Ο Κωνσταντίνος Φάμης μιλά στο iart.gr για την παράσταση ‘Βρωμιά’ όπου πρωταγωνιστεί. Μιλά επίσης για την διαφορετικότητα, την ανάγκη στην επικοινωνία και τον χώρο που δικαιούνται όλοι.

Ας ξεκινήσουμε με την παράσταση ‘Βρωμιά’.

Είμαι πολύ χαρούμενος που ξανασυναντώ τον Σαντ και τη ‘Βρωμιά’ στο θέατρο ‘Πλύφα’. Υπάρχει μεγάλο  βάθος σε αυτό το κείμενο. Σου δίνει την ευκαιρία να δουλέψεις πάνω σε πολλά στοιχεία και να δημιουργήσει έναν ανάγλυφο, βαθύ χαρακτήρα. Πρόκειται για την ιστορία του Σαντ, ενός τριαντάχρονου από το Ιράκ, ο οποίος στη χώρα του, σπούδαζε Γερμανική Φιλολογία λόγω της αγάπης του για τη γλώσσα και τους συγγραφείς της. Την περίοδο του πολέμου του Περσικού Κόλπου αποφασίζει να φύγει, όχι από δειλία, αλλά επειδή ήταν ενάντια στη βία. Φτάνει στη Γερμανία πιστεύοντας ότι θα ζήσει το απόλυτο όνειρο. Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο. Ζει κλεισμένος σε ένα υπόγειο δωμάτιο, μόνος, περιμένοντας να πάει οκτώ το απόγευμα για να βγει και να πουλήσει τα τριαντάφυλλα του, έτσι βιοπορίζεται. Για να περάσουν αυτές οι ώρες, έχει επινοήσει ένα φανταστικό κοινό και μοιράζεται με αυτό όλες τις ανησυχίες, τις σκέψεις, τους φόβους – που είναι πολλοί – τα όνειρα του. Νοσταλγεί την πατρίδα του, θυμάται την μητέρα του.. Μας παρουσιάζει τον χαρακτήρα και το μεγαλείο της ψυχής του.

Είπες ότι δημιουργεί ένα φανταστικό κοινό. Γιατί όχι έναν φίλο ή φίλους;

Στο έργο, ο Σαντ αναφέρεται πολύ συχνά σε κάποιον που υποτίθεται ότι είναι μέσα στο δωμάτιο. Μας απασχόλησε αρκετά με την Κατερίνα Πολυχρονοπούλου που έχει κάνει τη σκηνοθεσία, για το αν αυτό το πρόσωπο είναι υπαρκτό. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ, αν δει κάποιος την παράσταση θα καταλάβει περισσότερα. Θα ήθελα όμως να σταθώ στο ότι ο Σαντ έχει πολύ φόβο μέσα του. Φοβάται να πει ποιος είναι, δεν λέει ποτέ το επώνυμό του, κι αυτό σημειώνεται πολλές φορές. Επιθυμεί να μπορεί να μπαίνει μέσα στο μετρό, να μιλά με τον κόσμο, να χαμογελά και να του χαμογελούν, να επικοινωνεί. Είναι όμως πολύ φοβισμένος για να τα κάνει όλα αυτά, εξαιτίας όσων έχει εισπράξει στην καθημερινότητα του. Επειδή το δέρμα του είναι πιο σκούρο δέχεται ρατσιστικά σχόλια, συμπεριφορές, πιθανότατα και επιθέσεις οπότε νιώθει πολύ μόνος, έχοντας όμως μεγάλη ανάγκη να επικοινωνήσει.

Όπως όλοι μας..

Ακριβώς. Πιστεύω ότι η “Βρωμιά’ δεν είναι έργο που μιλά μόνον για έναν Ιρακινό. Αυτά που θίγει ο συγγραφέας αφορούν όλους, μιλά για πολύ βαθιά συναισθήματα, τα οποία δεν χρειάζεται κανείς να είναι μετανάστης για να τα βιώνει.

