Με αφορμή την πρόσφατη βράβευση του Artpodcast.gr , η Γιώτα Τσιμπρικίδου μιλά στο iart.gr για τα Μέσα, την Τέχνη και την πολλή δουλειά που φέρνει αποτέλεσμα.

Πρόσφατα το Artpodcast βραβεύτηκε σε μια πολύ ωραία τελετή.

Ήταν πολύ μεγάλη χαρά, τόσο για μένα όσο και για την ομάδα μου. Δυο χρόνια πριν, όταν ξεκίνησε το Artpodcast δεν φανταζόμουν αυτό που συνέβη. Ήταν ένας τρόπος να διοχετεύσω την δημιουργικότητα τόσων χρόνων,  στη δουλειά. Όταν άρχισε το Artpodcast να ‘μπουσουλάει’ και ύστερα να περπατάει, οι συνεργάτες μου πρότειναν να το κατεβάσουμε στα βραβεία. Αρχικά μου φάνηκε τρελό. Είναι τόσοι οι όμιλοι, κι ο κάθε ένας έχει τα δικά του podcasts.. Όχι πως δεν πίστευα στη δουλειά μου, πραγματικά αξίζει τον κόπο να το δεις, να το ακούσεις, να το ακολουθήσεις. Είναι όμως μια ανεξάρτητη παραγωγή. Η ομάδα επέμεινε  και τελικά το κάναμε. Όταν ήρθε το περιβόητο mail που έλεγε πως λάβαμε το χρυσό βραβείο στην κατηγορία Podcast –  Πολιτισμός, η χαρά μου ήταν σα μικρού παιδιού, μου φάνηκε κάτι πολύ μεγάλο για κάτι που ξεκίνησε με τόση πολλή αγάπη. Ήταν πολύ ωραία στιγμή, ήταν πολύ ωραίο να βλέπεις αυτό που έχεις δημιουργήσει να συναγωνίζεται με brands μεγάλα και φτασμένα και να αποκτάς ένα μικρό κομμάτι σε αυτό που λέγεται Τέχνες – Πολιτισμός στα Μέσα. Αυτό, μαζί με την αγάπη του κόσμου μου αρκεί και θα μου αρκεί για πάντα.

Πως ξεκίνησε; Ποια ήταν η πορεία του;

Δραστηριοποιούμαι στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση από το 2018 και όλο αυτό το διάστημα υπήρξε μια τρελή κούρσα από εκπομπή σε εκπομπή. Είναι χαρακτηριστικό ότι επί εικοσιτέσσερα συνεχόμενα χρόνια ξεκουραζόμουν μόνον κάθε Αύγουστο. Όλους τους υπόλοιπους μήνες ήμουν σχεδόν καθημερινά στον αέρα ενός ραδιοφώνου. Χρειάστηκα ένα διάλειμμα, συνδυαστικά με το γεγονός πως ήθελα να αλλάξω ρεπερτόριο, κι από το mainstream να περάσω σε κάτι άλλο, πιο «ενήλικο» για μένα.  Ήταν η πρώτη φορά που σταμάτησα να τρέχω σαν τον – αυτό που λέμε – αγαπημένο Βέγγο. Βρήκα χρόνο να κάνω πράγματα για μένα. Αυτό βεβαίως, όλοι οι Έλληνες το πάθαμε, λόγω κορονοϊού. Ξαφνικά βρήκαμε χρόνο να δούμε καλύτερα κάποια πράγματα. Απλώς, προσωπικά, το ξεκίνησα έξι μήνες νωρίτερα. Από επαγγελματική διαστροφή, στα ταξίδια μου στο εξωτερικό, άκουγα podcast. Στην Ελλάδα τα μάθαμε πρόσφατα αλλά έξω, η εικόνα ότι κάνω δουλειές, γυμνάζομαι, περπατάω με φίλους και ακούω αυτό που μου αρέσει, είναι πολύ διαδεδομένη.  Όταν είπα σε κάποιους συνεργάτες πως θέλω να το κάνω κι εδώ, οι μισοί μόνον το κατάλαβαν. Μου είπαν πως υπάρχει ένας όμιλος που κάνει κάτι αντίστοιχο. Έλα όμως που ήθελα να το κάνω, έτσι ακριβώς όπως το είχα φανταστεί. Τελείως «ραδιοφωνικό», αλλά με προδιαγραφές τηλεοπτικού γυρίσματος. Να φιλοξενεί συγκεκριμένες προσωπικότητες. Το σκέφτηκα, το οργάνωσα, το έστησα και ξεκίνησε. Το αποτέλεσμα μας δικαίωσε πολύ γρήγορα. Δημιουργήθηκε μια ωραία, μικρή ομάδα που τρελαινόμαστε να πηγαίνουμε για γύρισμα με ανθρώπους της τέχνης, του πολιτισμού, των γραμμάτων, του βιβλίου. Είναι το καλύτερό μου, όπως ήταν πάντα. Είμαι πολύ ευγνώμων που άνθρωποι που θεωρώ σημαντικούς κι ενδιαφέροντες έρχονται και μιλούν, χωρίς να είναι ποτέ φειδωλοί σε αυτά που λένε. Ανοίγονται. Ξέρουν πολύ καλά πως δεν θα τους ρωτήσω ποτέ κάτι διαφορετικό από τη δουλειά τους, δεν κοίταξα άλλωστε ποτέ από την ‘κλειδαρότρυπα’ όλα αυτά τα χρόνια. Είναι   κάπως ένα παιχνίδι επί ίσοις όροις και το χαίρομαι πάρα πολύ. Κάθε φορά που ανεβαίνει ένα νέο επεισόδιο στις πλατφόρμες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, νιώθω σα να γεννιέται ένα μικρό παιδί που το βγάζω έξω, στον κόσμο. Έχω μεγάλη χαρά για αυτό το project. Ήδη, βρισκόμαστε κοντά στα 70 επεισόδια.

