Συνέντευξη στην Άννα Παχή

O μουσικός και συνθέτης Γιάννης Σκυλλάς, ιδρυτής των Plastic People και άλλων μουσικών σχημάτων, μιλά για τη μουσική, την Τέχνη και την ανάγκη να ονειρευόμαστε.

Πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική;

Μπήκα στο Ωδείο όταν ήμουν οχτώ χρονών. Έμαθα ακορντεόν και κατόπιν, πιάνο. Στα δεκαέξι ίδρυσα τους Common Noise Collection μαζί με τον κιθαρίστα και  μετέπειτα έγκριτο ιστορικό και συγγραφέα Μενέλαο Χαραλαμπίδη, ενώ λίγο αργότερα είδα τη μουσική πιο σοβαρά.  Ψάχνοντας εκείνους που επηρέασαν ροκ, ανακάλυψα τα blues. Όλοι έχουν επηρεαστεί από αυτό, όλοι το έχουν τραγουδήσει. Επίσης, στο blues η παρουσία του πιάνου είναι πολύ πιο έντονη.

Ύστερα;

Συμμετείχα σε πολλές μπάντες και είχα την τύχη να παίξω με μουσικούς πολύ υψηλού επιπέδου. Στην πορεία, δημιουργήθηκαν οι Plastic People και δουλέψαμε τρία χρόνια στο κλαμπ του Σταυρού του Νότου, ως house band. Από τότε ασχολούμαι με τη μουσική επαγγελματικά. Συνεχίσαμε στο χώρο του event, οργανώνοντας διάφορα projects.

Μίλησέ μας για τους Plastic People.

Είναι disco funk μπάντα, παίζει μαύρη χορευτική μουσική. Είχαμε πολύ καλούς συνεργάτες, αλλά είναι δύσκολο να έχεις σταθερή μπάντα στην Ελλάδα, είναι δύσκολη η επιβίωση. Συχνά οι μουσικοί κάνουν πράγματα έξω από τα ενδιαφέροντά τους, που τους αποφέρουν όμως χρήματα. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχουμε σταθερή τραγουδίστρια, την καλύτερη στο χώρο. Η Vicky Bee είναι βασική συνεργάτης σε όλα τα projects που αναλαμβάνουμε. Είμαι πολύ τυχερός με αυτή τη συνεργασία.

Υπάρχουν και άλλα μουσικά σχήματα με τα οποία ασχολείστε.

Μας αρέσουν διάφορα είδη μουσικής και πραγματοποιούμε projects μεγάλου εύρους. Πέρα από τους Plastic People, υπάρχει το σχήμα «Vicky Bee and the Acoustic Troubles»  που προσαρμόζεται στο χώρο που παίζουμε και στο κοινό που μας ακούει κάθε φορά. Έχει jazzy ήχο και διασκευάζουμε τραγούδια από το χώρο της ποπ, της ροκ.. Σημαντική είναι η «Rolling Stones Tribute Band», η μοναδική διεθνώς μπάντα, αφιερωμένη στο συγκρότημα, με γυναικεία φωνητικά. Τελευταία αναπτύσσουμε το «Βlues Sundays Acoustic Band», πάλι με τη Vicky Bee στα φωνητικά, εμένα στο πιάνο, τον Μάρκο Παπασυφάκη και τον Σίμο Κοκαβέση στις ακουστικές κιθάρες και στα φωνητικά. Είμαι πολύ τυχερός γι ακόμα μια φορά, είναι πραγματικά μια “Dream Team” στο χώρο του Blues και του Rock. Με αυτό το project αναβιώνουμε τη μουσική του αμερικανικού Νότου και με χαρά λέω πως έχει μεγάλη ανταπόκριση, όπως γενικά, κάθε τι καινούριο που κάνουμε. Επίσης είναι κάτι πρωτόγνωρο για μας το ότι παίζουμε μεσημέρι. Κάθε Κυριακή, στο ΖΟΟ στο Χαλάνδρι.