Αυτό είναι αλήθεια. Θυμάμαι να παρακολουθούμε τον Πόλεμο του Κόλπου στην τηλεόραση. Δυστυχώς αυτό επαναλαμβάνεται. Ο πόλεμος δεν σταμάτησε ποτέ. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να ξεριζώνονται και να δέχονται αυτού του είδους τις συμπεριφορές. Ο Σαντ είναι μορφωμένος, – αν έχει αυτό κάποια σημασία – κι αν πήγαινε στη Γερμανία μέσω ενός Πανεπιστημίου ας πούμε, μπορεί να δεχόταν έως και τιμές.

Πιθανότατα. Σαφέστατα ένας άνθρωπος που πάει να σπουδάσει σε μια χώρα έχει διαφορετική αντιμετώπιση από κάποιον που πουλά τριαντάφυλλα. Πιστεύω όμως ότι εξαιτίας της διαφορετικότητας του, πάλι θα υπήρχαν ρατσιστικές συμπεριφορές. Το ίδιο συμβαίνει παντού. Πολλά παιδιά που προέρχονται από το εξωτερικό φοιτούν στα σχολεία, στα Πανεπιστήμια. Εξαιτίας του γεγονότος ότι τα παιδιά είναι πάρα πολύ σκληρά, έτσι κι αλλιώς, δέχονται ρατσισμό. Ο Σνάιντερ τοποθετεί αυτόν τον χαρακτήρα στη συγκεκριμένη θέση, στον συγκεκριμένο χώρο για να τονίσει ουσιαστικά ότι όλοι αυτοί που πάνε κάπου κι αναγκάζονται να καθαρίζουν σκάλες ή να πουλάνε τριαντάφυλλα για να ζήσουν, δεν είναι αναγκαστικά αμόρφωτοι. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως φερόμαστε ευγενικά μόνο στους μορφωμένους. Θα μιλήσω για κάτι που έζησα. Οι γονείς μου είχαν διάφορα εστιατόρια και υπήρχε μια εξαιρετική κυρία από τη Γεωργία που εργαζόταν στην λάντζα, ενώ στη χώρα της ήταν καθηγήτρια πιάνου. Ήρθε εδώ κι αναγκαζόταν να πλένει πιάτα για να ζήσει. Το ίδιο συμβαίνει με όλους όσοι εκπατρίζονται. Θέλω να πω το εξής: Με μόρφωση ή χωρίς, αξίζει τον κόπο να δίνουμε χώρο σε οτιδήποτε μοιάζει διαφορετικό σε μας, γιατί μπορεί κάτι να μάθουμε από αυτό. Αυτό είναι που έχει ανάγκη και ο Σαντ στη ‘Βρωμιά’.

Στον αντίποδα, κι εμείς μπορεί να φαινόμαστε διαφορετικοί σε κάποιους άλλους.

 Φυσικά, όπως έχει συμβεί κιόλας. Οι Έλληνες ως μετανάστες έχουν υποστεί πολύ ρατσισμό στο παρελθόν. Αυτό όμως, μάλλον το ξεχνάμε. Ο ρατσισμός δυστυχώς υπάρχει και σε άλλα κομμάτια της ζωής κι αυτό υπάρχει στην παράσταση. Όλοι έχουν ανάγκη να αφομοιωθούν και να υπάρχει χώρος για αυτούς, άλλωστε, μπορεί να είναι διαφορετικοί, δεν μας προσβάλλουν όμως. Δεν μας κάνουν κακό. Επιθυμούν απλά  να ζουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ή η φύση τους είναι αυτή, η όψη τους είναι αυτή. Χρειάζεται αρκετή δουλειά, για αυτό ανεβαίνουν έργα όπως η ‘Βρωμιά’.

