Συνέντευξη στην Άννα Παχή

Συνάντησα τον Κυριάκο Συφιλτζόγλου κατά τη διάρκεια της φωτογραφικής του έκθεσης στη Depot Art Gallery. Εντυπωσιάστηκα. Διαβάστε γιατί.

«Πιθανότητα Αίματος».  

Η πρώτη ολοκληρωμένη έκθεση σε γκαλερί. Κάτι σαν οδοιπορικό προς το θάνατο, ειδικά στις φωτογραφίες όπου κυριαρχούν το κόκκινο και το μαύρο. Ήθελα να στηθεί ένα σενάριο, μια μυθολογία, να υπάρχει ροή. Η «πιθανότητα», βρίσκεται σε αυτό που βλέπεις. Πόσο μπορεί να αντέξει..  εντελώς φωτογραφικά. Από μια μεγάλη επιφάνεια, απομονώνω κάτι. Ποιά είναι η πιθανότητα να πέσω μέσα; Με ποιόν τρόπο; Στο μυαλό μου, η ροή εμφανίστηκε με αυτόν τον τίτλο. Κάθε φωτογραφία σαν πιθανότητα, ανάλογα με τον τρόπο που βλέπει ο καθένας. Τι είδους βεβαιότητα θα βγάλει, είναι άλλο θέμα. Πάντως, όλοι πιθανολογούν τι μπορεί να είναι.

Πως κινείσαι στο θέμα;

Αποσπώ λεπτομέρειες από μπετά, λαμαρίνες, ξύλα.. Επεμβαίνω στην φωτογραφία και δημιουργείται ένα αποτέλεσμα λίγο ασαφές.  Επέλεξα σε κάποιες περιπτώσεις κομμάτια από πλακάκια πλοίων από τα καρνάγια της Θάσου ή της Καβάλας. Σε άλλες, ξύλο, μέταλλο. Μικρές λεπτομέρειες ενός συνόλου. Ο θεατής αναρωτιέται αν είναι φωτογραφία ή λάδι. Συχνά το αγγίζει, να δει αν είναι ανάγλυφο. Πρόκειται για πράγματα που βλέπουμε κάθε μέρα. Συχνά, κάνω κοντινές λήψεις σε σκουριές. Αν τις «ανοίξεις» εμφανίζονται μορφές που δεν  φαντάζεσαι. Στην ενότητα με τα εσωτερικά εγκαταλελειμμένων σπιτιών, υπάρχουν λεπτομέρειες με κρεμασμένα ρούχα ας πούμε. Επιθυμώ το αφαιρετικό, το εικαστικό, να καταλήγει σε κάτι πιο παραστατικό, με ίχνη ανθρώπων που πέθαναν κι έμειναν τα αντικείμενά τους στο σπίτι.

Ή των ζωντανών.

Όντως. Όσο με θλίβει, άλλο τόσο με ιντριγκάρει. Μου αρέσει η «διάρρηξη» στα ακατοίκητα πια σπίτια. Δεν ξέρεις τι θα βρεις μέσα. Έχουν επίσης σημασία οι ώρες που περνάω εκεί. Η χαρά να ανοίγεις την πόρτα ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού, το πέρασμα.

Και η ποίηση;

Η ποίηση προϋπάρχει, έχω προηγούμενα μαζί της.. Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε πριν 10 χρόνια και πλέον υπάρχουν τέσσερα, ενώ ετοιμάζεται το επόμενο. Διαβάζω αρκετά, παίρνω ερεθίσματα από τη μυθολογία, την εφηβική ηλικία και μετά, υπάρχουν αρκετές επιρροές. Βέβαια, προχωρώ στη δική μου διαδρομή. Ψάχνω συνέχεια, διαβάζω, παρατηρώ. Με προσοχή, βήμα – βήμα. Λίγα και όσο το δυνατόν καλά, να μπορούν να αντέξουν.

Ο κόσμος φοβάται την ποίηση.

