreatos

Της Άννας Παχή

O Γεράσιμος Ανδρεάτος, είναι αυτό ακριβώς που δείχνει: Ευγενικός, ευχάριστος, με θετική ενέργεια και προπαντός, αυθεντικός, όπως τα τραγούδια που ερμηνεύει. Λίγο πριν τις εμφανίσεις του στη μουσική σκηνή «Σφίγγα», μίλησε στο iART για την πορεία του, τα πράγματα που τον απασχολούν και, κυρίως, το λαϊκό τραγούδι.

Πότε ξεκίνησες να τραγουδάς;

Επαγγελματικά, το 1985. Μέχρι τότε έπαιζα μπουζούκι και τραγουδούσα ερασιτεχνικά. Ένα βράδυ πήγα στο «Ανώγειο», στην Τερψιθέα, να δω ένα φιλικό σχήμα. Έτυχε ένα μέλος τους, που έπαιζε μπουζούκι να λείπει και μου πρότειναν να πάρω τη θέση του για να μπορέσουν να εμφανιστούν. Γνώριζα ήδη τον Πάνο Κατσιμίχα, που ήταν μέλος του σχήματος. Η βραδιά πήγε πολύ καλά και ο ιδιοκτήτης μου πρότεινε να παραμείνω. Ξεκίνησα ωραία, ρομαντικά,  με μεγάλο ενθουσιασμό.  Έμεινα μέχρι που η επιχείρηση πουλήθηκε. Εμφανίστηκα κατόπιν σε μπαράκια, μικρές μουσικές σκηνές.. Θυμάμαι, μαζί με το φίλο μου Δημήτρη Λογαρά περάσαμε πολλά όμορφα και δημιουργικά χρόνια, συχνά στην «Αρχιτεκτονική», στη Βουλιαγμένης. Έτσι ξεκίνησε η μύησή μου στο επάγγελμα του μουσικού – τραγουδιστή.

Το είχες σκεφτεί από πριν;

Ναι, από μικρός, χωρίς βέβαια να έχω συνειδητοποιήσει πλήρως ότι ήταν το μόνο που επιθυμούσα να κάνω.  Απασχολήθηκα για λίγο στην οικογενειακή επιχείρηση, – ο πατέρας μου διατηρεί κατάστημα – κι επειδή οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά, ήθελε να μείνω εκεί. Προσπάθησα πολύ, αλλά δε μου πήγαινε. Το καλό είναι να το βλέπει κανείς αυτό νωρίς και να το αντιμετωπίζει. Έτσι, βρέθηκα να κάνω αυτό που αγαπάω κι είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που το κατάφερα. Τότε εργαζόμουν παράλληλα στην Αμερικανική Βάση του Ελληνικού, ως πολιτικό προσωπικό. Θυμάμαι στις πρώτες μου εμφανίσεις ερχόντουσαν κάποιοι Αμερικανοί λοχίες, δεκανείς, συνάδελφοι να με ακούσουν. Τους φαινόταν περίεργο, αλλά είχαμε καλές σχέσεις. Τις ανθρώπινες σχέσεις τις βάζω πάνω από όλα. Την αγάπη, το πάρε – δώσε.  Δεν έχω βγει χαμένος από αυτό, μάλλον έχω επενδύσει σωστά, στην αγάπη.

Νομίζω είναι και θέμα χαρακτήρα. Ο κόσμος σε αγαπάει και για αυτό. Όλα αυτά τα χρόνια είσαι συνεπής, κυρίως στον εαυτό σου κι αυτό φαίνεται.

Είμαι καλός αποδέκτης των θετικών ανθρώπων και ναι, είμαι συνεπής. Δε λέω πως δεν αλλάζουν κάποιες από τις ιδέες και τις πεποιθήσεις μας, το θεωρώ άλλωστε υγιές. Αλλά γενικά, δε μπορεί να ξεκινήσει κανείς όντας καλό παιδί και να καταλήξει «λαμόγιο» εκτός  κι αν οι συγκυρίες είναι τόσο ιδιαίτερες, του έρθουν όλα ανάποδα, δεν ξέρω. Ας μην ξεχνάμε πως ο τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μπορεί να συμβεί το ίδιο πράγμα σε πολλούς ανθρώπους κι ο καθένας να έχει εντελώς διαφορετική αντίδραση και εξέλιξη.  Αυτή είναι αλήθεια που τη βλέπω μέσα στη ζωή.

