Σημαντικό μέρος της ελληνικής θεατρικής ιστορίας, ευγενέστατος, προσηνής και πάντα απλός, ο Γιώργος Αρμένης δεν χρειάζεται συστάσεις.

Πείτε μας δυο λόγια για το ρόλο σας στο έργο “Κάποτε στο Βόσπορο”.

Χρειάστηκε να τον μάθω σε είκοσι μέρες. Στην αρχή τον είχε αναλάβει ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, καλός φίλος, που δεν μπορούσε όμως να συνεχίσει. Είχα ήδη δει την παράσταση όταν μου το πρότεινε ο Μάρκος Τάγαρης, ο παραγωγός και δέχτηκα. Φυσικά δεν είμαι ο Ιεροκλής, πιστεύω όμως πως έδωσα μια άλλη διάσταση. Ο Φραγκίσκος Μελαχρινός είναι λαϊκός άνθρωπος, που έχει παιδευτεί στη ζωή του. Κάποια στιγμή λέει “καλύτερα ανεμοδαρμένος παρά να σαπίζω στις λάσπες”. Κληρονόμησε μέρος μιας ‘ταβερνίτσας’ όπως τη λέει. Με το επιχειρηματικό του δαιμόνιο και ένα δάνειο από έναν φίλο του Τούρκο, την κάνει κοσμικό κέντρο. Επίσης, μεγάλωσε και σπούδασε τον ανιψιό του που ορφάνεψε από μικρός. Τον έστειλε στη Ροβέρδειο, πολύ καλή σχολή που τέλειωσε κι ο δάσκαλός μου, Κάρολος Κουν και κατόπιν στη Γερμανία, τον καιρό που  ανέβαινε ο φασισμός. Στην Τουρκία κυβερνούσε ο Ινονού, που ήταν – θα έλεγα – ένας άλλος Ταγίπ Ερντογάν. Ο Ινονού δεν τα πήγαινε καλά με τους Έλληνες. Οι Κωνσταντινουπολίτες πάλι, είχαν μια άλλη σκέψη τότε. Όταν κάηκε η Σμύρνη σκεφτόντουσαν πως το γεγονός δεν θα τους άγγιζε. Υπήρχε μια αντιπαλότητα μεταξύ των πόλεων, όπως συμβαίνει κι εδώ. Δεν μπορεί μια κυβέρνηση να “στεριωθεί” καλά. Φωνάζει η αντιπολίτευση, τα πιο μικρά κόμματα, φωνάζουν όλοι. Είναι μια εποχή που δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Αν δει κανείς το έργο βλέπει τη σημερινή κατάσταση. Τότε οι Τούρκοι ήθελαν να ξεκληρίσουν τους Έλληνες. Έκαψαν τη Σμύρνη, μια πόλη από ξυλόσπιτα. Μεταξύ του 1939 και του 1955 έφυγαν όλοι. Στην Ελλάδα κυβερνούσε ο Μεταξάς. Το έργο μιλά για τις ιστορίες των ανθρώπων, τα παιδιά που μεγαλώνουν, πως ζουν αυτές τις καταστάσεις, πως αντιδρούν οι μεγαλύτεροι στην αλλαγή. Και φυσικά, για την καταστροφή που συνέβη. Ο Φραγκίσκος κάνει ότι μπορεί για να επιβιώσει. Είναι γυναικάς, του αρέσει το γυναικείο φύλο. Όταν γυρίζει ο ανιψιός του αναστατώνεται από τις καινούριες ιδέες του. Τον δυσκολεύει πάρα πολύ.

Δεν προσπαθεί μόνο να επιβιώσει, αλλά να κάνει κάτι καλύτερο.