Είχε πάντα περιορισμένο κοινό, ειδικά τη δεκαετία του ’90 που είμασταν τόσο «τέλεια». Ο ποιητής ήταν λίγο γραφικός, το περιβάλλον του θεωρούσε πως έχει ψυχολογικά θέματα. Άλλωστε,  δεν υπήρχε λόγος να ασχοληθούμε με την ποίηση, που απαιτεί λίγο περισσότερο «σκάλισμα», αναστοχασμό, την ενεργοποίηση κάποιων αισθητηρίων. Να δεις αλλιώς τα πράγματα.

Ισχύει αυτό;

Θεωρώ πως τελευταία, περισσότερος κόσμος σκύβει στην ποίηση. Γράφει, έχει ανάγκη να εκφραστεί. Αποκαλύφθηκε η απάτη, έσβησε το ιλλουστρασιόν, οπότε γυρνάμε λίγο «προς τα μέσα». Βλέπουμε τι συμβαίνει πίσω από την κουρτίνα, κάτι που δε μας ένοιαζε πριν. Κρύβαμε τα πάντα κάτω από το χαλί. Τώρα η βρωμιά βγήκε έξω, οπότε καθαρίζουμε τα πάντα, ο καθένας για τη δική του ψυχή. Είναι σαν μια πολύ συμπυκνωμένη προσευχή, ξόρκι, ανάθεμα.. Χωρίς πολλά λόγια, αλλά με ένταση κι εκφραστικότητα, η ποίηση φεύγει από σένα, δεν ξέρεις πως θα λειτουργήσει στον αναγνώστη. Βλέπω όμως ότι υπάρχει ενδιαφέρον. Οι προκαταλήψεις περί ποίησης και ποιητών, που θεωρούνταν γερασμένοι, μοναχικοί, καταρρίπτονται. Πολλοί νέοι ψάχνονται, τους ενδιαφέρει. Χρειάζονται έναν άλλον τρόπο να νοηματοδοτούν τα πράγματα, αντλούν απλά την αναγνωστική ευχαρίστηση; Κι αυτό είναι βασικό. Είτε μυθιστόρημα είτε ποίηση, η ανάγνωση προσφέρει πάντα απόλαυση.

Μένεις στη Δράμα.

Ναι, ή όπως λέω, στη ‘Δραμούλα’ γιατί είναι μικρή και γλυκιά. Όταν φεύγω χαίρομαι κι όταν επιστρέφω, πάλι χαίρομαι. Μου λείπουν τα δάση, τα χωριά. Οι αποστάσεις είναι μικρές, δε χάνεις χρόνο, ούτε πέφτουν  τα κορναρίσματα σαν ντόμινο. Δε θα ήθελα να μείνω αλλού, στην Αθήνα ας πούμε. Σαν τουρίστας, για λίγο, ίσως. Να περπατήσω, να γνωρίσω την Ελευσίνα, τις γειτονιές του Πειραιά, να μάθω που βρίσκεται η Βαρυμπόμπη, από μικρός αναρωτιόμουν τι σημαίνει η λέξη. Να φωτογραφίσω… Μέχρι εκεί. Αν ήταν να μείνω κάπου αλλού, θα προτιμούσα τη Θεσσαλονίκη. Αγαπώ το κέντρο της. Στη Δράμα έχω  ηρεμία, αργούς ρυθμούς, κάνω αυτά που θέλω.

Υπάρχει πολιτιστική δράση;