Πότε μπήκες στη δισκογραφία;

Όσο περνούσαν τα χρόνια βελτιωνόμουν, ο κόσμος αρχίζει να με γνωρίζει, κι εγώ να γνωρίζω τον κόσμο. Μέσω φίλων και συναδέλφων συνάντησα τον Πέτρο Ταμπουρή, το Θοδωρή Γκόνη  και το Βαγγέλη Κορακάκη.  Τότε ήρθαν οι πρώτες δισκογραφικές συμμετοχές. Πρώτα στο «Λαύριο» του Βαγγέλη Κορακάκη  και σχεδόν ταυτόχρονα στο δίσκο «Τα Πορφυρά Καμπάγια» του Πέτρου Ταμπούρη και του Θοδωρή Γκόνη.  Είχε προηγηθεί ένα τραγούδι, στο δίσκο «Μισμαγιά» που περιέχει συνθέσεις λόγιων Κωνσταντινουπολιτών μουσουργών του 17ου αιώνα. Έχει τίτλο «Πως βαστάς καρδιά μου, θαυμάζω». Δυστυχώς πέρασε «στα ψιλά». Ήταν η πρώτη μου απόπειρα ηχογράφησης στο στούντιο. Ακολούθησαν τα άλλα δυο και τότε άκουσα πρώτη φορά τη φωνή μου στο ραδιόφωνο. Ήταν σε εκπομπή της Μαργαρίτας Μυτιληναίου, ανήγγειλε το όνομά μου στο τραγούδι «Ο κουρασμένος δρόμος μου», του Βαγγέλη Κορακάκη.

Πως ένιωσες;

Σε ξενίζει λίγο. Είχα εξοικειωθεί κάπως από το στούντιο αλλά και πάλι, μου φάνηκε  περίεργο, ντρεπόμουν, δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου. Ήταν παράξενο να με ακούει ο κόσμος από το ραδιόφωνο. Ήταν αξέχαστη στιγμή, βρισκόμουν στη λεωφόρο Όλγας , ήταν  απόγευμα.

Ποια ήταν η πρώτη μεγάλη σου επιτυχία;

Προήλθε από τον πρώτο προσωπικό μου δίσκο, σε συνεργασία με το Βαγγέλη, το «Πικρό Φιλί»  και το τραγούδι είναι το «Στη σκέψη της τρελής». Το είχε πει πρώτος ο Γιώργος Τζώρτζης αλλά δεν είχε τύχει να ακουστεί. Ο Βαγγέλης πρότεινε να το τραγουδήσω κι εγώ. Μου άρεσε πάρα πολύ. Είναι χαρούμενο, και διαθέτει – θεωρώ – φρεσκάδα. Τάραξε τα νερά. Ακουγόταν παντού, αγαπήθηκε πολύ. Θυμάμαι την κριτική του Αργύρη Ζήλου  στο Αθηνόραμα. Έλεγε για μένα και το Βαγγέλη «αυτά τα δυο παιδιά δίνουν ένα χαστούκι στο κατεστημένο και ορθώνουν ανάστημα με ένα γνήσιο, λαϊκό τραγούδι».

 