Όντως, βελτίωσε τη ζωή του. Με βοήθησε πολύ η Σοφία Σπυράτου που σκηνοθετεί το έργο, κι έτσι, τον “φόρεσα”. Από τότε που βγήκα στο θέατρο – ίσως να με έμαθε ο Κουν έτσι – προσπαθώ να βρίσκω τον άνθρωπο στον ρόλο, να τον βλέπω σε όλες τις εκφάνσεις του, έτσι ώστε να μπορώ να “καλλιεργήσω” έναν ήρωα που δεν θα είμαι εγώ. Ο Φραγκίσκος ας πούμε, είναι ‘χύμα στο κύμα’. Φωνάζει, πράττει. Είναι κάτι που μου αρέσει.

Είστε στο θέατρο 53 χρόνια. Το έχετε δει να αλλάζει, πολλές φορές. Ποιά νομίζετε ότι είναι η μεγαλύτερη διαφορά;

Αν το θέατρο δεν άλλαζε, θα ήταν ‘μουσείο’. Δεν θα πήγαινε κανείς. Υπάρχει πάντα η νέα γενιά, η νέα οπτική. Αλλάζουν τα χρώματα, οι ταχύτητες, πολλά πράγματα. Εμείς μεγαλώσαμε πια. Παλιότερα οι παραστάσεις ήταν αλλιώς, με άλλον λόγο, τονισμό. Τώρα είναι πιο σύγχρονα, όλα. Αυτή είναι η εποχή. Θα αλλάξει ξανά, όταν αλλάξει πάλι η γενιά. Παλιά μετρούσαμε δεκαετίες, τώρα ο κόσμος αλλάζει σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα. Αυτή η αλλαγή είναι υγιές στοιχείο. Χαίρομαι για αυτό. Βλέπω καινούριες, μικρές παραστάσεις, όπου γίνονται πειραματικά πράγματα και, ζηλεύω κιόλας καθώς ο δικός μου τρόπος στη σκηνοθεσία είναι διαφορετικός. Καταρχάς τώρα υπάρχει συχνά η τεχνολογία  στις παραστάσεις, με την οποία δεν έχω κανένα πάρε – δώσε. Έχω τον γιό μου τον Κωνσταντίνο όμως, που τα φτιάχνει όλα.

Είναι πολύ ωραίο να συνεχίζεται μια κατάσταση από πατέρα σε γιό.

Είναι όντως, πάρα πολύ όμορφο. Είναι εδώ, έχει τη σχολή, το θέατρο, αν και τελείωσε το Πάντειο. Σπούδασε στο εξωτερικό σκηνοθεσία, για δυο χρόνια. Τον βοήθησα σε ότι μπορούσα, διότι ήθελα να είναι ελεύθερος. Όταν μου είπε πως θέλει να βγει στο θέατρο, τον ρώτησα αν το σκέφτηκε καλά, έχοντας δει πως παιδεύτηκα εγώ. Μου απάντησε πως το ήθελε παρόλα αυτά και είπα ‘κάντο’. Τον μεγαλώσαμε με τη γυναίκα μου “ελευθέρας βοσκής”! Δεν τον πιέσαμε σε τίποτα. Είναι ευγενής, διαβάζει, ξέρει τέσσερις γλώσσες, έρχεται από τα βιβλιοπωλεία με τσάντες βιβλία.. Προχώρησε. Είμαι πολύ περήφανος για αυτόν. Άλλωστε, μόνον αυτόν έχω πια. Κι όταν εγώ φύγω, θα μείνει μόνος του. Δεν έχει αδέρφια κι αυτό με απασχολεί. Φυσικά έχει τα εφόδια, αλλά και πάλι ανησυχώ.

Σκηνοθεσία, βιβλία, γράψιμο, θέατρο.