Μου άρεσε αυτό που είπες σχετικά με την κλειδαρότρυπα. Προσωπικά έχω βαρεθεί τα κουτσομπολιά με τη «δικαιολογία» πως αυτά θέλει ο κόσμος. Εκπομπές σαν τη δική σου αποδεικνύουν πως υπάρχουν κι άλλα πράγματα που θέλει ο κόσμος.

Έχεις δίκιο. Για πολλά χρόνια υπήρχε μια αντίληψη, την οποία νομίζω πως εμείς οι δημοσιογράφοι αρχικά την ‘φουντώσαμε’ και μετά την κάναμε ‘καραμέλα. Η αντίληψη αυτή έλεγε από τη μια πως οτιδήποτε αφορά στην Τέχνη είναι λίγο βαρετό, παρωχημένο και ‘βαρύ’. Από την άλλη, πως οτιδήποτε έχει λίγο ‘κίτρινο’ χρώμα – όχι να μάθω κάτι για την προσωπική ζωή ενός καλλιτέχνη με την έννοια των ‘θέλω’ του – αλλά για πράγματα που δεν επιτρέπεται να ρωτήσει κάποιος ή να τα κοινοποιήσει, ήταν αποδεκτό. Αυτός ο συνδυασμός μας οδήγησε σε τερατουργήματα τόσο στην τηλεόραση όσο και στα έντυπα.  Πρόκειται για εποχή την οποία όλοι ζήσαμε.  Τώρα θεωρώ πως αρχίζει λίγο και ισορροπεί. Βλέπω ωραίες εκπομπές στην τηλεόραση, εκπομπές που τις ψάχνω, τις βρίσκω και ‘κολλάω’ σε αυτές. Χαίρομαι που υπάρχουν ενδιαφέρουσες επιλογές στο ραδιόφωνο, στο ίντερνετ, ωραίες συνεντεύξεις, ωραία site τα οποία έχουν επισκεψιμότητα. Γενικά, όλη αυτή η αίσθηση του ‘αυτό θέλει ο κόσμος κι αυτό δίνω’ παρουσιάζοντας πράγματα φθηνής αισθητικής, προσωπικά το θεωρώ τελείως κουτό στην εποχή μας.  Ο κόσμος είμαστε εμείς, όλοι εμείς.  Παρακολουθούμε κάτι, διαβάζουμε κάτι, συναναστρεφόμαστε ο ένας τον άλλον. Όταν ανοίγεις την τηλεόραση, έχεις πολλές επιλογές.  Ας επιλέξει ο καθένας μας αυτό που θέλει,  κι ας ‘χαρτογραφήσουμε’ την έννοια ‘αυτό θέλει ο κόσμος’.  Όταν δίνεις κάτι ωραίο και ποιοτικό,  διαπιστώνεις πως υπάρχει κοινό να το αγκαλιάσει.  Αυτό λέω πια.