Είναι Σαντ με την έννοια του λυπημένου, ή αυτήν της άμμου;

Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Γράφεται Sad αλλά αυτό με την άμμο μου αρέσει. Η αφίσα της παράστασης δείχνει τον ήρωα να βγαίνει από τη θάλασσα. Το όνομα είναι αραβικό αλλά υπάρχει ένα ‘παιχνίδι’ με το γεγονός πως sad σημαίνει λυπημένος στα αγγλικά. Ο ήρωας επαναλαμβάνει ‘δεν είμαι λυπημένος’ και αναφέρει στο έργο πως στα αραβικά sad σημαίνει ‘περήφανος’. Ισχύει αυτό. Ο Σνάιντερ κάνει τέτοια παιχνίδια με τον Λόγο, του δίνει άλλωστε τη δυνατότητα ο χαρακτήρας, στον οποίον αρέσει πολύ η γλώσσα, θέλει να μιλά σωστά, χρησιμοποιεί δύσκολες λέξεις. Τα παιχνίδια αυτά έχουν μεγάλο ενδιαφέρον αλλά και μια γλύκα.

Ο Σαντ περνά από διάφορα στάδια.

Ναι. Θυμώνει, εξαγριώνεται, νοσταλγεί. Άλλοτε γελά δυνατά, κάνει χιούμορ. Παρουσιάζει όλες τις πλευρές ενός ανθρώπου, όπως προείπα, είναι ανάγλυφος χαρακτήρας που δίνει τη δυνατότητα στον ηθοποιό να ‘βουτήξει’ μέσα σε αυτόν και να ‘βγάλει’ το καλύτερο δυνατό. Είναι βέβαια δύσκολο. Ο κάθε χαρακτήρας στο θέατρο έχει πολλά στοιχεία που πρέπει να αποδοθούν. Στην περίπτωση της ‘Βρωμιάς’ η δυσκολία βρίσκεται στο ότι είσαι μόνος σου επάνω στη σκηνή. Δεν έχεις τη βοήθεια της ατάκας του άλλου ηθοποιού. Δεν μπορείς να φύγεις έστω και για λίγο, για να προετοιμάσεις κάτι. Χρειάζεται να έχεις δημιουργήσει τις συνθήκες από πριν, έτσι ώστε να περνάς από τη μια συναισθηματική κατάσταση στην άλλη, ακαριαία. Δεν είναι εύκολο. Απαιτείται απόλυτος έλεγχος στα εκφραστικά σου μέσα, στον συναισθηματικό σου κόσμο, σε όλα. Να είσαι πάρα πολύ συγκεντρωμένος. Υπάρχουν στιγμές που κάτι συμβαίνει και μου τραβά την προσοχή. Τότε, για δευτερόλεπτα, νιώθω ασταθής. Βέβαια, όσο κάνεις παραστάσεις τόσο μαθαίνεις να το απομονώνεις αυτό, δεν είσαι τόσο επιρρεπής. Πρέπει να ομολογήσω πως αυτός ο ρόλος είναι από τα δυσκολότερα πράγματα που έχω κάνει στο θέατρο και χαίρομαι πολύ που επιστρέφω σε αυτόν. Όταν ξεκίνησε η ιστορία με τη ‘Βρωμιά’, είχα μάλλον άγνοια κινδύνου. Δηλαδή μπήκα σε μια ιστορία χωρίς να έχω -μάλλον- συνειδητοποιήσει ακριβώς τι καλούμαι να κάνω. Το κατάλαβα στις πρόβες. Ευτυχώς, δεν έκανα πίσω, το τόλμησα και χαίρομαι για αυτό. Έμαθα πολλά, και ως ηθοποιός και ως άνθρωπος, δυνάμωσα. Είναι δοκιμασία, αθλητισμός, πρωταθλητισμός μάλλον. Πρέπει να είσαι ξεκούραστος, το σώμα σου γυμνασμένο.. είναι πολλά τα 70 λεπτά για να μιλάς. Να αποδίδεις ένα κείμενο τριάντα σελίδων και τι γράφουν αυτές οι σελίδες! Τώρα που το συζητάμε και το κάνω εικόνα… είναι ζόρικο! Το κάνω όμως με πολλή χαρά, εξάλλου, δεν με υποχρεώνει κανείς! Χτυπά το κουδούνι, ανάβουν τα φώτα, μπαίνω στο σκηνικό και σε αυτόν τον κόσμο. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα..