Νιώθω πλούσιος μέσα μου με όλα αυτά. Ήθελα πάντα να κάνω πολλά πράγματα, να μην μείνω μόνο στην υποκριτική, που είναι βέβαια το πρώτο για μένα. Είδα πως τα πήγα καλά εκεί και σκέφτηκα ‘γιατί να μην γράψω, αφού έχω μέσα μου τις ιστορίες;”. Πέρασα πάρα πολύ άσχημα στη ζωή μου, ήταν δύσκολες εποχές. Έκανα πολλές δουλειές για να βγάλω το μεροκάματο. Αλλά όλα αυτά, έμειναν πίσω όμορφα γιατί γνώρισα πολλούς χαρακτήρες, τον τρόπο ομιλίας, τις στάσεις τους. Όλα αυτά μετουσιώθηκαν σε ιστορίες που ήθελα να γράψω κι έτσι, έγραψα. Το πρώτο μου έργο ήταν η “Πρόβα”  για έναν ξάδερφό μου στο χωριό, στην Κληματιά Ιωαννίνων. Το δεύτερο ήταν ‘Το σόι”, με ανθρώπους που ήξερα πολύ καλά. Το ανέβασε ο Κουν, του άρεσε πάρα πολύ. Μου έλεγε συνέχεια τι ωραίο που είναι.

Τον αναφέρετε πάρα πολύ συχνά, σα να ζείτε ακόμη μαζί του.

Λάτρεψα τον Κάρολο Κουν. Όταν κατέβηκα στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, είδα τις φωτογραφίες, τον χώρο που φωτιζόταν από μια λάμπα, κι εκείνον. Μιλήσαμε με στόχο να συνεργαστούμε, να κάνουμε πράγματα.. Κανείς άλλος δεν μου είχε μιλήσει με αυτόν τον τρόπο μέχρι τότε. Όπου πήγαινα – στις άλλες δουλειές εννοώ – αντιμετώπιζα άσχημες συμπεριφορές. Εδώ είχα έναν άνθρωπο ευγενικό, με ωραίο μυαλό και μορφή. Είχα σκεφτεί τότε πως δεν επρόκειτο να κάνω τίποτε άλλο, δεν ήθελα τίποτε άλλο. Καθόμουν εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Πριν ξεκινήσω τα μαθήματα, ταχτοποιούσα τα έπιπλα, έστηνα σκηνικά για τις πρόβες, τον φρόντιζα. Αν καμιά φορά του έπαιρνα μια τυρόπιτα, μου έλεγε ‘μην ξοδεύεσαι’. Δέθηκα πολύ μαζί του και με το θέατρο.

Θυμόμαστε πάντα την ερμηνεία σας στον ‘Πρίγκιπα’.

Του Τάσου Ψαρρά. Ήταν μεγάλη επιτυχία όλων μας. Βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Μήτσου Κασόλα και μπήκα αμέσως στον ρόλο γιατί τον ήξερα σαν άνθρωπο, σαν τύπο, όταν ζούσα ακόμη στην επαρχία. Πιστεύω πως μου ‘πήγε’ πάρα πολύ καλά. Με φώναζαν ‘πρίγκιπα’ για χρόνια μετά και μου άρεσε. Ο Κουν δεν μας άφηνε να κάνουμε τηλεόραση. Συχνά μου έλεγε να σπρώξω πίσω τα μαλλιά μου γιατί ‘μοιάζεις με πρίγκιπα’. Όταν λοιπόν μου πρότειναν τον ρόλο τον θυμήθηκα αμέσως.

Πιστεύω πως όπου κι αν έχετε εμφανιστεί έχετε δώσει αυτό το “κάτι” και – το ιστορικό πλέον – “Ηλία Ρίχτο!”

Αυτό ναι, έγινε viral.

Όλοι λένε πως ο Μάκης ήταν ένας νεοέλληνας, νεόπλουτος, του δώσατε όμως μια  τραγικότητα. Δεν γκρέμισε το ‘Βιετνάμ’ για πλάκα.