Είχε ξεκινήσει μάλλον η εποχή του σκυλοποπ…

Τότε κυριαρχούσε περισσότερο το σκυλάδικο. Η ποπ μουσική ήρθε αργότερα, διείσδυσε σε όλα τα υγιή είδη και τα δηλητηρίασε, τα μόλυνε. Μου αρέσει η αυθεντική ποπ, έχει ωραία κομμάτια, αλλά αυτή της η ελαφρότητα δεν ταιριάζει με ένα λαϊκό τραγούδι. Το λαϊκό το χαρακτηρίζει – όπως έλεγε και ο Τσιτσάνης – «η λιτότης, η αμεσότης και  η ανεπιτήδευτος εκτέλεσις». Με αυτόν τον τρόπο, όπως έλεγε ο δάσκαλος, γίνεται η μεταφορά των συναισθημάτων, προκύπτει συγκίνηση. Το λαϊκό τραγούδι δε σηκώνει «χαριτωμενιές». Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα είδη. Βέβαια, τώρα το ζούμε αυτό και είναι μεγάλη η αγωνία μου όχι μόνο σαν τραγουδιστής αλλά και σαν ακροατής. Τις στιγμές που θέλω να βγω έξω να διασκεδάσω ή να ανοίξω το ραδιόφωνο διαπιστώνω ότι ενώ βγαίνουν πολλά ωραία τραγούδια  από πολλές ωραίες νέες φωνές,  όλα τα διακρίνει ένα άγχος για εντυπωσιασμό. Να βγάλουν «καινούριο ήχο», όπως είναι η έκφραση της εποχής. Το αποτέλεσμα, όταν δεν υπάρχει παιδεία, είναι ότι παίρνουν αυθαίρετα, χωρίς γνώση, πράγματα, τα ενώνουν και  τις περισσότερες φορές βγαίνουν εκτρώματα. Βρίσκουν βέβαια και τον κόσμο απαίδευτο, το περνάνε σαν άποψη και το επίπεδό μας κατεβαίνει συνέχεια. Στην προσπάθεια να φτιαχτεί ο «καινούριος ήχος»  και να εντυπωσιάσουν , οι τραγουδιστές  ξεκινούν τα τραγούδια από πολύ χαμηλά, τόσο, που ούτε οι ίδιοι δε μπορούν να τραγουδήσουν και φτάνουν στο τέλος να τσιρίζουν. Δεν υπάρχει μια κανονικότητα, να γραφτεί ένα τραγούδι πάνω στην ωφέλιμη περιοχή του εύρους του ερμηνευτή ή της ερμηνεύτριας και να ακούγεται όμορφα, με αντίστοιχη μελωδία, να αγγίξει την καρδιά μας. Έχω μια ψυχή, μια καρδιά, προσπαθώ να την ακουμπήσω κάπου, να βρω ένα πλοίο να με ταξιδέψει. Δε βρίσκω, παρά ελάχιστες βαρκούλες που αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα. Κυνηγώντας όλα αυτά τα ακροβατικά, έχουμε χάσει την ουσία. Το τραγούδι είναι τέχνη και η τέχνη έχει στόχο τη συγκίνηση, τη δημιουργία πολλών συναισθημάτων που θα μας δώσουν χαρά, θα μας προβληματίσουν, θα μας θυμίσουν κάποιες δύσκολες στιγμές.  Αυτή είναι η έννοια της συγκίνησης, να κινηθούμε μαζί με το δημιούργημα.

Νομίζω πως τα πράγματα αλλάζουν προς το καλύτερο.

Μακάρι. Υπάρχουν πολλές καλές περιπτώσεις, μικρά σχήματα που προσπαθούν να επιβιώσουν. Δε θα έπρεπε να είναι έτσι, δε θα έπρεπε το μικρό, που έχει αξία να προσπαθεί να επιβιώσει και να κυριαρχεί το «μεγάλο» και ανούσιο.

Σε αυτό φταίει η κατάσταση στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Ειδικά στο ραδιόφωνο, ακούς μια συνεχή play list.

Χαίρομαι που το λες, γιατί αν το πω εγώ μπορεί να ακουστώ απαισιόδοξος ή ότι προσπαθώ να δικαιολογήσω κάποια πράγματα. Αν μαζέψεις όλα τα τραγούδια των κυριότερων σταθμών ελληνικών και ξένων, θα δεις ότι είναι τα ίδια, απλώς εναλλάσσονται.

Ο Χατζιδάκις έλεγε ότι «η μουσική είναι μια, υπάρχει καλό τραγούδι και κακό τραγούδι».