Το αποτέλεσμα όμως, σε δικαίωσε. Άλλωστε είναι μια παράσταση που δεν ανεβαίνει πρώτη φορά, όπως είπες, ‘επιστρέφει’.

Η παράσταση ξεκίνησε με μια μικρή περιοδεία στα τέλη του 2015. Ήμουν σε περίοδο προβών με ‘Το Ταξίδι’, στο Σταυρό του Νότου στο θέατρο Μπάντμιντον με τον Θάνο Μικρούτσικο, ένα project για τη ζωή του Νίκου Καββαδία. Ξεκινούσαμε Φλεβάρη και λίγο πριν είχα ένα κενό διάστημα. Ήθελα να κάνω κάποιες παραστάσεις για να συμπληρώσω το εισόδημα μου. Έγινε λοιπόν αυτή η μικρή περιοδεία. Το 2018 αποφασίσαμε να ανεβεί η ‘Βρωμιά’ στην Αθήνα για οκτώ παραστάσεις στο Θέατρο ‘Σταθμός’ ενώ παράλληλα έγιναν άλλες τέσσερις στη Θεσσαλονίκη.  Συνέβη τότε κάτι που δεν φανταζόμουν. Για τις οκτώ παραστάσεις της Αθήνας γράφτηκαν δεκατρείς (!) κριτικές με εξαιρετικά πράγματα. Η χαρά ήταν απερίγραπτη. Έχω όμως πάρει εξίσου μεγάλη χαρά από τον κόσμο που τις παρακολούθησε. Σε μια περίπτωση, ήρθαν κάποιες κυρίες που εκ πρώτης όψεως, δεν θα πίστευες πως θα επέλεγαν τη συγκεκριμένη παράσταση. Χάρηκα πάρα πολύ στο τέλος γιατί δεν με άφηναν από την αγκαλιά τους. Σε μια άλλη, μια φιλόλογος μου ζήτησε να κάνω παράσταση για μαθητές Λυκείου. (Σημειώνω ότι όταν πήγα να πάρω τα δικαιώματα της μετάφρασης από την Κοραλλία Σωτηριάδου, σύζυγο του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που έχει το Θέατρο του Νέου Κόσμου και είναι ο πρώτος που ανέβασε το έργο στην Ελλάδα με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, μου είπε ότι πρέπει οπωσδήποτε να δουν το έργο αυτό, παιδιά του Λυκείου). Έκανα λοιπόν μια παράσταση πρωινή, στο Λύκειο αυτό, ξεκινώντας πολύ βαρύθυμα, ανησυχούσα για την αντίδραση των μαθητών. Από τα πρώτα σχεδόν λεπτά, άκουγα να ανοίγουν πακέτα με χαρτομάντηλα. Με ζέσταναν τόσο πολύ! Ήταν μια από τις ωραιότερες παραστάσεις. Στο τέλος καθίσαμε και συζητήσαμε κι ήταν τόσο συγκινημένα τα παιδιά.. Αυτές οι στιγμές είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μένα.

Εκείνος που θα έρθει να δει την παράσταση είναι ίσως κι εκείνος που δεν ‘χρειάζεται’ να τη δει. Ίσως τα σκέφτεται όλα αυτά και μόνος του. Εκείνος όμως που πραγματικά την έχει ανάγκη, ποιος νομίζεις ότι είναι;

