Γράφει η Άννα Παχή
Κάποια στιγμή στο γραφείο, μια συνάδελφος ανέβηκε στο γραφείο μου σκασμένη στα γέλια λέγοντας: «Δε μπορείς να φανταστείς τι βρήκα στην τσάντα μου». Πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Εκρηκτικά, εντομοκτόνα, παλιές τσίχλες… Τελικά, ήταν απλώς μπάμιες. Της τις έδωσε ο πατέρας της («βάλτες στην τσάντα σου να μην τις κρατάω») για το σπίτι. Μια από αυτές εκτίμησε το περιβάλλον και προτίμησε να γλιστρήσει από τη σακούλα στην τσάντα, από το να βρει το δρόμο της σε κάποιο στομάχι.
Λίγο μετά την επίσκεψη της μπάμιας, αποφάσισα να δω τι περιείχε η τσάντα μου: Πορτοφόλι, τη θήκη με τα γυαλιά ηλίου, ένα κραγιόν, εφόδια για τις δύσκολες μέρες, μια καρτέλα ντεπόν, σημειωματάριο (και στυλό, ναι), κινητό, φορτιστή κινητού, τα ακουστικά του κινητού, αρωματικά μαντηλάκια, ένα λαστιχάκι για τα μαλλιά, ένα κλάμερ, τσίχλες, ομπρέλα, μίνι φορητό τασάκι και τα κλειδιά μου. Αν ήταν χειμώνας θα είχε επίσης γάντια, ανταλλακτικό καλσόν και οπωσδήποτε μια σοκολάτα. Κατά καιρούς στοιβάζω κασκόλ, τοστάκια, λογαριασμούς που θέλω να πληρώσω, συνδετήρες, post it με τηλέφωνα και διευθύνσεις κι ότι άλλο επιτάξει η ανάγκη.
Πόσες φορές έχουμε φάει ολόκληρα τέταρτα ψάχνοντας κάτι μέσα στην τσάντα μας; Αυτό το κινούμενο σπίτι, που τα έχει όλα; Πόσες φορές ως γυναίκες έχουμε γίνει αντικείμενα χλευασμού από τους άνδρες, επειδή κουβαλάμε ένα σωρό τζατζαλομάντζαλα; Πολλές. Πάρα πολλές. Φταίμε κι εμείς. Ότι πέσει στο χέρι μας το πετάμε μέσα. Εννιά φορές στις δέκα ξέρουμε πως δε θα το χρειαστούμε για την επόμενη δεκαετία. Όμως, σκεφτόμαστε: «κι αν;» Και δώσ’ του χώνουμε.
Πέφτει χοντρό δούλεμα για αυτές τις τσάντες. «Που το πας το μπαούλο», «θα σου πέσει η μέση», «τι τα θέλεις όλα αυτά που κουβαλάς» είναι μερικά μόνο από όσα ακούει κατά καιρούς μια γυναίκα για το περιεχόμενο της τσάντας της. Συνήθως, οι άλλοι έχουν δίκιο. Κουβαλάμε ένα σωρό βλακείες που σπάνια χρησιμοποιούμε. Αυτή όμως είναι και η λέξη κλειδί: «σπάνια». Όταν προκύψει η ανάγκη, όλοι σε μας – ή μάλλον στις τσάντες μας – απευθύνονται. «Μήπως έχεις κανένα παυσίπονο», «μήπως σου βρίσκεται κάποιο στυλό», «δώσ’ μου κάτι να γράψω» και λοιπά τέτοια.
Όσο για τους άντρες; «Βάλε τα κλειδιά (πορτοφόλι/ κινητό) στην τσάντα σου, μωρό μου, να μην τα κουβαλάω». Το καλοκαίρι. Το χειμώνα, τα μπουφάν που φοράνε έχουν τόσες τσέπες (και όλες γεμάτες πράγματα) που θα τους διευκόλυνε περισσότερο ένα τσαντίδιο. (Τσάντα κράτησε μόνον ο Τζόι στα «Φιλαράκια»). Ευτυχώς η μόδα αποφάσισε να τους διευκολύνει και τους επιτρέπει να κουβαλάνε εκδρομικά σακίδια και κυριλάτους χαρτοφύλακες. Πάντως, δεν έχω ακούσει άνδρα να ρωτά άνδρα αν έχει ασπιρίνες. Ο άνδρας ξέρει που θα απευθυνθεί.
Όσο για το ερώτημα του τίτλου, θα παραμείνει αναπάντητο. Όταν ψάχνουμε κάτι και δεν το βρίσκουμε, παρά μόνο μετά από ώρα, θα θεωρούμε τις τσάντες μας εφιαλτικό γιουσουρούμ. Όταν υπάρξει άμεση ανάγκη που η τσαντούλα μας καλύψει, θα πρόκειται για την ονειρική σπηλιά του Αλή Μπαμπά. Καλές εξερευνήσεις κορίτσια και μη μασάτε. Έστε έτοιμες για όλα, όπως πάντα.