Είσαι πολύ περήφανη για αυτό που κάνεις.

Είμαι, ναι. Επίσης, είμαι άνθρωπος πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου. Ποτέ δεν έκανα κάτι που να έθιγε κάποιον ή να μην είμαι περήφανη να το έχω στις ‘αποσκευές’ μου – παρόλα αυτά το Artpodcast  είναι ότι πιο άρτιο έχω κάνει μέχρι στιγμής και το κάνω παράλληλα με όλα όσα αγαπώ,  τις εκφωνήσεις, τα κείμενα, τις αφηγήσεις βιβλίων, την τηλεόραση στο Star, που δίνω τη φωνή μου. Υπάρχει πια μια ισορροπία.  Μου λείπει αυτήν την στιγμή το καθημερινό ραδιόφωνο, πιστεύω ότι σύντομα θα επιστρέψω, αλλά ο βασικός στόχος είναι να επιστρέψω εκεί που πραγματικά θέλω.  Δεν θα το πιέσω, θα το κάνω όταν έρθει η σωστή στιγμή.

Από την μέχρι τώρα εμπειρία σου στο Artpodcast τι έχεις εισπράξει περισσότερο από το κοινό αλλά και τους καλλιτέχνες που έχεις φιλοξενήσει; Επίσης, τι θεωρείς πως έχεις δώσει με τη σειρά σου;

Θα ξεκινήσω από το δεύτερο σκέλος. Έχω δουλέψει πάρα πολύ και συνεχίζω, αυτό είναι κάτι που δεν έχει τέλος. Δεν είναι μόνο οι συνεντεύξεις που βγαίνουν στον αέρα. Είναι ο σχεδιασμός, το γεγονός πως τώρα ετοιμάζουμε επεισόδια για ένα μήνα μετά, κάτι που απαιτεί επίσης πολλή δουλειά, αλλά μου αρέσει. Τίποτα δεν βγαίνει στον αέρα ‘επιπόλαια’.  Το ‘συστατικό’ που το κάνει όλο αυτό τόσο ωραίο, είναι πως δείχνοντας μεγάλο σεβασμό και πολλή αγάπη, οι καλλιτέχνες, όλοι όσοι έρχονται, χαλαρώνουν και μιλούν από την καρδιά τους. Θεωρώ πως αυτό είναι το πιο σημαντικό και το ίδιο βλέπω και στα μηνύματα που λαμβάνει το Artpodcast. Εκατοντάδες χιλιάδες. Ακούν συνεντεύξεις, συνομιλίες με ανθρώπους που λένε πράγματα αβίαστα και ουσιώδη. Ακούς κάτι και κάτι σου μένει. Για παράδειγμα, φιλοξενήσαμε τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη. Πολύ αγαπητός, πολλά χρόνια στο προσκήνιο. Δεν έχει απασχολήσει ποτέ για κάτι διαφορετικό από τη δουλειά του. Έλαβα μηνύματα από νέα παιδιά που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί και κάπως εμπνεύστηκαν από τα λόγια του. Για μένα, αυτό είναι τεράστια επιτυχία. Σκέψου λοιπόν αυτή η έμπνευση να προκύπτει από μια συνέντευξη και να το ακούς. Για όλα αυτά είμαι χαρούμενη που το Artpodcast προχωράει.

Που θα ήθελες να φτάσει;

Δεν ξέρω. Αρχικά θα ήθελα να έχουμε υγεία και διαύγεια για να συνεχίσουμε. Πιστεύω πολύ στην ενέργεια της ομάδας και επιθυμώ να υπάρχει συνέχεια και για άλλες σειρές, πάντα σε σχέση με τον πολιτισμό και την τέχνη. Είναι κάτι που συζητάμε ήδη. Επίσης, κάτι που έχω ξαναπεί είναι ότι  κάνω κάποιες προσπάθειες, διατηρώντας τον ραδιοφωνικό του χαρακτήρα, να μεταφέρω το project στην τηλεόραση, μέσα από μια σειρά εκπομπών, με την ίδια αισθητική. Έχουμε καιρό μπροστά μας, πιστεύω πως κάπως θα το καταφέρουμε.