Έχεις παίξει σε πάρα πολλά μαγαζιά σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Πως αντιμετωπίζει το κοινό μια μπάντα;

Τη δεκαετία του ’90 που ξεκίνησα, οι άνθρωποι δεν είχαν ακούσει τόσα πράγματα, άλλωστε, η ελληνική κουλτούρα είναι διαφορετική. Πλέον, εκείνοι που παρακολουθούν ένα live είναι συνειδητοποιημένοι. Ξέρουν τι θα δουν, γνωρίζουν το συγκρότημα, τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση. Δεν αφήνουμε τίποτα στην τύχη. Προσπαθούμε όσο μπορούμε, να είμαστε οργανωμένοι, πάντα προβαρισμένοι. Έτσι, καταφέραμε να έχουμε σταθερό κοινό που εκτιμά αυτό που κάνουμε.

Ένας μουσικός χωρίς σταθερή βάση, δυσκολεύεται πολύ. Τι κόστος έχει αυτό; Τι αντιμετωπίζει ο καλλιτέχνης που δεν έχει τις υποδομές;

Αν περιμέναμε να φτιαχτούν οι υποδομές δε θα παίζαμε ποτέ, πουθενά. Γινόμαστε μεταφορείς, ηχολήπτες, τεχνικοί, μάνατζερ. Δεν υπάρχει μάνατζμεντ για αυτά τα συγκροτήματα, κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα. Αυτό είναι και καλό και κακό. Το καλό είναι ότι μπορείς να διαχειριστείς τον τρόπο σου, να διαλέξεις τι θα κάνεις. Γίνονται φυσικά λάθη, αλλά τα παίρνεις πάνω σου, δε ρίχνεις τις ευθύνες αλλού. Από την άλλη, δε μπορείς να τα κάνεις όλα. Ουσιαστικά, δεν έχεις χρόνο για τον εαυτό σου. Συχνά επηρεάζεται η δημιουργικότητά σου, δε μπορείς να δουλέψεις δικά σου πράγματα, είσαι στο κυνήγι της δουλειάς, όπως όλοι σε αυτή τη χώρα.

Η μουσική είναι σαν την υποκριτική, συχνά δε θεωρείται καν επάγγελμα. Έχει αλλάξει αυτό;

Αλλάζει, αν και δεν είναι στο επιθυμητό στάδιο. Πολλές φορές, κάποιοι με αντιμετωπίζουν σαν να κάνω διακοπές. Λένε πως αφού γυρίζω όλη την Ελλάδα, πηγαίνω στα καλύτερα μέρη, δε δουλεύω. Η αλήθεια είναι πως έχω πάει γύρω στις δέκα φορές στη Σαντορίνη και είδα την Καλντέρα πέρσι, πρώτη φορά.  Πηγαίνεις, στήνεις, παίζεις, φεύγεις, δεν προλαβαίνεις να πας στη θάλασσα, να δεις οτιδήποτε. Ίσως αν υπήρχε κάποιος που να χειριζόταν τα πρακτικά,  όπως συμβαίνει παντού αλλού, να ήταν διαφορετικά. Το χρονοδιάγραμμα είναι πολύ πιεστικό, ειδικά όταν πρόκειται να βρεθείς σε μακρινά μέρη. Είσαι συνέχεια με μια βαλίτσα στο χέρι να τρέχεις γύρω – γύρω μαζί με τον εξοπλισμό σου.