Συμφωνώ απόλυτα. Θα έλεγα πως το καλό τραγούδι είναι αυτό που βγαίνει από την ψυχή του δημιουργού, από την αλήθεια του, χωρίς δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Σαφώς, όλοι θέλουμε να έχει επιτυχία το τραγούδι μας, να ακουστεί. Όμως, το καλό τραγούδι – για μένα – είναι αυτό που περιέχει αλήθεια, προκαλεί συγκίνηση. Κακό είναι ένα τραγούδι που φτιάχνεται με κίνητρο το κέρδος, την πρόσβαση στην εξουσία, στην «πίτα».

Είναι σημαντικό που το λες αυτό, γιατί είσαι από τους λίγους καλλιτέχνες που είναι πάντα στην επικαιρότητα με τα τραγούδια τους.

Το γεγονός αυτό μου έχει δώσει μεγάλη χαρά. Αν χωρίσω σε τρία κομμάτια την πορεία μου στη δισκογραφία, θα έλεγα ότι την πρώτη περίοδο  έγιναν απανωτές επιτυχίες, είχα πάρα πολύ ωραίες συνεργασίες, μεγάλη προβολή από τα Μέσα, βοηθούσαν και οι εταιρείες με τον τρόπο τους, και όχι μόνον εμένα, αλλά όλους τους καλλιτέχνες. Η δεύτερη περίοδος, η «μετά την επιτυχία» ήταν γκρίζα, μια περίοδος αναθεωρήσεων, προβληματισμών,  δυσκολιών… Εκεί – χωρίς να έχω ποτέ διάθεση να φανώ ασυνεπής προς τον εαυτό μου και να προσπαθήσω να βρω άλλους τρόπους – με στήριξε το γεγονός ότι ο κόσμος, τα Μέσα δε με ξεχνούσαν. Τα τραγούδια μου ακουγόντουσαν, σε μικρότερη συχνότητα, αλλά ακουγόντουσαν. Βλέποντας λοιπόν τα θετικά πάτησα ξανά στα πόδια μου. Τώρα είμαι σε μεγάλη φόρμα, πολύ ήρεμος, ήσυχος. Συχνά νιώθω τύψεις για αυτό, επειδή βλέπω ότι όλοι είναι στενοχωρημένοι και οι περισσότεροι νιώθουν τον ορίζοντα να κλείνει, ενώ εγώ τον βλέπω ανοιχτό. Προσπαθώ να το μεταδώσω αυτό, να εξηγήσω πως όλα είναι μέσα μας τελικά. Δεν έχουμε περάσει τις δυσκολίες που πέρασαν οι προηγούμενες γενιές. Ας σκεφτούμε τι έχει γίνει από τη γενιά των γονιών μας και πίσω. Πόλεμοι, διωγμοί, βασανιστήρια, φτώχια, τα πάντα.  Δε λέω να δεχόμαστε de facto ότι μας λένε οι πολιτικοί, κι εκεί υπάρχει σίγουρα πονηριά, συμφέροντα. Πρέπει να ψάχνουμε, να αναλύουμε, να ενημερωνόμαστε όπως μπορούμε, αλλά ταυτόχρονα να μη χάνουμε την πίστη στον εαυτό μας, την αισιοδοξία μας. Να αναγνωρίζουμε τα ωραία πράγματα που μας συμβαίνουν.  Με ένα χαμόγελο, μπορείς να επηρεάσεις πάρα πολλούς.  Το πιστεύω αυτό. Αν χαμογελάσεις σε κάποιον, του πεις μια καλή κουβέντα, θα το εισπράξει, θα το ανταποδώσει.

Τι κάνεις τώρα;

Πολύ ωραία προγράμματα, όπως αυτό που θα παρουσιαστεί στη Σφίγγα στις 13 και 20 Ιανουαρίου. Θα εμφανιστούμε μαζί με την Επιστήμη Κάμπου. Είναι πολύ νέα και χαίρομαι που έχει τη φλόγα και την επιθυμία να τραγουδάει ωραία τραγούδια, με τρόπο που δείχνει ότι σέβεται την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.  Έχω ευτυχήσει να συνεργαστώ με πολλές ταλαντούχες ερμηνεύτριες. Κάποιες έχουν ήδη πάει μπροστά κι άλλες θα πάνε στο μέλλον.

