Της Άννας Παχή
Δε φτάνουν όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια, δε φτάνει η ζέστη που μας έχει αλαλιάσει, δε φτάνει το νέφος, το άγχος και η γενικότερη μπίχλα της καθημερινότητας, οι φόροι και τα εθνικά ξεφτιλίκια, έχουμε και τις απεργίες κάθε τρεις και λίγο, που μας κάνουν τα νεύρα ακόμα πιο τσατάλια.
Προχτές απεργούσε το Μετρό. Το τραμ και ο ΟΣΕ επίσης, αλλά το Μετρό είναι εκείνο που πάντα κάνει τη διαφορά. Οι υπάλληλοί του αποφάσισαν μια εικοσιτετράωρη απεργία, να μας βρίσκεται. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με τα αιτήματά τους, πιθανόν να έχουν δίκιο οι άνθρωποι. Οι απεργίες όμως, δε φτουράνε πια, εδώ και χρόνια το λέω, κανείς δε με ακούει. Το θέμα μας στο παρόν πόνημα είναι άλλο.
Κάθε φορά που απεργεί κάποιο μέσο μαζικής μεταφοράς, το πράγμα γίνεται από γκροτέσκο έως τραγελαφικό. Ολόκληρη η ήδη πολύπαθη Αττική παθαίνει παράκρουση που –θεωρώ- πως μόνο με εξορκισμό μπορεί, ίσως, να λήξει.
Εν αρχή ην η αναμονή. Περιμένεις, και περιμένεις, και περιμένεις. Η φράση «συχνό δρομολόγιο» είναι έτσι κι αλλιώς οξύμωρη, δε συμβαίνει ποτέ και πουθενά. Με την απεργία όμως, λες και μεσολαβεί ο Βεελζεβούλ. Ακόμα και δρομολόγια που είναι σταθερά (όχι συχνά, μην μπερδευτούμε) με έναν περίεργο τρόπο αραιώνουν ακόμη περισσότερο.
Φταίει που ζηλεύουν τους απεργούς συναδέλφους τους; Φταίει που ξεχύνονται τα γιώτα χι στους δρόμους σα να μην υπάρχει αύριο; Φταίει που οι συμπαθείς γενικώς οδηγοί ξέρουν τι μαρτύριο τους περιμένει και σκέφτονται «αφού θα τα ακούσω που θα τα ακούσω, ας υπάρχει λόγος»; Φταίει ο μόνιμα ανάδρομος Ερμής; Δεν ξέρω αλλά μπορεί να μην έχει σημασία. Το θέμα είναι πως μπροστά στην αναμονή του λεωφορείου, η Πηνελόπη του Οδυσσέα είναι γατάκι.
Δεκάδες άνθρωποι να τεντώνονται με κίνδυνο κανένα νευροκαβαλίκεμα (που έλεγε η γιαγιά μου) προκειμένου να δουν το αντικείμενο του πόθου τους να έρχεται. Βέβαια, το λεωφορείο έχει κάποιον όγκο, αδύνατο να μην το δεις, αλλά εκείνοι τεντώνονται, λες κι αυτό θα το φέρει πιο κοντά. Έχεις κι αυτούς τους καινούριους πίνακες που έχουν εγκατασταθεί σε πολλές στάσεις, αμέτοχες στο ανθρώπινο δράμα όπως όλα τα μηχανήματα (κάτι ήξερε ο Τζον Κόνορ που ήθελε να τα ξεπαστρέψει) να δείχνουν το χρόνο αναμονής αμείλικτα όπως πάντα. Δεκαοχτώ λεπτά, εικοσιπέντε λεπτά. Και δε μιλάμε για την άγονη γραμμή, καμιά Κολοπετινίτσα ξέρω γω, αλλά για το ιστορικό μας κέντρο.
Κάθε λεωφορείο που έρχεται, δημιουργεί ανάμικτα συναισθήματα. Αφενός ανακούφισης, αφετέρου ανησυχίας. Θα μπω; Δε θα μπω; Τέλος, το όχημα ανοίγει τις πόρτες να υποδεχθεί τον κακό χαμό. Η ελληνική ευγένεια σε τέτοιες περιπτώσεις είναι παροιμιώδης. Σπρωξιές, σκουντιές που καμιά σχέση δεν έχουν με το ευγενές poke του Ίντερνετ, οδηγούν σε βρισίδια απείρου πρωινού και όχι μόνον, κάλλους. Οι ψυχραιμότεροι προσπαθούν να ηρεμήσουν – ανεπιτυχώς – τα πνεύματα. Όλοι είναι έτοιμοι για καυγά, λες και δεν ξέρουν το χάλι των συγκοινωνιών, λες και θα τους έπεφτε ο κώλος να ξεκινούσαν λίγο νωρίτερα, να περπατούσαν λίγο περισσότερο. Ο οδηγός προσπαθεί να μην αρχίσει να τραβά τα μαλλιά του (αν έχει) και ζητά να απομακρυνθούν από τον καθρέφτη για να βλέπει τι γίνεται. Δε λέει βέβαια που να πάνε, αν κι έχω μια υποψία που θέλει να τους στείλει. Κλείνει κάποτε τις πόρτες και το λεωφορείο ξεκινά αγκομαχώντας.