Πόσο επηρεάζει η κατάσταση αυτή, τη δημιουργική διαδικασία;

Η έμπνευση έρχεται οποιαδήποτε στιγμή. Το δύσκολο είναι να βρεις χρόνο να μετουσιώσεις την έμπνευση σε τραγούδι, επειδή πρέπει να προβάρεις συνεχώς τα κομμάτια που παίζεις στο πρόγραμμά σου. Είναι εξίσου δύσκολο, να βρεις  ένα λόγο για να το κάνεις, στη χώρα που ζούμε. Η δισκογραφία δεν υπάρχει πια. Ναι μεν θέλεις να βγάλεις κάποια πράγματα, να δώσεις το στίγμα σου, όμως, δεν υπάρχει η έννοια της παραγωγής. Καταξιωμένοι καλλιτέχνες, εδώ και στο εξωτερικό, χρηματοδοτούν μόνοι  τη δουλειά τους. Θα πας το cd  έτοιμο στην εταιρεία, για απλή διανομή, να βάλει το brand. Δεν παρέχουν στούντιο. Για αυτό αρκετοί βγάζουν ένα single σε ηλεκτρονική μορφή και κάνουν ένα βίντεο κλιπ που το ανεβάζουν στο youtube. Προσωπικά, αν κάνω κάτι,  θα περιλαμβάνει τουλάχιστον έξι κομμάτια. Παλιότερα, ο κόσμος σε γνώριζε μέσα από τη δισκογραφία. Τώρα σε γνωρίζει από το youtube, κι αυτό είναι λίγο έξω από εμάς. Δεν υπάρχει η μαγεία. Αγόραζες το δίσκο, τον άκουγες, έβρισκες αυτό που σου άρεσε. Αυτό δε συμβαίνει πια. Έτσι  δεν έχουμε βγάλει cd, ενώ έχουμε υλικό. Είναι βέβαια πολύ σημαντικό πως κάποιοι άνθρωποι μας ακολουθούν και θα θέλαμε να έχουν κάτι δικό μας, για αυτό και σκεφτόμαστε σοβαρά να μπούμε σε αυτήν τη διαδικασία.

Την εποχή που ακούμε, από τα Μέσα τουλάχιστον, ηλεκτρονική μουσική, κομπιουτερίστικη μουσική, σκυλάδικη μουσική, πόσο μπορεί να αντέξει μια disco funk μπάντα; Έχουμε ξεφύγει καθόλου από το στερεότυπο του Έλληνα που ακούει μόνο ελληνικά, ή μόνο τα «καινούρια»;

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι δε δίνεται βήμα, τα Μέσα δεν ασχολούνται. Υπάρχει ένα σύστημα. Καλό είναι να υπάρχουν όλα, αρκεί να έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες. Υπάρχουν  πολλοί καλοί τραγουδιστές. Όμως, το σύστημα προωθεί μόνον ένα συγκεκριμένο είδος καθώς και ότι περιστρέφεται γύρω του. Καλά ποπ γκρουπ, που κάνουν καριέρα και παίζουν άλλα πράγματα,  κινούνται γύρω από τον ίδιο κύκλο. Παίζουν στις «μεγάλες πίστες», ή συνοδεύουν τα «μεγάλα» ονόματα σε συναυλίες του εξωτερικού.  Δε δίνονται οι ίδιες ευκαιρίες. Υπάρχει κοινό που ακούει τη μουσική που παίζουμε εμείς κι ενδιαφέρεται. Αυτό το κοινό δεν ενημερώνεται. Η σκηνή είναι καλή, υπάρχουν καλά συγκροτήματα. Όμως, είτε πρέπει να πας με το σύστημα, διατρέχοντας τον κίνδυνο να αλλοτριωθείς σαν καλλιτέχνης ή ακολουθείς ένα δρόμο δύσκολο, όπως κάνουμε εμείς. Έτσι έχουν τα πράγματα. Το σύστημα αυτό υπάρχει παντού. Ίσως είναι και θέμα μουσικής παιδείας.  Δεν την έχουμε, για αυτό δεχόμαστε ότι μας παρουσιάζουν. Θυμάμαι, όταν μεγάλωνα, σε ένα τραγούδι των  Deep Purple , ο David Coverdale έλεγε:  «B B on stage with Lucille». Έψαξα να βρω ποιος είναι ο ΒΒ, ποια η Λουσίλ. Αυτό, τώρα, δεν υπάρχει. Τα παιδιά κατακλύζονται από πληροφορίες, δε μπαίνουν καν στη διαδικασία να ψάξουν τι λέει ο άλλος, γιατί το λέει, να φύγει το μυαλό τους λίγο παραπέρα. Το κακό με την υπερπληροφόρηση είναι ότι ο άλλος δεν ονειρεύεται. Προσωπικά, άκουγα ένα δίσκο και μου έφερνε εικόνες στο μυαλό, χωρίς να ξέρω ποιος τραγουδάει, χωρίς να τον έχω δει ποτέ. Πλέον, δε μένει τίποτα στη φαντασία, υπάρχουν όλα, τους βλέπεις όλους και στο τέλος δεν ξέρεις τι να διαλέξεις. Είναι λίγο μπερδεμένος ο κόσμος, δεν έχει αναπτύξει κριτήριο.