Ο Μάκης βάζει φωτιά γιατί θέλει να καεί και ‘καίγεται’. Τα είχε ήδη γκρεμίσει όλα, όπως την οικογένειά του, κι έτσι ξεκινά αυτό το κομμάτι του ‘Όλα είναι δρόμος”. Στο γύρισμα, εκεί που μιλά στα παιδιά του μέσα από έναν τηλεφωνικό θάλαμο, έκλαψα, εγώ, ως Γιώργος. Όταν είδα την ταινία – καθώς δεν πήγαινα να τη δω στο μόνιτορ, ποτέ δεν βλέπω κάτι στο μόνιτορ, ξέρω τι ‘δίνω’ και νομίζω πως ο κάθε ηθοποιός το ξέρει αυτό -, μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η πρώτη σκηνή. Όπως και μια άλλη που δεν μιλούσα, όταν πήγε να με σκοτώσει ένα τρένο. Στο γύρισμα όντως έφτασα πολύ κοντά στο τρένο, πέρασε ξυστά μου. Μάλιστα λίγο πιο κάτω σταμάτησε, ο οδηγός νόμισε πως με χτύπησε. Θύμωσε πάρα πολύ, φώναξε την Αστυνομία, η οποία μας πήγε όλο το συνεργείο στο τμήμα.

Πολύς κόσμος θα ήθελε να πει και να κάνει κάτι αντίστοιχο με τον Μάκη πάντως.

Ναι, να τα σπάσει όλα και να φύγει, ίσως επειδή πνιγόμαστε μέσα στις πόλεις. Ο Μάκης ήταν επαρχιώτης, την εποχή που δινόντουσαν οι επιδοτήσεις για εργοστάσια. Όπως και πολλοί άλλοι, ο Μάκης έτρωγε τα λεφτά αυτά, αλλού. Για αυτό πήγαινε στο ‘Βιετνάμ’, το οποίο τελικά κατεδάφισε.

Γενικά οι δουλειές που έχετε κάνει είναι δικές σας με την έννοια ότι δίνετε πάντα κάτι από τον εαυτό σας.

Εννοείται. Αν κάποιος θέλει να τυποποιηθεί σε μια μανιέρα το κάνει. Συχνά αυτό φέρνει  χρήματα, όπως συνέβαινε με τον κινηματογράφο παλαιότερα. Προσωπικά, ψάχνω πάντα τον άνθρωπο σε κάθε ρόλο και τον ψάχνω πολύ. Είτε πρόκειται για ρόλο στο θέατρο είτε για ήρωα βιβλίου.

Ίσως έχει να κάνει με τις τόσες πολλές εμπειρίες σας. Ζήσατε πάρα πολλά και εκτός θεάτρου και το ‘καλό’ αν μπορώ να το πω έτσι, είναι πως βγαίνουν στην τέχνη σας. Και με καλοσύνη, όχι με πικρία, παρά τις δυσκολίες.  

Ξέρεις όμως, ήταν και όμορφα. Παίζαμε στις αλάνες. Θυμάμαι να ‘ρημάζω’  τα καρποφόρα δέντρα της γειτονιάς – επειδή πεινούσα. Πηδούσα τις μάντρες των σπιτιών, δεν υπήρχαν πολυκατοικίες τότε. Ήταν όμορφα. Το μεσημέρι μύριζες τα φαγητά που μαγείρευαν οι νοικοκυρές. Στους κεφτέδες ας πούμε, έβαζαν πολύ ψωμί για να ‘φτουρήσει’ και δυόσμο. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Αγιοκλήματα, γιασεμιά, νυχτολούλουδα.. Όλα αυτά άλλαζαν το μέσα σου, αισθανόσουν αλλιώς. Ήταν πολύ ανθρώπινα.

Πάντα όμως το θέατρο ήταν δύσκολο για κάποιον σαν απόφαση, ακόμα είναι.

