Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη
Η Μικρασιατική καταστροφή αναμφίβολα υπήρξε μια απερίγραπτη τραγωδία για τον Ελληνισμό, με οδυνηρότατες επιπτώσεις σε ανθρωπιστικό, οικονομικό, πολιτικό, διπλωματικό, στρατιωτικό και ψυχολογικό επίπεδο. Γιατί όμως ηττηθήκαμε, παρά το γεγονός ότι, στο ξεκίνημα της Μικρασιατικής εκστρατείας, η Ελλάδα ήταν ισχυρή πολιτικά, ως σύμμαχος των Δυνάμεων της Αντάντ (νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) αλλά διέθετε και έναν εμπειροπόλεμο και αξιόμαχο στρατό, ο οποίος προερχόταν από τις θρυλικές νίκες των Βαλκανικών πολέμων και είχε συμβάλει καθοριστικά στις νικηφόρες μάχες που έδωσε η Αντάντ ενάντια στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) και τους συμμάχους τους (Βουλγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία);
Πρέπει να ξέρουμε ότι η Μικρασιατική εκστρατεία έγινε στα πλαίσια της υλοποίησης της περίφημης Μεγάλης Ιδέας, με την οποία είχαν γαλουχηθεί οι Έλληνες από τη δεκαετία του 1840 και μετά. Η Μεγάλη Ιδέα σήμαινε την ανασύσταση της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» και συνακόλουθα την αναγέννηση του παλαιού βυζαντινού μεγαλείου. Στόχευε στην απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων που ζούσαν υπό την αυταρχική οθωμανική διοίκηση και από το 1908 αντιμετώπιζαν την απειλή του εθνικιστικού κινήματος των Νεοτούρκων, οι οποίοι επιδίωκαν την εξόντωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών. Βρήκε τον εκφραστή της στο πρόσωπο του Ελευθέριου Βενιζέλου. Το πρόβλημα ήταν ότι κανείς, ούτε και ο ίδιος ο Βενιζέλος, δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο ουτοπική ήταν στην πραγματικότητα.
Στην πραγματικότητα, σε αυτό το εγχείρημα η Ελλάδα δεν είχε αντίπαλο μονάχα την Τουρκία και τους εθνικιστές του Κεμάλ Ατατούρκ. Είχε και αυτούς που θεωρούσε συμμάχους της. Γιατί οι μεγάλες Δυνάμεις της Αντάντ, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Ρωσία, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν χωρίσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε σφαίρες επιρροής, για να αποκομίσουν στο μέλλον μέσω της οικονομικής διείσδυσης τα μέγιστα δυνατά οικονομικά οφέλη. Η Ελλάδα βγήκε στον πόλεμο ως σύμμαχος της Αντάντ χωρίς να ζητήσει εγγυήσεις για τα κέρδη που θα αποκόμιζε από μια τέτοια συμμαχία, αλλά βασιζόταν σε υποσχέσεις και στην «καλή θέληση» των συμμάχων. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι, σε αυτό το οικονομικό-διπλωματικό παιχνίδι, ένας ακόμη διεκδικητής δεν ήταν ευπρόσδεκτος, ακόμα και αν είχε πανάρχαια εθνολογική βάση στη Μικρασία. Αυτό θα πει ότι η Μικρασιατική εκστρατεία ήταν εξ αρχής καταδικασμένη.