Πιστεύεις πως όλη η ιστορία της καραντίνας  βοήθησε προσπάθειες σαν την δική σου;

Ναι, ξεκάθαρα. Ποτέ δεν θα έβαζα θετικό πρόσημο σε αυτό που ζήσαμε, ήταν σοκ για όλους, ειδικά στο ξεκίνημα. Χρειαζόταν ψυχικό σθένος να δημιουργήσεις κάτι σε μια τέτοια κατάσταση. Υπήρχαν λόγοι όμως, καταρχάς πρακτικοί. Ξαφνικά βρήκαμε εναλλακτικές για να περνάμε καλά, να ψυχαγωγούμαστε. Υπήρχαν όμως και συναισθηματικοί λόγοι. Προσωπικά, πιστεύω πως η τέχνη, το βιβλίο, ο πολιτισμός, βοηθούν σε δύσκολες περιόδους. Παρακολουθούσα διαδικτυακές παραστάσεις και στενοχωριόμουν που τα περισσότερα θεάματα ήταν σε παύση. Ήταν δύσκολη περίοδος. Έχεις μιλήσει με καλλιτέχνες από όλο το φάσμα της Τέχνης, ξέρεις πόσο δύσκολα πέρασαν. Κι αυτό το κατέθεταν σε όλες τις συνεντεύξεις. Άνθρωποι με πορεία δεκαετιών αλλά και πολύ νεότεροι. Καταλήγω λέγοντας πως αυτήν την περίοδο, προσπάθειες όπως το Artpodcast βοήθησαν πολύ, για κανένα λόγο όμως δεν θα ήθελα να ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο, ακόμη κι αν γεννάει τέτοιες ιδέες.

Πως αποφάσισες να γίνεις δημοσιογράφος;

Μεγάλωσα στη Δράμα, σε ένα σπίτι με το ραδιόφωνο μονίμως ανοικτό. Ο πατέρας μου ήταν εκφωνητής στην ΥΕΝΕΔ, είχε μια μαγική φωνή. Όσοι τον άκουγαν – κι εγώ μαζί – έλεγαν πως είχε φωνή ‘κρύσταλλο’. Από μικρή προσπαθούσα να εκφωνώ, να κάνω διαφημιστικά,  με τη βοήθεια του, με μάθαινε να γράφω. Ήταν πολύ έντονο και κράτησε μέχρι τα δεκαπέντε μου χρόνια, που πέθανε. Πολύ σύντομα μετά από αυτό, αποφάσισα να μπω στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο της Δράμας, αν και ήμουν ακόμη στο Λύκειο. Το πλαίσιο ήταν πολύ ελεγχόμενο από τη μητέρα μου, εξάλλου, τότε όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Δούλεψα επίσης πολύ νωρίς στην διαφημιστική εταιρία του πατέρα μου.  Όταν ήρθε η ώρα να δώσω πανελλήνιες θέλησα να μπω στη Νομική, τότε ακόμη δεν υπήρχε το Τμήμα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Πάντειο, μπήκε την επόμενη χρονιά. Το ίδιο έτος, ο Νίκος Μαστοράκης έκανε έναν διαγωνισμό – την εποχή του ‘Αργά’ στον Αντένα – για να βρει νέες παρουσιάστριες που θα προέρχονταν από περιφερειακά κανάλια. Ο κύριος Ρίζος που είχε το τηλεοπτικό κανάλι της Δράμας, έστειλε, χωρίς να το γνωρίζω, μια κασέτα μου. Ο Νίκος Μαστοράκης με κάλεσε στην εκπομπή. Βρέθηκα με γυναίκες πολύ μεγαλύτερες από εμένα. Πήγα με την συναίνεση της μητέρας μου αν και φοβόταν πολύ, τους ζήτησε να μην μου αποσπάσουν την προσοχή από τις πανελλήνιες. Εκείνος με επέλεξε και με κράτησε. Πολύ εύκολα πήρα την απόφαση να φύγω από τη Δράμα, να έρθω στην Αθήνα, να γραφτώ στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και άρχισα να δουλεύω από την πρώτη μέρα στο Radio Gold. Αρχικά ως φοιτήτρια και μετά το ένα έφερε το άλλο. Σπουδές, σεμινάρια, δουλειά, ραδιόφωνο, τηλεόραση, εκπομπές, γραψίματα… πολλά ντοκιμαντέρ, πολλά voice over και πέρασαν τα χρόνια. Θυμάμαι πάντα κάτι που μου είχε πει ο Δημήτρης Μεταξάς, καθηγητής μου στο Εργαστήρι: «Μην ποντάρεις ποτέ στην εικόνα». Αυτό αποτυπώθηκε τόσο πολύ στο μυαλό μου που ούσα αργότερα σε εκπομπές και παρουσιάζοντας τες, μιλώ για τα χρόνια του life style, αυτή η φράση ‘με έτρωγε’. Πολλές φορές, αυτή η κουβέντα υπήρξε για μένα σανίδα σωτηρίας. Πιστεύω στην αλήθεια της και συχνά όταν δίδασκα ραδιόφωνο έχοντας απέναντι μου όμορφα πλάσματα, τους το έλεγα. Πάντα. Η ομορφιά – που ανοίγει πόρτες, είναι αλήθεια αυτό και ωραίο – πολλές φορές δε βγάζει σε καλό. Χρειάζεται και ωριμότητα κι όταν είσαι νέος είναι δύσκολο να την έχεις. Η ωριμότητα προκύπτει από την εμπειρία ζωής. Είναι απαραίτητος ο συνδυασμός για να υπάρξει ισορροπία.

