tv01

Της Άννας Παχή

Λυσσάξανε πια, βαρέθηκα να τους ακούω. Και να έλεγαν κάτι πρωτότυπο… Τα ίδια, και τα ίδια και τα ίδια. Ξέρω εγώ, ποιος νομίζετε πως εφηύρε τις κοινοτυπίες;  Λόγια του αέρα και αρλούμπες, δικά μου έργα είναι. Όχι ότι με νοιάζει που με κλέβουν, απλώς θα ήθελα να το έκαναν καλύτερα. Ερασιτέχνες…

Από εκείνη τη ρημάδα την εξαγγελία κι ύστερα, πέσανε όλοι πάνω μου λες και φταίω εγώ. Πες πως με ζηλεύουν καλύτερα. Πες πως τώρα πάνε να βγάλουν τα σπασμένα τόσων χρόνων. Ο λύκος όμως, στην αναμπουμπούλα φαίνεται, κι είμαι λύκος, φίλε. Ας τους να τρελαίνονται.

Όταν ξεκίνησα εγώ φίλε μου, δεν υπήρχαν ίντερνετ και κινητά και τέτοια σκατά. Ο κόσμος ήθελε να διασκεδάσει, να ξεδώσει, να θαυμάσει. Κι όλα αυτά, από την ασφάλεια του καναπέ, του λίβινγκ ρουμ, μη χέσω. Μάζεψα κι εγώ ότι ξέκωλο υπήρχε, έβαλα και δυο – τρεις «σοβαρούς» να λένε φούμαρα, έβγαλα και λίγη ποιότητα στον αέρα, για το ξεκάρφωμα μη νομίζεις, να πιάσω και τους διανοούμενους κι έτοιμη η συρμαγιά. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Ο ήλιος της ιδιωτικής τηλεόρασης ανέτειλε λαμπερός και φρέσκος, σαν τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ, πριν τον κάνουν σφουγγαρίστρα οι επίγονοι.. Α ρε Αντρέα, έβγαινες στο γυαλί και ράγιζαν οι καναπέδες. Μας έδωσες, δε λέω. Όλοι φάγαμε καλά, το είπε κι ο Πάγκαλος. Τρελή τηλεθέαση. Όλοι τους βρίζουν τους πολιτικούς, αλλά όταν εμφανίζονται στο γυαλί, κρέμονται όλοι από τα χείλη τους. Κι εκείνοι, Πυθίες.. Μανούλες στα αόριστα και τις υποσχέσεις. Κι ο κόσμος ακούει και πιστεύει.

Σαφώς και με ζηλεύουν, το ξέρω καλά. Εγώ βλέπεις, τόλμησα. Και ρίσκα πήρα, και με τα σκατά ανακατεύτηκα, δε φοβήθηκα ούτε συνείδηση ούτε τίποτα. Ήθελα λεφτά και δύναμη. Τα απέκτησα. Τους βλέπεις όλους τώρα να κουνιούνται. Ναι, για τους «δημοσιογράφους» λέω. Αυτούς, τους μεγάλους, που νομίζουν πως έπιασαν τον πάπα από τα… ξέρεις τώρα, μην το χοντρύνουμε. Ρυθμιστές της κοινής γνώμης και φάροι της ενημέρωσης. Όσο τους το επέτρεπα βέβαια. Το μαγαζί είναι δικό μου, επαναστάτες δε χωράνε. Τη γραμμή την ορίζω εγώ. Κανείς δεν ξέρει με τι τρόπους μένω στο τιμόνι, τι είδους κόλπα πρέπει να μεταχειριστώ. Εύκολα κρίνεις, φίλε, όταν είσαι έξω από τα πράγματα. Κι εγώ είμαι μέσα, τα φτιάχνω τα πράγματα. Ξέρεις πόσους έφαγε η μαρμάγκα εξαιτίας μου; Ας πρόσεχαν, ποιος τους είπε να μου κουνηθούν;

Όσο για το κοινό, καλό κοπάδι, δε λέω. Ότι τους ταΐσεις τρώνε και λένε κι ευχαριστώ. Ας γκρινιάζουν για τα «σκουπίδια». Αν τους έδινα ποιότητα, θα ήμουν τώρα άστεγος στο Μοναστηράκι, όχι μέσα στο τζακούζι μου με τη γκόμενα. Αν μ’αγαπάει; Ποιος νοιάζεται; Άς την αυτήν, για το κοινό λέγαμε. Που ανεβοκατεβάζει αστέρες. Ε ρε, μακριά νυχτωμένοι που είστε… Τα αστέρια της γης τα φτιάχνω εγώ, στον ουρανό δε με νοιάζει ποιος κάνει κουμάντο. Αν η φάτσα μου κάνει εμένα, θα κάνει και στο κοινό. Άλλωστε, μη νομίζεις πως δίνει και καμιά σημασία. Τυχαίο είναι λες που έμαθαν όλοι βραζιλιάνικα τότε, τούρκικα τώρα; Ταπεινά ένστικτα φίλε, όσο τα ταΐζεις, τόσο σε ταΐζουν, να το ξέρεις. Όχι μόνο στην τηλεόραση, παντού. Άλλη κουβέντα όμως αυτή.