Δισκογραφικά;

Βρήκα μερικά εξαιρετικά τραγούδια που θέλω να κυκλοφορήσω, αλλά οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες. Ψάχνω αν είναι δυνατόν, εταιρεία που θα αναλάβει την παραγωγή. Θα κάνω ότι μπορώ για αυτά τα τραγούδια. Γνωρίζω καλά ότι το cd πλέον δεν κάνει πωλήσεις,  δεν καλύπτονται τα έξοδα της παραγωγής. Ίσως να βγουν μερικά σε ηλεκτρονική μορφή, με ένα προσεγμένο βίντεο κλιπ . Τα ψάχνω όλα αυτά. Τη μεγαλύτερη χαρά πάντως, μου τη δίνουν τα τραγούδια. Το ίδιο έγινε πριν δυο χρόνια, με το Σταμάτη Χατζηευσταθίου, και το «Μην τολμήσεις» με τη Γιώτα Νέγκα. Η Γιώτα είναι λαϊκή τραγουδίστρια, οι δρόμοι μας συναντήθηκαν και είμαι σίγουρος πως θα ξανασυναντηθούν. Πέρσι πήγαμε στο Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού στη Νέα Υόρκη, όπου δώσαμε μια συναυλία στο Μανχάταν, αφιέρωμα στο Στέλιο Καζαντζίδη. Συμμετείχαν ποντιακά χορευτικά σωματεία, ήταν πολύ ωραία. Επίσης ηχογράφησα μια υπέροχη συναυλία που έκανα το καλοκαίρι στο Βεάκειο, με τη συντροφιά κάποιων  ακριβών φίλων, όπως  ο Παντελής Θαλασσινός, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Βαγγέλης Κορακάκης, η Ελένη Βιτάλη, η Πίτσα Παπαδοπούλου, η Φωτεινή Βελεσιώτου, η Μελίνα Κανά και ο Βασίλης Σκουλάς. Πρόκειται για ανθρώπους που αγαπώ πολύ κι έχουμε συνεργαστεί. Το υλικό είναι έτοιμο, περιμένω να βρει το δρόμο του δισκογραφικά.

Οι δισκογραφικές εταιρείες περνούν κρίση και νομίζω πως φταίνε οι ίδιες.

Σε ένα βαθμό το πιστεύω κι εγώ. Καταρχάς δεν κυνήγησαν τα πειρατικά cd όταν έπρεπε. Ύστερα, το πωλούσαν πολύ ακριβά, δυσανάλογα ακριβά  σε σχέση με το βινύλιο  που είχε πραγματικά πολύ μεγάλα έξοδα, ήταν όμως καλύτερο, μια μορφή τέχνης από μόνο του. Ο αναλογικός ήχος ήταν πολύ ζεστός, ταίριαζε στο λαϊκό τραγούδι που υπηρετούμε. Απέδιδε καλύτερα τον ήχο και των οργάνων και των φωνών. Άλλο ένα καίριο πλήγμα, ήταν ότι «ξεπούλησαν» σε περιοδικά κι εφημερίδες τα cd  σε τιμές που ευτέλισαν την αξία του προϊόντος. Όμως, το μεγαλύτερο λάθος ήταν ότι δεν φρόντισαν όπως φρόντιζαν παλαιότερα, μέσω παραγωγών με παιδεία, να κάνουν πραγματικά καλλιτεχνικές παραγωγές. Βγήκε τόσο σκουπίδι που απαξιώθηκε το προϊόν από μόνο του, για αυτό  κατέληξε στα περίπτερα χωρίς να το παίρνει κανείς. Πολλά από τα cd που έγιναν κάποτε  πλατινένια, πλέον δεν χρησιμοποιούνται ούτε για σουβέρ.  Ή εκείνη η μανία, να δίνουν  μέσω εφημερίδων τα Top 50 σε πωλήσεις τραγούδια και το έκαναν πρωτάθλημα, λες και το τραγούδι είναι στήλη του ΠροΠο. Όμως, δε θέλω να σταθώ στα νούμερα. Δεν πρέπει να μας νοιάζουν τα νούμερα αλλά ποιος έκανε κάτι σημαντικό.