Ο δολοφόνος του Ζακ είναι εκείνος που έχει ανάγκη να δει την παράσταση και δεν ξέρω αν θα την δει – και όποια τέτοιου είδους παράσταση. Ο δολοφόνος του Αντώνη έχει ανάγκη να δει την παράσταση. Ο Σνάιντερ παρουσιάζει τέτοιους ανθρώπους στο έργο, για αυτό μιλάω για ακαριαίες αλλαγές. Ο Σαντ, από ένας τρυφερός, ευαίσθητος χαρακτήρας, γίνεται ξαφνικά ένας φασίστας που τα ‘χώνει’ άσχημα στον κόσμο. Όταν πρωτοδιάβασα το έργο, προσπάθησα να καταλάβω γιατί συμβαίνει αυτό. Παρουσιάζει δυο πλευρές της κοινωνίας. Καταρχάς θεωρώ ότι ακόμα και οι άνθρωποι οι οποίοι είναι ευγενικοί απέναντι στους διαφορετικούς ανθρώπους (ας μην μιλάμε μόνο για τους μετανάστες γιατί το έργο δεν μιλά μόνον για αυτούς) σίγουρα θα μάθουν πράγματα. Αυτό συνέβη και σε μένα. Έχουμε μεγαλώσει σε κοινωνία που έχει δημιουργήσει κάποιες αυτόματες αντιδράσεις, για τις οποίες μιλάει ο Σαντ. Αν περπατήσεις στη Βικτώρια βράδυ και περάσει δίπλα σου ένας μαύρος, αυτόματα σφίγγεσαι. Το έργο μιλά για όλα αυτά. Ακόμα και για τους ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι ρατσιστές. Προσωπικά μπήκα στη διαδικασία να επαναπροσδιορίσω κάποια πράγματα για τον εαυτό μου. Μακάρι οι άνθρωποι που πρέπει να βλέπουν τέτοιου είδους παραστάσεις να βρεθούν σε τέτοιου είδους παραστάσεις. Από την άλλη πλευρά, ακόμη κι αν βρεθούν δεν ξέρω κατά πόσον είναι ανοιχτοί να τις παρακολουθήσουν. Ανοιχτοί στο να επικοινωνήσουν ψυχικά με αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Μπορεί και να μην είναι. Μακάρι να είναι.

Ελπίζω πολύ στο θέατρο.

Κι εγώ. Ελπίζω να έρχονται. Ελπίζω κάτι να συμβεί. Έχω εξαγριωθεί με αυτό που συνέβη με τον Αντώνη, στο πλοίο, στον Πειραιά. Έχω εξαγριωθεί με πολλά, για αυτό επιστρέφω στη ‘Βρωμιά’. Θεωρώ πως τα πράγματα έχουν φτάσει σε πολύ οριακό σημείο. Από τις φωτιές μέχρι τις δολοφονίες, τις γυναικοκτονίες και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.  Είμαι εξαγριωμένος κι είχα μεγάλη ανάγκη να συναντήσω ξανά τον Σαντ.

Ας πούμε λίγα πράγματα και για σένα, πέρα από την παράσταση. Πως βρέθηκες στο θέατρο;

Αυτό θυμάμαι ότι ήθελα να κάνω πάντα, ακόμη και αν δεν το παραδεχόμουν ούτε στον εαυτό μου, ούτε στην οικογένεια μου. Πήγαινα στην Γ’ Γυμνασίου όταν το ανακοίνωσα. Ομολογώ πως οι γονείς μου στενοχωρήθηκαν λίγο που το είχα κρατήσει μέσα μου. Αυτό ονειρευόμουν, κι όλα τα επαγγέλματα που σκεφτόμουν πως ήθελα να κάνω, μάλλον ήθελα να τα ‘υποκριθώ’. Είναι πολύ μεγάλος έρωτας αυτός ο χώρος. Είναι μικρόβιο που δεν φεύγει με καμία ‘αντιβίωση’. Υπάρχει στη ζωή σου, όλη μέρα, κάθε μέρα, μέσα σου. Ζεις με αυτό, με άξονα αυτό. Δεν λέω πως οι καλλιτέχνες είναι διαφορετικοί. Πρόκειται για μια δουλειά από την οποία χρειάζεται να ζούμε και να πληρωνόμαστε. Πιθανότατα όμως, υπάρχει μέσα μας πολύ περισσότερο σαν σκέψη, από ότι σε άλλα επαγγέλματα.  Όταν τελείωσα το σχολείο έδωσα κατευθείαν εξετάσεις στη Δραματική Σχολή και ξεκίνησα να δουλεύω από το τελευταίο έτος.