Ζήσαμε κι ωραία χρόνια, τσίλικα. Τότε που τα κανάλια έλαμπαν από τα φώτα και τα λευκά χαμόγελα. Να’ξερες τι περιουσίες έκαναν οι οδοντίατροι…. Έπεφτε το παραδάκι με τη σέσουλα. Και για μένα, και για μένα. Διαφημίσεις, κόντρα διαφημίσεις και χορηγοί και της Παναγιάς τα μάτια. Όλος ο κόσμος στηνόταν να δει εκπομπές, σόου και σήριαλ. Που να πάει άλλωστε; Τα έσπαγε στα μπουζούκια κάθε Σάββατο, τις άλλες μέρες όμως τους είχα καλά μαντρωμένους. Μπήκα στα «μεγάλα σαλόνια», με τα τζάκια και τα πορτραίτα στους τοίχους, τρομάρα τους. Μου άνοιξαν τις πόρτες τους διάπλατα κι ας ξέρω πως μέσα τους με σκέφτονταν σα σπυρί στον κώλο. Σκασίλα μου. Που θα ήταν όλοι αυτοί χωρίς εμένα; Ούτε η μάνα τους δε θα τους ήξερε. Πήγαινα και στο Μέγαρο, έβλεπα όπερα. Τι τα θες όμως, μόνο στο σκυλάδικο διασκεδάζεις, αυτή είναι η αλήθεια. Με τα μπουκάλια σου, τα γαρύφαλλα, τα πούρα και τον τραγουδιάρη να σου αφιερώνει. Από σένα περιμένει να τον καλέσεις για να έχει, πως το λένε, ρεύμα. Ηθοποιοί, μουσικοί, ζωγράφοι, πολιτικοί, οι πάντες. Τους είχα – και τους έχω – όλους στα πόδια μου, από τεμενάδες άλλο τίποτα, βαρέθηκε ο φουσκωτός μου να μαζεύει σάλια.

Τώρα περνάμε κρίση. Εντάξει, λογικό. Ότι ανεβαίνει κατεβαίνει. Τηλεοπτικές άδειες σου λέει και γίνεται σκοτωμός. Όλα παίζονται στα λεφτά, όποιος δώσει, θα πάρει. Αυτό είναι όλο κι όλο το νόημα.

Αν ανησυχώ; Χα χα χα… Έτσι κι ανοίξω το στόμα μου φίλε, θα κλείσω πολλά σπίτια. Τι θα μου κάνουν; Φράγκα έχω, δεν ήμουνα χαζός, υπάρχει το κομπόδεμα. Αλλάζω συχνά και φουσκωτούς να με προσέχουν, δεν έχω εμπιστοσύνη εγώ, φυλάγομαι, οπότε τους έχω γραμμένους στα παπούτσια μου. Τιμή τους, ξέρεις πόσο τα πληρώνω τα παπούτσια; Παρακολουθώ να σφάζονται και γελάω. Είμαι βαθιά χωμένος εγώ, μα έτσι, μα αλλιώς, ακόμη κι αν πέσω, θα ξανανέβω. Τους αφήνω να σκούζουν για «αλήθεια» και «νομιμότητα», έτσι, να περνά η ώρα. Αν δε μου σπάσεις τα νεύρα, κάποια μέρα θα σου δώσω εκπομπή, δική σου, να βγαίνεις να μιλάς. Τι θες να πεις «δεν ξέρω εγώ από αυτά»; Ξέρω εγώ. Θα σου μάθω. Είμαι καλός δάσκαλος, το βλέπεις. Θα σου βάλω και μια γλάστρα ξανθιά από δίπλα και λέγε ότι θες. Δε θα κουραστείς, γραμμένα θα στα’χω στο μόνιτορ. Άμα πιάσεις τα γερόντια, σώθηκες. Θα σε μάθει όλος ο κόσμος. Δε θέλεις; Έλα τώρα, όλοι στην Ελλάδα θέλουν να γίνουν διάσημοι, γιατί εσύ να είσαι διαφορετικός;

Τι θα κάνω αν δεν πάρω άδεια; Δεν γίνονται αυτά. Σου είπα, ξέρω πολλά. Αλλά ακόμη κι αν – για τα μάτια του κόσμου – μου την αρνηθούν, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Μετοχές, εξαγορές, εκβιασμοί, όλα κάτω από το τραπέζι. Αλλά γιατί να μη μου τη δώσουν; Ποιος είναι καλύτερος από μένα, που τα έχω κάνει όλα; Εμένα με ξέρουν, φίλε, έχω όνομα στην πιάτσα. Είπαμε, είμαι λύκος. Χαίρομαι στην αναμπουμπούλα.

Κάτσε να δούμε τώρα τι θα γίνει παρακάτω. Ξέρω, αλλά δε σου λέω, θα σε κρατήσω στην αγωνία. Να, πάρε πούρο, βάλε ένα ουϊσκάκι κι έλα. Παρακολουθώ τον ανταγωνισμό, θέλω να ξέρω τον αντίπαλο πριν τον λιώσω. Κάτσε, άραξε, μόνοι μας είμαστε. Τι να κάνουμε; Να δούμε τηλεόραση.

Φεύγεις; Κρίμα, σε συμπάθησα.