Γίνονται εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων.. Διαθέτει δραστήριους συλλόγους, θεατρικές, φωτογραφικές ομάδες. Ανεβαίνουν παραστάσεις από Αθήνα και Θεσσαλονίκη, έχει  πολύ καλή παράδοση στη λογοτεχνία, δραστήρια βιβλιοπωλεία… Ο κόσμος της πόλης συχνά δεν τα γνωρίζει κι όταν τους τα λέω, απορούν. Πρέπει να κοιτάξεις γύρω σου, αφίσες, ανακοινώσεις… Δεν μου αρέσει η γκρίνια, θεωρώ πως πρέπει να περνάς καλά εκεί που βρίσκεσαι. Δημιούργησε το δικό σου μικρόκοσμο. Απόλαυσε. Η Δράμα είναι κοντά στη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα, πας όπου θες. Είναι ωραίο να παρακολουθείς τα θεάματα ή να συμμετέχεις. Το πως βιώνει ο καθένας τη ζωή του, αυτό που λέμε καθημερινότητα, πως κοιτά τους ανθρώπους, είναι δικό του θέμα. Μπορείς να ζεις με την τέχνη κι ας μην πας ποτέ θέατρο. Σε ένα καφενείο διαπιστώνεις πως μπροστά σου εκτυλίσσεται μια παράσταση. Οι παππούδες, πειράζουν ο ένας τον άλλον, πετάνε ατάκες αυθεντικές, σε πρώτο χρόνο, όχι ‘στοχευμένη τέχνη με τρία επίπεδα’ από πίσω, για να ψάξεις το νόημα. Μου αρέσει το θέατρο Πέμπτης στη Δράμα, το παζάρι της. Μπορείς να εισπράτεις, να εμπνέεσαι, να ζεις παρατηρώντας καταστάσεις γύρω σου. Αυτό που λένε υποτιμητικά «πεζή καθημερινότητα», είναι η ζωή μας. Δε μπορώ να περιμένω ένα Σάββατο, ή πέντε μέρες το χρόνο που θα φύγω διακοπές. Ζούμε την κάθε μέρα, κι ο καθένας, δεν ξέρω πως, ας αφήσει ρωγμές. Δεν είναι εύκολο, υπάρχουν όμως διέξοδοι που σε εμπνέουν, σε ηρεμούν ή σε ντοπάρουν. Άλλωστε,  υπάρχουν τα βιβλιοπωλεία. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να ψάχνεις, να διαλέγεις ένα καλό βιβλίο. Αποκτάς  ένα παράθυρο από όπου μπορείς να πετάξεις.

Ποιοί σε έχουν επηρρεάσει;

Οι επιρροές μπορεί να είναι λίγο «υπόγειες». Διαβάζω αρκετούς, αρκετά. Υπάρχουν αγαπημένοι ποιητές και συγγραφείς στους οποίους επιστρέφω αλλά δε μπορώ να πω με σιγουριά κάποιον. Οπωσδήποτε δεν υπάρχει παρθενογέννεση στην τέχνη, όμως καλύτερο είναι να βρίσκεις τη δική σου σφραγίδα. Όχι πως κι αυτό πρέπει να γίνει  αυτοσκοπός, απλά καλό είναι να δημιουργήσεις το δικό σου τρόπο γραφής. Όχι μόνο στην ποίηση, παντού.

Ετοιμάζεις κάτι καινούριο;

Ναι, συνδυάζει ποίηση και φωτογραφία. Δεν ξέρω πως θα το ονομάσω ακόμη. Ίσως, «Βίον Ασπρόμαυρον». Ίσως, «Δραμάιλο», ο δρόμος για τη Δράμα, σαν να επιστρέφουμε εκεί, κυρίως Πόντιοι και  Μικρασιάτες. Ο νομός έχει το μεγαλύτερο αριθμό Ποντίων, πανελληνίως. Όλοι ξεκίνησαν από το μηδέν, με ένταση που τους έκανε ικανούς για το καλύτερο και το χειρότερο. Προσπάθησα να φανταστώ μια κατάσταση έχοντας ακούσει πράγματα αλλά κυρίως, έχοντας στο μυαλό μου ιστορίες αρκετά ακραίες. Κι όχι μόνον. Τα τελευταία χρόνια στην οικογένεια, είχαμε αρκετές πένθιμες μαζώξεις  από όπου άρπαζα λέξεις. Μέσα από αυτές, έφτιαξα τη δική μου ιστορία. Σε αυτά, δε χαλάω χατήρι στον εαυτό μου, για ενάμιση χρόνο, «βούτηξα» καλά. Έμεινα άλλον ενάμιση χρόνο «στο ψυγείο», να κατέβει η θερμοκρασία, να το ξαναδώ, να το στήσω.. Είναι λίγο «σκληρό» σε σχέση με τα προηγούμενα. Είμαι κι εγώ περίεργος για το αποτέλεσμα.

Δε σε φοβίζει ο θάνατος.