Το έκανα κι εγώ αυτό το λάθος. Είπα στον γιο μου να τελειώσει το Πάντειο. Όταν πήρε το πτυχίο του, το έβαλε σε μια κορνίζα και το άφησε εκεί. Ο γονιός πάντα θέλει να εξασφαλίσει το παιδί του, ‘μάθε τέχνη’ που λένε. Είναι και καλό όμως να βγάλει κάποιος ένα πανεπιστήμιο. Οι σημερινοί ηθοποιοί είναι πολύ μορφωμένοι. Ξέρουν γλώσσες, γνωρίζουν την τεχνολογία, είναι καλό αυτό. Παλιά ήμασταν ξύλα απελέκητα, όπως μας έλεγε ο Κουν, ο οποίος, αυτά διάλεγε για να τα διαπλάσει όπως ήθελε. Μια φορά μιλούσαν ο Χατζηδάκης με τον Κουν στο γραφείο του. Πέρασα απέξω και με κάλεσαν μέσα. Ο Χατζηδάκης με είχε δει κι ήθελε να μου πει ότι του άρεσα. Μου είπε ‘να αφεθείς σα ζυμαράκι να σε πλάσει ο Κουν’ κι εκείνος του απάντησε ‘έχει αφεθεί’.

Ήταν καρμική σχέση αυτή που είχατε.

Μέχρι τώρα δεν έχω πει τη λέξη ‘πατέρας’. Την ακούω από το γιο μου, άκουγα άλλα παιδιά να τη λένε, εγώ όχι. Ο Κουν ήταν πατέρας μου, ο πιο καλός πατέρας που γνώρισα. Με διάλεξε και τον διάλεξα κι είναι πολύ σημαντικό να διαλέγεις κάτι, να το πιστεύεις, να προχωράς στη γραμμή που σου έδωσε. Να είσαι σεμνός, ηθικός, να έχεις ταπεινότητα. Να λες ‘δεν είμαι μεγάλος, είμαι μικρός και θα γίνω μεγάλος’ κάθε στιγμή. Προσπαθώ να το τηρώ ακόμη αυτό, δεν ξέρω πόσο θα πάει ακόμη.

Έχετε πει πως δεν φοβάστε τον θάνατο.

Γιατί να τον φοβηθώ; Η μόνη σκέψη όπως προείπα, είναι για τον Κωνσταντίνο που θα μείνει μόνος του, αυτό με πειράζει.

(Μας διακόπτει μια κυρία που θέλει να τον χαιρετήσει και να τον ευχαριστήσει)

Έχετε εισπράξει αγάπη από τον κόσμο.

Αυτό είναι αλήθεια. Με σταματούν στο δρόμο και με χαιρετούν πάντα με ευγένεια. Μου αρέσει πολύ. Είμαι άνθρωπος. Έχω βάλει στην άκρη τους θεατρινισμούς. Θα ανέβω στη σκηνή κι αυτό που υπάρχει, θα φανεί εκεί. Η ουσία του ανθρώπου δεν αλλάζει. Τώρα στον ‘Βόσπορο’ με τους αδερφούς Τάγαρη, αισθάνομαι ότι με αγαπούν και τους αγαπώ κι εγώ πάρα πολύ. Λαμβάνω επίσης αγάπη και σεβασμό από όλους τους συνεργάτες και το ανταποδίδω.

Είπατε κάποια στιγμή ‘στην τηλεόραση δεν με ‘παίζουν’.

Σήμερα, όλα τα τηλεοπτικά είναι σχεδόν καθημερινά και οι ταχύτητες με τις οποίες γίνονται τα πράγματα είναι πολύ μεγάλες. Έκανα έξι επεισόδια σε μια σειρά ταυτόχρονα με θέατρο, με τη Μιμή Ντενίση τότε και ήταν πολύ κουραστικό. Αυτά είναι για τους νέους και για όσους δεν κάνουν θέατρο την ίδια περίοδο. Το βλέπω και στον ‘Βόσπορο’, όλα τα παιδιά έχουν γυρίσματα το πρωί.

Η κα Μουμούρη είναι επίσης εξαιρετική στην παράσταση.

Με την Εύα είχαμε βρεθεί στις ‘Νεφέλες’ του Γιάννη Ιορδανίδη στο Εθνικό. Μαζευτήκαμε σε μια ταβέρνα έξω από τη Φλώρινα. Άρχισε να τραγουδά και να χορεύει. Τη θαύμασα. Βρεθήκαμε ξανά μετά από χρόνια στη ‘Λωξάντρα’. Εκεί έκανε μια λαμπερή υπηρέτρια και πάλι τη θαύμασα. Τώρα παίζει έναν πάρα πολύ ωραίο δραματικό ρόλο. Το κοινό την αποθεώνει.