Υπάρχει όμως κοινό που θέλει καινούρια πράγματα και δεν έχει αγκυλώσεις σχετικά με τη μουσική.

Όντως  και δεν είναι καθόλου μικρό κοινό. Η σκηνή για την οποία μιλάω, αριθμεί στην Αθήνα πάνω από 500 συγκροτήματα. Ένας τόσο μεγάλος αριθμός δε μπορεί να απευθύνεται σε μικρό κοινό. Υπάρχουν πολλές χιλιάδες άτομα που ασχολούνται με αυτά τα γκρουπ. Απλά, εκτός από αυτούς που παρακολουθούν, ξέρουν ότι κάτι γίνεται και το ψάχνουν, οι υπόλοιποι είναι στην άγνοια. Υπάρχει κι ένας «ρατσισμός» απέναντι στους ανθρώπους που ασχολούνται με μουσικά είδη που δεν είναι ελληνικά. Ούτε τα τσιφτετέλια είναι ελληνικά βέβαια, αλλά έτσι τα βαφτίσαμε κι αυτό έχει παίξει κάποιο ρόλο.

Σας έχουν προσεγγίσει δισκογραφικές εταιρείες;

Πολλές φορές, αλλά όπως είπα, προσπαθούμε να βρούμε το λόγο. Στην Ελλάδα, κι ας μη θέλουμε να το παραδεχτούμε, οι άνθρωποι κρίνουν χωρίς να ακούσουν, χωρίς να δουν. Ύστερα, υπάρχει το θέσφατο της τηλεόρασης. Αφού το λέει η τηλεόραση, έτσι είναι. Άνθρωποι σε διάφορους τομείς, όχι μόνο στη μουσική, αναγκάζονται να αναζητήσουν την τύχη τους αλλού. Μας έχουν προσεγγίσει από το εξωτερικό για να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας, σε μουσικά προηγμένες χώρες, όπως η Αγγλία, η Σουηδία, η Νορβηγία. Το ίδιο και σε χώρες της Βαλκανικής, με τις οποίες ήδη έχουμε  συνεργασίες, σύντομα μάλιστα θα κάνουμε αρκετά ταξίδια εκεί. Πριν λίγα χρόνια, δουλέψαμε στη Σκιάθο. Γνωρίσαμε πάρα πολλούς ανθρώπους, μουσικούς, τραγουδιστές.. ανοίξανε πόρτες για μας στο εξωτερικό, τη στιγμή που δε μπορέσαμε να ανοίξουμε πόρτες εδώ στην Ελλάδα. Είναι τρομερό αυτό. Οι Purple Overdose, ένα ελληνικό ψυχεδελικό συγκρότημα,  έχουν στην Ιαπωνία fun club με πάνω από 50.000 μέλη κι εδώ δεν τους ξέρει κανείς. Βρισκόμαστε κυριολεκτικά στον τόπο που τρώει τα παιδιά του.