Ποια ήταν η πρώτη σου δουλειά;

Στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας, η ‘Ελίζα’ της Ξένιας Καλογεροπούλου, ένα σπουδαίο έργο. Έκανα τον Πάτρικ, τον αγαπημένο της Ελίζας. Πέρασα από ακρόαση για τον ρόλο και το πολύ κολακευτικό για μένα δεν είναι μόνο το ότι με επέλεξαν, αλλά και το γεγονός ότι επέλεξαν την Ελίζα με άξονα τα χαρακτηριστικά μου. Έμεινα εκεί για άλλη μια σαιζόν, όπου συμμετείχα στη ‘Δωδέκατη Νύχτα’ του Σαίξπηρ.  Ακολούθησαν διάφορες παραστάσεις και τηλεόραση.

Πότε εμφανίστηκες για πρώτη φορά στην τηλεόραση;

Ήταν στη σειρά ‘Το Κόκκινο Δωμάτιο” όπου ήμουν σε δυο επεισόδια μαζί με την Ελένη Ράντου.  Η πρώτη όμως σε συνέχεια, ήταν στο σήριαλ ‘Της αγάπης μαχαιριά’ που κράτησε δυο χρόνια. Έκανα έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο εκεί, τον Ορέστη, ένα παιδί που ήταν σε αναπηρική καρέκλα.

Κι αυτό ζόρικο.

Ναι και πολύ ωραίο. Κι αυτός ήταν ρόλος με βάθος. Ξέρεις, κάπως έρχονται ρόλοι οι οποίοι έχουν ‘ζουμί’. Μπορεί και να τους προκαλώ με κάποιον τρόπο, δεν ξέρω. Αυτοί είναι και οι ρόλοι που με ενδιαφέρουν. Ο Ορέστης ήταν πολύ ωραίος ρόλος και πολύ ωραία γραμμένος. Μου άρεσε που ασχολήθηκα μαζί του. Κι εκεί παρατήρησα αρκετά τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως τότε είχα κάνει κάτι εγκληματικό: Μας ζήτησαν από την παραγωγή να πάμε στο Παγκράτι, σε μια σχολή παραδοσιακών χορών γιατί σε κάποιο flash back ο Ορέστης θα χόρευε έναν κρητικό χορό. Έψαχνα να παρκάρω πάρα πολλή ώρα, δεν έβρισκα τίποτα και είχα αργήσει. Πάρκαρα λοιπόν σε ράμπα αναπήρου, εγώ, που μάθαινα έναν ρόλο τέτοιο. Μου πήραν τις πινακίδες, με γράψανε – καλά μου έκαναν – και από εκείνη τη στιγμή και τον ρόλο αυτόν, δεν έχω διανοηθεί ούτε στο ελάχιστο να ξανακάνω τέτοιο πράγμα. Μου φαίνεται αδιανόητο όταν βλέπω κόσμο να το κάνει, ή να κλείνει τις διόδους αυτών των ανθρώπων. Η σειρά – για να επανέλθω – ήταν πολύ επιτυχημένη και για μένα ήρθε και μια κάποια αναγνώριση.  Στη συνέχεια έπαιξα στην Επίδαυρο που ήταν όνειρο για μένα, δυο φορές με τον Σπύρο Ευαγγελάτο. Έχω κάνει πολλά από αυτά που ονειρευόμουν και νιώθω πολύ περήφανος για αυτό. Υπάρχουν βέβαια αρκετά που θέλω να κάνω, τα οποία ονειρεύομαι κι ελπίζω να μου συμβούν.