Θα συνεργαζόσουν με έναν καλλιτέχνη εκ διαμέτρου αντίθετο από σένα;

Πιο παλιά θα έλεγα όχι. Τώρα δε μπορώ να απαντήσω με την ίδια σιγουριά.  Στο πρόγραμμά μου, ψάχνω να βρω όμορφα τραγούδια κι από άλλα είδη. Είμαι λαϊκός τραγουδιστής, με ενδιαφέρει η εξέλιξή του. Μπορείς να βρεις καλά τραγούδια και σε ένα σωρό από σκυλάδικα. Τραγουδοποιοί που δεν είναι λαϊκοί, καμιά φορά βγάζουν υπέροχα λαϊκά τραγούδια, όπως το «Ανείπωτα», ή το «Στα είπα όλα».  Τα συγκεντρώνω μαζί με τα δικά μου και φτιάχνω ένα πρόγραμμα που δείχνει την αρχή και τη συνέχεια του λαϊκού τραγουδιού.  Υπάρχουν όμως κάποια που δε θα τα έλεγα ποτέ.

Αυτό έχει σίγουρα ένα κόστος.  Θα μπορούσες να «εξαργυρώσεις» τη φήμη σου, την αγάπη που σου έχει ο κόσμος.. Σίγουρα θα ερχόταν να σε δει.  

Πλέον με την οικονομική δυσπραγία που υπάρχει, δεν είναι εύκολο να έρθει κάποιος να σε ακούσει. Τελικά, ίσως ποτέ δεν ήταν εύκολο. Ο κόσμος πάντα επιλέγει. Υπάρχουν κάποιοι που μπορούν να βγουν κι έχουν μια λίστα στο μυαλό και την καρδιά τους  με δέκα, δεκαπέντε ονόματα που επιθυμούν να δουν. Θέλω να κάνω κινήσεις και να λέω τραγούδια που να με τοποθετήσουν ψηλά σε αυτή τη λίστα. Υπάρχουν πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες στην Ελλάδα κι αυτό είναι ευτύχημα για όλους μας, κάνει όμως δύσκολη την επιλογή.

Θεωρώ πως κουραστήκαμε από τη βαβούρα του μεγάλου κέντρου, με τα πολλά λουλούδια, τα δυνατά φώτα, την εκκωφαντική μουσική….

Σίγουρα. Προσωπικά με κούραζε να δουλεύω σε τέτοια μαγαζιά, τις λίγες φορές που εργάστηκα εκεί. Το «Χάραμα» από την άλλη, είναι εξαιρετικό, όπως τα «Δεκατρία Φεγγάρια», η «Πανσέληνος», και πολλά άλλα.  Έχει σημασία η σκηνή, το  μαγαζί, να είναι τέτοιο σε χωρητικότητα και αριθμό καλλιτεχνών που να βγαίνει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Πολλές φορές λέμε για τις συνεργασίες, πως είναι πολύ καλές, γιατί με μια έξοδο κάποιος θα δει πολλούς ταυτόχρονα. Αυτό ισχύει μεν, έχει όρια δε. Αν οι καλλιτέχνες  είναι πάρα πολλοί, δε θα ευχαριστηθείς κανέναν. Επίσης, θα πρέπει να έχουν μια συνάφεια μεταξύ τους. Έχω δει το αντίθετο και απορώ, πως γίνεται να πηγαίνεις να δεις κάποιον που δε σου αρέσει, επειδή εμφανίζεται με κάποιον που αγαπάς. Ο κόσμος διχάζεται.  Κάτι τέτοιο δεν πετυχαίνει επειδή δεν είναι καλλιτεχνικό εγχείρημα αλλά μια μάζωξη που την κάνουν κάποιοι επιχειρηματίες με στόχο να μαζέψουν χορούς, τα πούλμαν από την επαρχία. Έχει χαθεί, όπως και στις δισκογραφικές δουλειές, ένας δημιουργός που έκανε έναν κύκλο τραγουδιών με οντότητα, αρχή, μέση και τέλος. Καλούσε κάποιους τραγουδιστές που θεωρούσε ότι θα υπηρετούσαν το κάθε τραγούδι επάξια. Έτσι γινόντουσαν και τα προγράμματα. Μαζευόντουσαν και τότε, αλλά ήταν ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, η Πόλυ Πάνου, ο Αντώνης Ρεπάνης.. όλοι ένα πράγμα, το λαϊκό τραγούδι. Δεν ήταν ένας ροκάς, ένας ποπ κι ένας τενόρος, που έφτιαχναν πρόγραμμα. Όλα αυτά αδικούν το κοινό, τα προγράμματα, το τραγούδι και τους καλλιτέχνες. Ο παραγωγός, δεν είναι τυχαία μορφή. Χρειαζόμαστε παραγωγούς και δεν έχουμε παρά ελάχιστους.