Δεν αλλάζουν τα πράγματα; 

Δεν ξέρω. Παρακολουθώ τα talent shows, που πάνε τα νέα παιδιά. Βλέποντας τους κριτές, καταλαβαίνεις. Τι να αλλάξει; Πώς να αλλάξει;  Πως μπορεί π.χ. μια αποκλειστικά λαϊκή τραγουδίστρια,  να κρίνει κάποιον που κάνει  jazz; Είναι σα να κρίνω εγώ έναν λυρικό τραγουδιστή. Παρόλο που είμαι μουσικός, δε μπορώ να το κάνω, είναι τελείως διαφορετικό πράγμα. Άκουσα την εν λόγω κυρία να λέει πως «ένας καλός τραγουδιστής μπορεί να τα πει όλα». Από πού προκύπτει αυτό; Δεν ξέρω, δε μπορώ να καταλάβω. Όλο αυτό έχει όμως να κάνει με το θεαθήναι,  την τηλεθέαση κι έτσι πολύς κόσμος το βλέπει  και νομίζει πως αυτοί είναι «κάποιοι» και πως μπορούν να κρίνουν τον οποιονδήποτε. Είναι απλώς άνθρωποι που είχαν καλές δημόσιες σχέσεις, έκαναν κάποιες  έξυπνες επαγγελματικές κινήσεις και έγιναν διάσημοι. Όπως είπε πολύ σωστά η  Νατάσα Θεοδωρίδου, δε μπορείς  να κρίνεις κάποιον που θα τραγουδήσει κάτι διαφορετικό από εσένα, hard rock ας πούμε. Και εκτός αυτού, τι να κρίνεις μέσα σε τρία λεπτά; Όλοι αυτοί πουλάνε ελπίδες, σε μια κορεσμένη αγορά, καθώς δεν υπάρχει χώρος για άλλους, να το πω ωμά. Δε γίνεται να έχουμε πληθυσμό δέκα εκατομμύρια και τα δυο από αυτά να είναι τραγουδιστές. Έχουμε δει πολύ καλά πόσοι έχουν πάει και πόσοι έκαναν καριέρα τελικά. Το ποσοστό είναι απειροελάχιστο.

Η Ελλάδα δε μπορεί πληθυσμιακά να στηρίξει τόσους καλλιτέχνες.