Μέχρι να πεθάνω δε θα ξέρω αν με φοβίζει ή όχι. Έχω εμπλακεί αρκετά με το θέμα της κηδείας από μικρός, στο χωριό σήκωνα εξαπτέρυγα. Οι παππούδες κι ο Κυριάκος. Όταν χτυπούσε καμπάνα, τρέχαμε να δούμε ποιός πέθανε, ή ποιόν έφεραν από την Αθήνα να ταφεί. Στη Φιλαρμονική, παίζαμε στις κηδείες. Οι γονείς δεν είχαν που να μας αφήσουν και ξενυχτούσαμε μαζί τους στα νυχτέρια. Τα παιδιά, το βλέπαμε σαν ευκαιρία να μαζευτούν τα ξαδέρφια.

Όπως στους γάμους…

Έχει περίεργη μυθολογία. Είναι μια τελετή αποχωρισμού με την οποία τα χωριά είναι συμφιλιωμένα. Αυτό είναι, ζήστο. Φίλοι, συμφοιτητές από την Αθήνα, έλεγαν πως δεν είχαν δει ποτέ νεκρό. Εμείς, βλέπαμε συχνά, κι όχι στα πεταχτά, γυρνοβολάγαμε γύρω του. Αν γινόταν  πρωινή κηδεία ερχόταν ο νεκροθάφτης στο σχολείο και ζητούσε μερικά παιδιά να τον βοηθήσουν.  Εγώ ήμουν «στανταράκι» κι έρχονταν κι άλλοι. Ίσως έχω μια «λοξή ματιά». Το πένθιμο βήμα, οι μελωδίες, η εκφορά στην τελευταία κατοικία, όλη η πομπή, σηματοδοτεί το τέλος. Προσωπικά ήθελα να συμμετέχω σε αυτήν την κορυφαία στιγμή. Ο άλλος έχει παρελθόν, μια ολόκληρη ζωή που κάποια στιγμή σταμάτησε, κι αυτήν την ώρα τον  αποχαιρετούμε. Φοβερό, με συγκινούσε. Όσο σημαντική είναι η γέννηση, άλλο τόσο σημαντικός είναι και ο θάνατος. Η γέννηση είναι καλή, έχεις το χρόνο μπροστά σου. Το άλλο είναι πιο ζόρικο, πιο βαθύ. Τελείωσε ένας κύκλος, φεύγεις. Στη γέννηση ξέρουμε περίπου τι σε περιμένει, στο θάνατο, όχι. Όλα αυτά, τα ζω, τα αντιλαμβάνομαι. Βέβαια, είναι εντελώς διαφορετικό όταν συμβαίνει στην οικογένεια. Εκεί δεν έχει λοξά βλέμματα, «απολαύσεις» ή συμμετοχή στον αποχαιρετισμό. Τότε, όλα μέσα σου γίνονται κόμποι. Όμως, δεν είναι θέμα φόβου. Είναι το πως αφήνεις το κάθε πράγμα να μπαίνει εντός σου, να κατακάθεται, πως το μετουσιώνεις, το φιλτράρεις. Μικρός, πήγαινα στη δουλειά της μητέρας μου κι έπαιζα τρομπόνι. Που να φανταστώ ότι αργότερα θα κάνω το ίδιο σε κηδείες.

Δεν είναι λίγο μακάβρια όλα αυτά;