Οι σύμμαχοι ευνόησαν την Ελλάδα μέχρι το σημείο που δεν θίγονταν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα. Από εκεί και πέρα όμως…
Ήδη από τον Μάιο του 1919 ο ελληνικός στρατός είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη με σκοπό την «τήρηση της τάξης» και με την υποστήριξη του αγγλικού στόλου. Αυτό εξυπηρετούσε τους Αγγλογάλλους, που διατηρούσαν στρατό στην περιοχή των Στενών. Όταν στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 υπογράφηκε η περίφημη Συνθήκη των Σεβρών, θεωρήθηκε διπλωματικός «θρίαμβος» για την Ελλάδα και τον Βενιζέλο. Συγκεκριμένα, παραχωρούνταν στην Ελλάδα η Ανατολική Θράκη (εκτός από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης και των Στενών, που παρέμεναν υπό τον έλεγχο των Συμμάχων), η Ίμβρος, η Τένεδος και τα Δωδεκάνησα (πλην της Ρόδου) και επισημοποιούνταν η ελληνική κυριαρχία στα υπόλοιπα νησιά του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου. Η Ελλάδα θα είχε την προσωρινή διοίκηση και κατοχή της περιοχής της Σμύρνης και μετά από πέντε χρόνια οι κάτοικοι με δημοψήφισμα θα αποφάσιζαν την προσάρτησή της στην Ελλάδα. Φυσικά, οι Ευρωπαίοι ήξεραν ότι μέσα σε πέντε χρόνια θα μπορούσαν να έρθουν τα πάνω κάτω. Η Συνθήκη αυτή χαρακτηρίστηκε «εύθραυστη όπως οι πορσελάνες των Σεβρών», επειδή αμέσως μετά την υπογραφή της οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι άρχισαν να επιδιώκουν την αναθεώρησή της. Την είχαν υπογράψει για να κερδίσουν χρόνο. Αρνήθηκαν να προσφέρουν οποιαδήποτε στρατιωτική ενίσχυση στην Ελλάδα. Συνεπώς, η Ελλάδα μόνη της θα πολεμούσε για να επιβάλει τη Συνθήκη στους Τούρκους. Εννοείται ότι οι Τούρκοι με ηγέτη τον Κεμάλ δεν την αναγνώρισαν και αγωνίστηκαν σκληρά για να την ακυρώσουν. Στην ουσία η Συνθήκη των Σεβρών παρέμεινε νεκρό γράμμα και στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Κατά τα άλλα, ήταν «θρίαμβος»…
Ένα άλλο πράγμα που δεν είχαν αντιληφθεί οι Έλληνες, ήταν ότι, ακόμα και αν η περιοχή της Σμύρνης γινόταν ποτέ επίσημα ελληνική, θα ήταν δύσκολο να την κρατήσουν, γιατί δεν είχε εδαφική συνέχεια με τη μητροπολιτική Ελλάδα. Είναι πιο εύκολο να κρατήσεις εδάφη που είναι συνέχεια των εδαφών σου, όπως η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Δυτική Θράκη. Υπό αυτήν την έννοια, η Ανατολική Θράκη ήταν πολύ πιο ρεαλιστικός στόχος, τη στιγμή μάλιστα που η Ρωσία/Σοβιετική Ένωση είχε αποσύρει το ενδιαφέρον της για αυτήν και η Ελλάδα διέθετε στρατό για να την ελέγχει. Επίσης, για τον ίδιο λόγο είναι πολύ πιο εύκολο να κρατήσεις στην κυριαρχία σου νησιά. Και κάτι ακόμα: Αν η Σμύρνη γινόταν ελληνικό έδαφος, θα παρήκμαζε, γιατί η Τουρκία δεν θα είχε κίνητρο να διοχετεύει στο λιμάνι της τα εμπορεύματα της Ανατολής. Θα προτιμούσε άλλες πόλεις-λιμάνια της Μικρασίας, που θα είχαν παραμείνει τουρκικές.
Το Νοέμβριο του 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές από το φιλοβασιλικό κόμμα της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», που είχε ηγέτη τον Δημήτριο Γούναρη. Η κυβέρνηση Γούναρη επανέφερε στον θρόνο τον εξόριστο βασιλιά Κωνσταντίνο, τον οποίο οι Σύμμαχοι της Αντάντ αντιπαθούσαν ως «γερμανόφιλο». Υποτίθεται ότι έτσι οι Σύμμαχοι βρήκαν «πάτημα» για να αποσύρουν την όποια στήριξη παρείχαν προς την Ελλάδα. Και έτσι το σκηνικό άλλαξε…
(Συνεχίζεται)