Η Ελλάδα και η Κύπρος, μην την ξεχνάμε. Ας σκεφτούμε πόσους τραγουδιστές έχει η Κύπρος που κουβαλά και την αγγλική κουλτούρα. Είναι  μια χώρα με 600 – 700.000 κατοίκους, πόσους τραγουδιστές έχει; Δε γίνεται όμως να γίνουν όλοι τραγουδιστές, αυτό είναι το θέμα, για αυτό και πουλάνε ελπίδα στα παιδιά. Για μένα, την ελπίδα, όπως και το μέλλον το φτιάχνεις μόνος σου.  Δε μπορεί κανείς να μου πει αν είμαι καλός ή κακός. Ότι είμαι, είμαι για τον εαυτό μου. Πρέπει να παλεύω για να γίνομαι  καλύτερος. Επίσης, όποιος σου πει στη μουσική ότι «τα έμαθες» είναι μεγάλος ψεύτης. Δεν υπάρχει «τα’μαθα»  μαθαίνεις μέχρι να πεθάνεις. Συνεργάστηκα με μερικούς πολύ νέους ανθρώπους κι έμαθα πάρα πολλά από αυτούς. Είχαν σπουδάσει σε μεγάλα μουσικά πανεπιστήμια και μιλούσαν μια άλλη γλώσσα, διεθνή, μια γλώσσα που δεν υπήρχε πριν είκοσι χρόνια. Μου έδωσαν  άλλη οπτική  για τη μουσική. Αυτό είναι πολύ ωραίο. Μέσα από τις σπουδές και την ενασχόληση πρέπει να ξεπηδάνε άνθρωποι της Τέχνης. Όχι από τις εκπομπές και τις μεγάλες πίστες, σύμφωνα με την εμφάνιση τους ή το ποιος πουλάει. Μιλάμε για Τέχνη. Ότι μουσικό είδος και να κάνουμε είναι Τέχνη. Η μουσική είναι τέχνη, δε μπορεί να σε διαλέγει κάποιος, επειδή είσαι αδύνατος και όμορφος. Οι τραγουδιστές δεν είναι μοντέλα. Αν έχεις και την εμφάνιση εντάξει. Θεωρώ όμως πως ζούμε στην εποχή που π.χ. οι μεγαλύτερες Ελληνίδες τραγουδίστριες ( Γαλάνη,  Πρωτοψάλτη, Αρβανιτάκη κ.α.) δε θα έκαναν καριέρα γιατί τα κριτήρια που έχουμε  με πρώτο την εξωτερική εμφάνιση, δεν τα πληρούν. Άκουσα σε ένα από τα talent shows  να λέει κάποιος για ένα διαγωνιζόμενο, «δεν έχει star quality». Τι είναι το star quality; Εδώ τα πράγματα είναι απλά: ή τα λες, ή δεν τα λες. Οι Gossip, που πριν λίγα χρόνια βγήκαν νούμερο ένα συγκρότημα στην  Αγγλία, έχουν μια υπέρβαρη τραγουδίστρια. Εδώ δε θα έκαναν ποτέ καριέρα. Η Adele δε θα έκανε ποτέ καριέρα. Σε αυτή τη χώρα ζούμε και καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολο είναι.

Το κάνεις όμως.

Το κάνεις επειδή δε σταματάς να ονειρεύεσαι. Είμαι μουσικός, αν σταματήσω να ονειρεύομαι θα σταματήσω τη μουσική. Μουσικός και καλλιτέχνης, αυτό σημαίνει. Το όνειρο είναι μέσα σου. Ονειρεύεσαι ότι μπορείς να κάνεις πράγματα. Αν αυτό σταματήσει, πρέπει να κάνεις κάτι άλλο. Ακόμα κι εμείς που ασχολούμαστε με διασκευές, δημιουργούμε. Δεν αντιγράφουμε, διασκευάζουμε, υπάρχει διαφορά. Παίρνεις το κομμάτι και βάζεις κάτι δικό σου μέσα του. Θα βγεις για να τραγουδήσεις και θα είσαι εσύ. Δε σταματάς να είσαι εσύ. Όταν διασκευάζεις, δεν είναι το δικό σου τραγούδι, απλά πρέπει να το αποδώσεις με το δικό σου τρόπο κι αυτό καμιά φορά είναι πιο δύσκολο.

Πού σας βρίσκουμε φέτος;

Από πέρυσι παίζουμε σταθερά  σε ένα πολύ ωραίο χώρο στο Χαλάνδρι το «The Zoo»,  τη  νέα μουσική σκηνή της πόλης, όπως είπα και παραπάνω. Επίσης κάθε Παρασκευή είμαστε στο ADESSO στο κέντρο του Πειραιά.  Είμαστε πολύ χαρούμενοι για αυτές  τις συνεργασίες.  Επίσης έχω μια πολύ επιτυχημένη συνεργασία με το Vinyl Café στο Δάσος Χαιδαρίου. Ένα μικρό cozy bar, με ένα φοβερό νέο παιδί ιδιοκτήτη, από τους ανθρώπους που σπάνια συναντάς στην δουλειά. Εκεί είμαι καλλιτεχνικός διευθυντής και φτιάχνω το πρόγραμμα των live του χώρου, δίνοντας έμφαση στην ποιότητα αυτού που παρουσιάζουμε. Φυσικά είστε όλοι προσκεκλημένοι σε ότι κάνουμε.