Είπες κάτι για την ομορφιά που μου άρεσε: ‘Ανοίγει πόρτες κι αυτό είναι ωραίο’.

Βέβαια. Ξέρεις, καμιά φορά οι άνθρωποι λέμε πράγματα με πολύ δογματικό τρόπο.  Ότι όμορφο κι αν δεις, του χαμογελάς. Βλέπεις ένα όμορφο λουλούδι, χαμογελάς. Βλέπεις έναν όμορφο άνθρωπο, του χαμογελάς. Η ομορφιά είναι ωραίο πράγμα, υπάρχει κανείς που να διαφωνεί; Είναι επίσης αυταπόδεικτη. Ωστόσο, πάντα υπάρχει κάποιος πιο ωραίος. Είναι κουτό να πιστεύει κανείς πως αυτό είναι το μόνο του όπλο. Αυτή είναι η άποψη μου. Όταν  ολοκλήρωσα την συνεργασία μου με τον Αντένα – και είχα αρκετά μεγάλη συμμετοχή στις εκπομπές του καναλιού – ένιωσα πως είχα ζοριστεί πολύ, ήταν εποχή που δούλευα εφτά μέρες την εβδομάδα στο ραδιόφωνο, συν τα τηλεοπτικά, συν όλα τα άλλα που έκανα. Αποφάσισα να αποτραβηχτώ. Όταν βρέθηκα πίσω από τις κάμερες, δίνοντας τη φωνή μου στο Star άκουσα  πολλούς να απορούν για αυτήν μου την απόφαση. Όμως, ποτέ δεν ήμουν ‘της εικόνας’ για αυτό έμεινα εκτός τηλεόρασης για πολύ καιρό. Θέλω να επιστρέψω αλλά έτσι όπως θεωρώ ότι πρέπει.

Κι έχουμε και το ραδιόφωνο.

Κάποτε το ραδιόφωνο – και το έχω ζήσει με τον πατέρα μου – δεν είχε καθόλου εικόνα. Πάλευες να καταλάβεις σε ποιον μπορεί να ανήκει η φωνή που ακούς. Υπήρχαν άνθρωποι που ερωτευόντουσαν εξαιτίας της φωνής. Όταν ξεκίνησα δεν υπήρχε όλη αυτή η κατάσταση που υπάρχει τώρα με τα social, ούτε τόση εικόνα. Θυμάμαι όταν ήμουν στον Village, μας ήξεραν όλοι με τα μικρά μας ονόματα,  δεν γνώριζαν όμως το πρόσωπο, κάτι που άλλαξε για κάποιους όπως εγώ, που έκαναν και τηλεόραση. Θεωρώ πάντως ότι το ραδιόφωνο είναι εθισμός.  Κολλάς με αυτό, θέλεις να ανοίξεις το μικρόφωνο και να μιλήσεις. Είναι εσωτερική ανάγκη.

artpodcast.gr  Ραδιόφωνο on demand για την Τέχνη