Σίγουρα δεν έχετε μετανιώσει για αυτό που κάνετε. Θα αλλάζατε κάτι;

Είμαι ευτυχισμένος που διάλεξα αυτόν τον δρόμο, ήταν το θαύμα που έγινε στη ζωή μου. Το μεγάλο δώρο που μου δόθηκε. Τα σκαλιά που κατέβηκα, τότε στο υπόγειο. Δεν θα άλλαζα τίποτε. Έγινα χαρούμενος, ευτυχισμένος, παρά τις φωνές, τις γκρίνιες. Μου άρεσε να ελέγχω αν έχουν κλείσει τα φώτα, αν έχει κλειδώσει η πόρτα. Τα έκανα όλα.

Έτσι γνωρίζει κανείς το θέατρο από όλες του τις πλευρές.

Σε βάθος. Ακόμη και τώρα, φτιάχνω τα έπιπλα στις πρόβες, μου αρέσει. Είμαι πολύ χαρούμενος.

Σκεφτόμουν ότι δουλέψατε ως ναυτικός. Συνήθως όσοι πάνε στα καράβια έχουν το μικρόβιο της θάλασσας.

Είμαι βουνίσιος, πήγα στη θάλασσα από ανάγκη. Τα καράβια τότε ήταν σάπια και πάλευαν με τα κύματα. Θυμάμαι να μεταφέρουμε παλιοσίδερα στην Ιαπωνία. Σε μια τρομερή καταιγίδα φοβήθηκα τόσο που σκέφτηκα πως μόλις πιάσουμε λιμάνι τελείωσε η θάλασσα για μένα. Κι έφυγα.

Ευτυχώς. Κερδίσαμε πολλά από εσάς.

Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ όλους και τους θεατές που έρχονται να με δουν. Είναι κάποιας ηλικίας ξέρεις, οι νέοι δεν πολυέρχονται. Με γνωρίζουν περισσότερο σαν ‘Ηλία ρίχτο΄ παρά για τα άλλα. Είχα επίσης την τιμή να με βραβεύσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πήρα βραβεία από κάθε πόλη που πήγαινα.

Συμβαίνει αυτό, να κάνει ένας ηθοποιός τόσα πράγματα στο θέατρο και το κοινό να τον θυμάται από μια ατάκα σε μια ταινία, ή ένα σήριαλ.

Με φώναζαν ‘Πρίγκιπα’ για δυο χρόνια. Το “Ηλία ρίχτο” είναι από ταινία είκοσι ετών.

Νομίζω πως δεν διδασκόμαστε σωστά το θέατρο, από το σχολείο ακόμη. Το θεωρούμε ‘πολυτέλεια’

Γίνονται πολλές παιδικές παραστάσεις και οι περισσότερες είναι φτηνές παραγωγές που ‘χαζεύουν’ τα παιδιά δεν τους δίνουν κάτι ουσιαστικό. Αν βάλεις και τα κινητά, τα τάμπλετ κι όλα τα συναφή, διαμορφώνεται μια άλλη κουλτούρα. Στο σχολείο είναι πολλά αυτά που δεν γίνονται. Στα χρόνια μου, ο δάσκαλος μας έλεγε να φέρνουμε μια βέργα και με αυτήν μας χτυπούσε. Το κάναμε. Οι δάσκαλοι τότε τελείωναν το Σχολαρχείο, μην ξεχνάμε πως είχε μεσολαβήσει ένας πόλεμος. Ήμουν και λίγο πειραχτήρι βέβαια.

Τι θα λέγατε σε έναν νέο που θα ήθελε να κάνει θέατρο.