Το βάσανο συνεχίζεται. Είσαι κυριολεκτικά πάνω στον άλλον κι ο άλλος βρίσκεται πάνω σε σένα. Δεν υφίσταται «απόσταση αναπνοής». Αν είσαι τυχερός και πέσεις πάνω σε κάποιον που πλένεται, πάλι καλά. Αν σου τύχει κανας βρωμύλος που έχει τσακωθεί με το σαπούνι, την έκανες. Προσπαθείς να μην αφήσεις να φανεί η αηδία σου κι ονειρεύεσαι αντιασφυξιογόνες μάσκες. (Προς εταιρείες αποσμητικών: αφήστε τις προωθητικές ενέργειες στα σούπερ μάρκετ και πιάστε τα λεωφορεία. Θα προσφέρετε και κοινωνικό έργο). Αν είσαι γυναίκα και πέσεις πάνω σε γυναίκα, αποφεύγεις τουλάχιστον να περάσεις όλη τη διαδρομή με τη σκέψη «με χουφτώνει, δε με χουφτώνει;», ένα ερώτημα που μπροστά του ωχριά το «να ζει κανείς ή να μη ζει». Άσε καλύτερα, ας μη ζει.
Κάθε στάση, ένας πόλεμος. Εμφύλιος. Ποιος θα βγει, ποιος θα μπει. Τσαλαπατούν οι μεν τους δε και τούμπαλιν. Το αστείο είναι πως εκείνοι που φωνάζουν «δε χωράνε άλλοι» είναι εκείνοι που για να μπουν γκάριζαν «προχωρήστε στο βάθος, έχει ένα εκατοστό ελεύθερο δίπλα από την κυρία με τις σακούλες, κι εμείς στη δουλειά μας πάμε, στριμωχτείτε λίγο».
Η ζέστη κάνει τα πράγματα χειρότερα. Ο ήλιος σε χτυπά λες και του σκότωσες τη μάνα. Οι στάσεις είναι έτσι φτιαγμένες ώστε βάλλεσαι από παντού. Οι περισσότερες – λόγω βανδαλισμών – είναι ερείπια κι όσες είναι εντάξει, αντί για καταφύγιο προσφέρουν ενός άλλου είδους ψυχολογική βία: Οι διαφημίσεις τους, γεμάτες αστραφτερούς, στεγνούς κι ευτυχισμένους ανθρώπους σε κοροϊδεύουν μες στα μούτρα σου. Είναι να μη σου ανάψουν τα γλομπάκια;
Για να χειροτερέψει το πράγμα, όσοι έχουν αυτοκίνητο βρίσκουν την τέλεια ευκαιρία να το χρησιμοποιήσουν. Οι δρόμοι μπλοκάρουν και φυσικά ακινητοποιούνται. Όλοι. Οι Γιωταχήδες παρατηρούν κουνώντας το κεφάλι με συγκατάβαση, εσένα που είσαι με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι, καθώς από πίσω σου η κυράτσα σε σπρώχνει έτσι ώστε να γίνεις χαλκομανία, και μακαρίζει την τύχη του. Για να αρχίσει κι εκείνος τα γαμοσταυρίδια, όταν μείνει κολλημένος στο καταραμένο φανάρι της Σπύρου Μερκούρη με τη Βασιλίσσης Σοφίας για κανα εικοσάλεπτο.
Το λογικό θα ήταν, εφόσον η απεργία είχε ανακοινωθεί, και αν υποθέσουμε πως οι Δημόσιες Μεταφορές είναι κοινωνικό αγαθό, αφού μάλιστα έχουν και δικό τους υπουργείο, να παρθούν κάποια μέτρα. Ας πούμε, τα μισάωρα δρομολόγια των λοιπών μέσων να γίνονται ανά τέταρτο. Έτσι όμως, δε θα ταλαιπωρούνταν πολύ ο κόσμος που αναγκάζεται να μετακινηθεί κι αυτό θα έβλαπτε την απεργία και τα αιτήματα των απεργούντων. Οπότε;
Για να είμαστε δίκαιοι, υπάρχουν και καλές στιγμές. Κάποιος προσφέρει τη θέση του σε αναξιοπαθούντα, κυρίως ηλικιωμένο που ένας θεός ξέρει που πάει με τέτοια ζέστη και απεργία των μέσων. Κάποιος θα ανοίξει το παράθυρο για να πάρεις μια ανάσα. Στη δική μου χθεσινή οδύσσεια, η θέα ενός ζευγαριού που φιλιόταν στη στάση, αποκατέστησε την πίστη μου στο ανθρώπινο είδος. Προσωρινά, διότι πέντε λεπτά αργότερα, παρακολούθησα το ματς μεταξύ μιας γυναίκας που προσπαθούσε να ανέβει στο πολύπαθο Α5 και μιας άλλης που ήταν ήδη μέσα. Στο παραπέντε αποφύγαμε την αιματοχυσία. Δεν ανησυχώ όμως, θα υπάρξει κι άλλη φορά.
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν βέβαια, καθημερινά. Όποιος κυκλοφορεί το ξέρει. Οι απεργίες όμως είναι σαν την πανσέληνο. Προκαλούν σεληνιασμό σε εσένα και σε όλους. Αναζητείται εξορκιστής.