Γράφει η Άννα Παχή

Μια παλιά παροιμία λέει «πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό». Εξαιρετική, εντελώς ξεχασμένη και απαξιωμένη. Εδώ και χρόνια, ο καθένας λέει ότι του κατέβει, χωρίς να σκεφτεί, να υπολογίσει, να καταλάβει στο τέλος – τέλος, γιατί το λέει.

Μου αρέσει η τριλογία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» διότι αποπνέει, αν μη τι άλλο, την αίσθηση της Τιμής. Άνθρωποι διαφορετικών χαρακτήρων, χόμπιτ, ξωτικά, δέντρα, συσπειρώνονται απέναντι στο απόλυτο Κακό. Δε μοιάζουν σε τίποτα μεταξύ τους και υπό κανονικές συνθήκες δε θα ασχολούνταν ποτέ ο ένας με τον άλλον. Όμως ενώνονται μπροστά στον κοινό κίνδυνο και δε σκοτώνονται μεταξύ τους όταν οι απόψεις τους διαφέρουν.

Την Κυριακή θα γίνει συλλαλητήριο στην Αθήνα για την ονομασία των Σκοπίων, που θέλουν να λέγονται Μακεδονία. Μάλιστα. Εμείς πάλι, δε θέλουμε. Ξεχνάμε βεβαίως πολύ βολικά πως το όνομα Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας υπάρχει και χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες. Κάθε Έλληνας που έχει έστω και ψήγμα εθνικής υπερηφάνειας ξερνάει κάθε φορά που ακούει να χρησιμοποιείται η λέξη Μακεδονία για να περιγράψει κάτι που δεν είναι ελληνικό. Προσωπικά, αυτό κάνω. Αντιλαμβάνομαι όμως και τις παραμέτρους. Τα γεγονότα που οδήγησαν το μακαρίτη Κ. Μητσοτάκη να πει «σε δέκα χρόνια κανείς δε θα θυμάται το όνομα» τα θυμόμαστε οι περισσότεροι, δεν πέρασε δα και τόσο πολύς καιρός. Κι αν ακόμα δε γνωρίζουμε το παρασκήνιο, κάτι υποψιαζόμαστε. Ήταν θέμα χρόνου να επανέρθει το θέμα και επανήλθε. Τώρα όμως έχουμε άλλο πράγμα να ασχοληθούμε: Ποιός θα πάει στο συλλαλητήριο;

Αν πάει η Χρυσή Αυγή, δεν πρέπει να πάνε οι δημοκράτες διότι τους νομιμοποιούν. Αν πάνε οι παπάδες, δεν πρέπει να πάνε οι άθεοι. Αν πάνε οι αριστεροί, δεν πρέπει να πάνε οι δεξιοί. Μύλος. Αίσχος, ντροπή, όνειδος, που λέει μια φίλη.

Είναι φαίνεται, εξαιρετικά δύσκολο να πάμε όλοι, για έναν σκοπό που δεν έχει σχέση με τον εαυτούλη μας. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσουμε – έστω μια φορά – μόνο για ένα σημαντικό θέμα, χωρίς να το μπερδέψουμε με τη Δικτατορία, το Βρώμικο ’89, τα αρρωστημένα 90’ς. Όχι… Όλα μαζί, τουρλού τουρλού. Να μη μπορέσουμε να βρούμε άκρη με τίποτα.

Διαπιστώνω επίσης την ευκολία των χαρακτηρισμών που αποδίδουμε σε ότι δε μας γουστάρει. Ανοίγουμε το στόμα κι εκτοξεύουμε βρισιές με κυριότερη αυτήν του «φασίστα». Είναι φασίστας εκείνος που αγαπά την πατρίδα του, εκείνος που θέλει σωστή αστυνόμευση, εκείνος που τέλος πάντων, διαφωνεί μαζί σου. Υποχόνδριος εκείνος που δε θέλει να αναπνέει τον καπνό σου στο εστιατόριο, βαρεμένος όποιος ταΐζει τα αδέσποτα, μαλάκας εκείνος που δε σε προσπερνάει στην ουρά.

Κολλημένοι σε ένα ένδοξο παρελθόν, κουρασμένοι από την κενότητά μας, αδιάφοροι στην επικοινωνία με τον άλλον, παρασυρμένοι από τη μόδα του εκάστοτε ριάλιτι σόου, παραδέρνουμε από δω κι από κει. Όλα μας φταίνε χωρίς εμείς να φταίμε πουθενά.

Δεν ξέρω αν θα πάω στο συλλαλητήριο. Είμαι σε δίλημμα. Δεν ξέρω αν είμαι πια περήφανη Ελληνίδα. Κι εκεί σε δίλημμα βρίσκομαι. Εκείνο που ξέρω είναι πως η περίφημη μπάλα, έχει χαθεί..