Αν το θέλει πολύ, να διαβάσει ποίηση, λογοτεχνία. Έχουμε υπέροχους ποιητές και λογοτέχνες. Έτσι θα μπορέσει να φτιάξει έναν κόσμο μέσα του, όχι να λέει απλώς λέξεις. Το συναίσθημα είναι απαραίτητο, χωρίς αυτό, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Αν θέλει να το κάνει, ας το κάνει. Να βγάλει μια Σχολή. Μια σχολή θεάτρου βοηθά γενικά, άσχετα αν θα ακολουθήσεις το επάγγελμα ή όχι. . Μαθαίνεις τους μεγάλους κλασικούς, τον Ίψεν, τον Στρίνμπεργκ, τον Ουίλλιαμς, τον Σαίξπηρ. Και το ελληνικό θέατρο φυσικά. Έτσι, ακόμη κι αν δεν έχει κάποιος το ταλέντο, γίνεται καλύτερος θεατής, καλύτερος άνθρωπος.

Υπάρχει υπερπροσφορά από ηθοποιούς, ανεβαίνουν πολλές παραστάσεις.

Η Αθήνα έχει τα περισσότερα θέατρα της Ευρώπης. Κάποια μεγάλα, γεμίζουν. Αλλά και μια καλή δουλειά θα βρει το δρόμο της. Το έζησα στη “Νεκρή Ζώνη” του Πίντερ, σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου,  που κάνει σωματικό θέατρο. Είναι υπέροχο έργο και ήμασταν γεμάτοι.

Αισιόδοξο, ειδικά τώρα που ο κόσμος βγαίνει ξανά.

Βγαίνει και ψάχνει παραστάσεις, ηθοποιούς, σκηνοθέτες. Οι αδερφοί Τάγαρη ας πούμε, πήραν το θέατρο Βεάκη, όπου έχω κάνει μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες μου. Την τελευταία φορά που πήγα εκεί, πριν το πάρουν τα παιδικά, ήταν σε κακή κατάσταση. Τώρα είναι ‘κούκλα’. Λάμπει και μπράβο τους. Έτσι πρέπει να είναι οι επιχειρηματίες. Και η παραγωγή που έκαναν στον ‘Βόσπορο’ είναι εξαιρετική.

Ετοιμάζετε κάποιο άλλο βιβλίο;

Σκέφτομαι για ένα μυθιστόρημα όπου θα γράψω για όλα τα θαυμαστά που έζησα και πως μπόρεσα από το ‘άγριο’ να βρεθώ στο φως. Όχι αυτοβιογραφικά, από μια άλλη οπτική.

Περάσατε πολύ δύσκολα, και πολιτικά.

Με διέγραψαν ως Τροτσκιστή και οπορτουνιστή μαζί με άλλους εικοσιέξι. Δεν ξέρω τι γίνεται με την πολιτική. Σκέφτομαι σοβαρά να μην ξαναψηφίσω, όπως έκανα μετά το δημοψήφισμα. Βλέπω πως δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, να φτιάξουν κάτι, να βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Θα έρθει η σειρά του καθενός να κυβερνήσει. Όταν με διέγραψαν στενοχωρήθηκα και θύμωσα. Με πήραν τα κλάματα. Με είδε ο Κουν και  ρώτησε τι έχω. Όταν του είπα με ξαναρώτησε “Ήσουν στο κόμμα;” “Ναι”, του απάντησα. Μου έριξε μια σφαλιάρα. Στην απορία μου γιατί το έκανε αυτό, απάντησε “Για σένα το κόμμα είναι το θέατρο”. Ήταν πολύ σωστός. Δεν μπορώ να πω ότι τρελαίνομαι με τους ανθρώπους αυτούς. Δεν θέλω καμία σχέση.

Σας πίκραναν.

Δε βαριέσαι…

 

“Κάποτε στο Βόσπορο” στο θέατρο ‘Βεάκη’

Πρωταγωνιστούν

Γιώργος Αρμένης, Αντώνης Καφετζόπουλος, , Δημήτρης Πιατάς, Θεοφανία Παπαθωμά, Ευαγγελία Μουμούρη, Ελένη Καρακάση, Παρθένα Χοροζίδου, Θανάσης Πατριαρχέας, Ντίνος Σπυρόπουλος ,Νεφέλη Κουλούρη,  Χλόη Μάντζαρη.