Ο τίτλος του πρώτου μου βιβλίου είναι «Έκαστος  εφ’ ω ετάφη» και έλεγαν πως είναι πεθαμενατζίδικος. Απαντούσα πως πίσω από την ταφόπλακα κρύβεται πάντα η δεύτερη ευκαιρία. Ο καθένας σκάβει το λάκο του με τις επιλογές του. Φροντίστε να μην πέσει η ταφόπλακα. Εκείνη την εποχή έπρεπε να επιλέξω αν θα ανοίξω δικηγορικό γραφείο. Αυτήν την ταφόπλακα ήθελα να τη διώξω από πάνω μου κι ευτυχώς τα κατάφερα. Θα ήταν πολύ βαρύς σταυρός. Ίσως να ήταν ωραία επιγραφή «Δικηγόρος» αλλά στα σαράντα θα πάθαινα ανακοπή, σίγουρα. Προτίμησα να λάβω την ποίηση σα φιλί ζωής, αντίδοτο στις «πιθανότητες αίματος». Πάντως, γραφείο τελετών δε θα άνοιγα, με έχουν ρωτήσει σχετικά. Στην ίδια ενότητα, άλλο φωτογραφικό κομμάτι είναι τα νεκροταφεία. Μουσουλμανικά, μέσα σε δάση, σλάβικα, αρμένικα, ινδικά, οτιδήποτε. Τελευταία, στην Καλαμαριά, ένας φίλος ανακάλυψε ένα νεκροταφείο Λευκορώσων  που ήρθαν με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Σπασμένες επιγραφές, που αναφέρουν κοζάκους, στρατηγούς του τσάρου…. Τα εγγόνια τους έχουν θαφτεί εκεί..  Θέλω να επισκεφτώ ένα μουσουλμανικό νεκροταφείο που βρίσκεται σε δάσος. Πήγα σε ένα της ορεινής Δράμας, ανάμεσα σε βελανιδιές και καστανιές, από μαύρο γρανιτόλιθο, με σταυρούς σαν σκηνικό ταινίας. Θα κάνω  σχετική έκθεση κάποτε. Με ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, οι κορνίζες, στις οποίες δε φαίνεται πια το πρόσωπο του νεκρού. Η φύση απορροφά το μνήμα. Αγριόχορτα, και κάπου μέσα διακρίνεις μια πλάκα. Βρύα και λειχήνες καλύπτουν το όνομα. Λειτουργεί σαν σβηστήρας.

Τόποι ανάπαυσης στα δάση..

Αγαπώ τα δάση της Δράμας. Όποιος μπαίνει στο παρθένο δάσος του Φρακτού, – και μέχρι ένα σημείο επιτρέπεται, είναι το μοναδικό χαρακτηρισμένο παρθένο δάσος της Ευρώπης – νιώθει πολύ περαστικός. Σε κάνει να κατεβάσεις το κεφάλι, τη μύτη, όλα.  Ήταν, είναι και θα είναι. Βλέπεις τους καταρράκτες να τρέχουν ασταμάτητα, πολύ ποιητικοί. «Λεπίδα», «Τραχωνίου», «Λειβαδίτης», ο οποίος κάποιες στιγμές του χρόνου παγώνει ολόκληρος. Δεκάδες μέτρα νερού παγώνουν εν κινήσει.. όλο κρύσταλλο. Γύρω κοιμούνται αρκούδες που περιμένουν την άνοιξη. Η Δράμα έχει ωραία μυθολογία. Όσο ήμουν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, κάπου τη σνόμπαρα. Όταν γύρισα πίσω άρχισα να εκτιμώ πράγματα. Θέλω να πάω στα Πομακοχώρια, στην Ξάνθη. Άλλη κατάσταση εκεί. Πήγα στη νοτιοανατολική Βουλγαρία. Πάλι άλλη κατάσταση. Λες και γυρνάς ένα διακόπτη και βρίσκεσαι πενήντα χρόνια πίσω. Φοβικό πράγμα.

Τελευταία στη Δράμα, εμφανιζόταν μόνος του ένας μαυροπελαργός. Το είδος δεν τα έχει καλά με τους ανθρώπους, ζουν μακριά και όχι σε κοπάδια. Μόνοι τους. Ο συγκεκριμένος, ερχόταν τα μεσημέρια στη Δράμα λες κι έκανε σουλάτσο. Περπατούσε, έτρωγε κανένα ψαράκι στην Αγία Βαρβάρα κι έφευγε. Λίγο αργότερα πέταξε για Αφρική. Εμείς μείναμε στη Δράμα.

Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου έχει κυκλοφορήσει τις ποιητικές συλλογές:

  • Έκαστος εφ’ ω ετάφη: Εκδόσεις Γαβριηλίδη
  • Στο σπίτι του κρεμασμενου: Εκδόσεις Θράκα
  • Μισές αλήθειες: Εκδόσεις Μελάνι
  • Δραμάιλο: Εκδόσεις Αντίποδες