Οι παραγωγοί ήταν πάντα παρεξηγημένοι.

Ναι, επειδή είναι ενδιάμεσοι και τους κατηγορούσαν πως είχαν στόχο μόνο το κέρδος, εκμεταλλευόμενοι τους καλλιτέχνες. Εντάξει, υπάρχουν κι αυτοί αλλά υπάρχουν και σωστοί επαγγελματίες, που ξέρουν να δημιουργούν δίσκους, προγράμματα, ωραίες καταστάσεις, παρεΐστικες. Άλλο πρόγραμμα θα κάνεις σε μεγάλο μαγαζί, άλλο σε μικρό, άλλο σε ένα στάδιο, ή σε μια συναυλία. Βλέπουμε καλλιτέχνες να δίνουν συναυλίες σε θέατρα. Είναι δυνατόν;

Τι να περιμένουμε στη «Σφίγγα»;

Συνέλεξα λαϊκά διαμάντια από όλες τις εποχές, προσπαθώντας να στηρίξω μια βραδιά γλεντιού πάνω στο λαϊκό τραγούδι και στα συναισθήματα που προκαλεί. Το πρόγραμμα ξεκινά από την παλιά εποχή, εντάσσω τα δικά μου τραγούδια ενώ διαλέγω και κάποια σύγχρονα που είτε γυρνάνε σκόρπια σε άλλες όχθες, είτε τα έχουν δημιουργήσει  τραγουδοποιοί που δεν είναι λαϊκοί , τους βγαίνει όμως κάποια στιγμή, γιατί το έχουν μέσα τους όπως όλοι μας, κάποιο λαϊκό αριστούργημα. Όλα αυτά φτιάχνουν μια ωραία «αλυσίδα» που μαζί με την Επιστήμη Κάμπου θα παρουσιάσουμε στη Σφίγγα. Μας συντροφεύουν τρεις εξαιρετικοί μουσικοί, ο καταπληκτικός Νίκος Καινούριος στην κιθάρα, στο μπουζούκι ο πολύ νέος και ταλαντούχος, που θα αφήσει εποχή, Χρήστος Μπέκας και στο ακορντεόν επίσης κάποιος που θα αφήσει εποχή, ο Αλέξανδρος Καμπουράκης. Φυσικά, σας περιμένουμε όλους.

Και μετά;

Προσπαθώ να κάνω πράγματα και χαίρομαι επειδή μέχρι στιγμής όπου εμφανίζομαι ο κόσμος περνάει καλά και θέλει να με ξαναδεί. Κάνω νέους φίλους κι αυτό είναι ότι καλύτερο. Βλέπω τα πράγματα να ανοίγουν. Είναι προγραμματισμένη μια εμφάνιση στις 25 Ιανουαρίου στο Περιστέρι, στο «Ο τέντζερης και το καπάκι» μαζί με άλλους δυο εξαιρετικούς μουσικούς που εργάζονται εκεί.  Κατόπιν, θα είμαστε με τη Σοφία Παπάζογλου από την Κυριακή 29 Ιανουαρίου  και κάθε Κυριακή μεσημέρι, στις «Γραμμές». Θα χαρούμε να σας δούμε κι εκεί.

Πληροφορίες για τις εμφανίσεις του Γεράσιμου Ανδρεάτου στη «Σφίγγα» εδώ