Τραγουδάει ο Γιάννης Διονυσίου και χορεύουν οι Αντιγόνη Χρόνη, Νάνσυ Κατσαρού, Αλέξανδρος Κεϊβανάη, Γιούργκεν Κυριάκης

Πού: Θέατρο Βεάκη, Στουρνάρη 32, Αθήνα, τηλ: 210 52 23 522/ 216 90 05 423

Κάθε Τετάρτη (Λαϊκή) στις 7:00, Πέμπτη 8:00, Παρασκευή 9:00, Σάββατο (Λαϊκή)   5:30 και 9.00 και Κυριακή 6.30

Διάρκεια: 120 λεπτά

Εισιτήρια:  Λαϊκή απογευματινή Τετάρτη και Σάββατο απόγευμα: 20 ευρώ

Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή: 25,20, 15 (φοιτητικό, ανέργων, παιδιά έως 12 ετών, ΑΜΕΑ)

Δεχόμαστε εισιτήρια ΟΓΑ. Ειδικές τιμές για group

Συγγραφέας: Άκης Δήμου

Σκηνοθεσία – χορογραφίες: Σοφία Σπυράτου

Σκηνικά – κοστούμια: Μανόλης Παντελιδάκης

Μουσική επιμέλεια – πρωτότυπη μουσική και τραγούδια: Νίκος Κυπουργός

Στίχοι Πρωτότυπων Τραγουδιών: Σταμάτης Δαγδελένης

Video art (βασισμένο σε ντοκουμέντα της εποχής): Νίκος Σούλης

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Φωτογράφοι: Γιώργος Καπλανίδης, Μαριλένα Αναστασιάδου

Οργάνωση Παραγωγής: Ντόρα Βαλσαμάκη

Παραγωγή: Θεατρικές επιχειρήσεις Τάγαρη

Επικοινωνία και Δημόσιες Σχέσεις: Βάσω Σωτηρίου – We Will

Προπώληση εισιτηρίων και κρατήσεις στο viva.gr και στο ταμείο του Θεάτρου.

 Διαβεβαιώνουμε το κοινό μας ότι η διεξαγωγή όλων των εκδηλώσεων είναι ασφαλής, τηρώντας όλα τα νέα υγειονομικά μέτρα που θέσπισε η Ελληνική κυβέρνηση.

Το Θέατρο θα λειτουργήσει ως Αμιγής Χώρος

Οι θεατές εισέρχονται κατόπιν υποχρεωτικής επίδειξης κατά την είσοδο :

[α] πιστοποιητικού εμβολιασμού ή

[β] πιστοποιητικού νόσησης που εκδίδεται τριάντα (30) ημέρες μετά από τον πρώτο θετικό έλεγχο και η ισχύς του διαρκεί έως εκατόν ογδόντα (180) ημέρες μετά από αυτόν.

Απαιτείται αστυνομική ταυτότητα ή δίπλωμα οδήγησης ή διαβατήριο ή άλλο αποδεικτικό ταυτότητας, προκειμένου να διενεργείται έλεγχος ταυτοπροσωπίας .

Τα ανωτέρω πιστοποιητικά επιδεικνύονται είτε σε έγχαρτη μορφή είτε ηλεκτρονικά μέσω κινητής συσκευής του θεατή.

Οι ανήλικοι από τεσσάρων (4) έως έντεκα (11) ετών, δύνανται να προσκομίζουν, εναλλακτικά, δήλωση αυτοδιαγνωστικού ελέγχου (self-test) τελευταίου εικοσιτετραώρου, στην οποία προβαίνει είτε οποιοσδήποτε γονέας, ακόμα και μη έχων την επιμέλεια, είτε κηδεμόνας. Δεν απαιτείται φυσική παρουσία του γονέα ή κηδεμόνα.