Νομίζω πως το δύσκολο είναι να πραγματοποιηθεί το πρώτο όνειρο.

Έτσι είναι. Τα πρώτα χρόνια, μέχρι το 2009 με έναν περίεργο τρόπο όλα όσα ήθελα να κάνω γινόντουσαν πραγματικότητα. Μετά ήρθε η κρίση κι από τότε τα χτυπήματα είναι απανωτά στον κλάδο μας. Τα όνειρα μου δεν υλοποιούνται τόσο εύκολα όσο στην αρχή. Πρέπει να βρω τον λόγο. Πιθανότατα, κάτι χρειάζεται να μάθω, ή κάτι να αλλάξω. Δεν ξέρω. Για παράδειγμα, θέλω να επιστρέψω στην τηλεόραση και δεν είναι εύκολο. Κάτι έχει αλλάξει που μάλλον δεν το έχω αντιληφθεί ακόμη. Μου αρέσει η τηλεόραση και μου λείπει.

Χαίρομαι που το λες αυτό. Υπάρχουν αρκετοί καλλιτέχνες που την απαξιώνουν κάπως.

Αν την απαξιώνουν, μπορούν κάλλιστα να μην την κάνουν, δεν μπορείς να κάνεις μια δουλειά αν δεν την πιστεύεις. Προσωπικά τουλάχιστον, έτσι λειτουργώ. Η δυσκολία στην τηλεόραση είναι ότι δεν έχεις τον χρόνο της προετοιμασίας που έχεις στο θέατρο. Τα πράγματα γίνονται πολύ γρήγορα οπότε τα αντανακλαστικά σου πρέπει να είναι άμεσα, κάτι που φυσικά χρειάζεται και στο θέατρο. Η δυσκολία του θεάτρου είναι ότι πρόκειται για κάτι ζωντανό, δεν μπορείς να ξεκινήσεις ξανά αν κάνεις ένα σαρδάμ ας πούμε. Στην τηλεόραση χρειάζεται να έχεις εξοικείωση με την κάμερα, σου παίρνει χρόνο αυτό. Πρέπει να ΄λυθείς’, να έχεις πολύ χαλαρά εκφραστικά μέσα. Πρέπει να αφαιρείς από αυτό που έχεις συνηθίσει να κάνεις στο θέατρο. Μου αρέσει όμως και αυτά που έχω κάνει είναι γυρισμένα μονοκάμερα, με κινηματογραφικό δηλαδή γύρισμα, και το αποτέλεσμά τους είναι πολύ καλό.  Μόνο στην ‘Πολυκατοικία’ ήταν δικάμερο. Την δεύτερη χρονιά της ‘Μαχαιριάς’ παράλληλα εμφανιζόμουν και στο σήριαλ ‘Για την καρδιά ενός αγγέλου’, από τις ωραιότερες σειρές της καριέρας μου. Στη ‘Μαχαιριά’ ήμουν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι – δέκα ώρες γύρισμα – και στον Άγγελο σκαρφάλωνα σε στέγες, πηδούσα μάντρες… Κάποια στιγμή λοιπόν είχα όλη την ημέρα γύρισμα για τη ΄Μαχαιριά’ κι όλο το βράδυ για τον ‘Άγγελο’. Σε μια σκηνή με την Αναστασία Τσιλιμπίου, κοριτσάκι τότε, συνειδητοποιώ ότι την έχω στην αγκαλιά μου και κουνάω τα πόδια μου την ώρα της λήψης. Σκέφτηκα ‘τι κάνεις;’ και σε δευτερόλεπτα αντιλαμβάνομαι πως δε βρίσκομαι στη ΄Μαχαιριά’ οπότε επιτρέπεται να κουνώ τα πόδια μου. Ήταν πολύ ωραία όμως.

Αφού δεν γίνεστε σχιζοφρενείς μετά από κάτι τέτοια…

Χρειάζεται να παίρνεις απόσταση και να ‘γειώνεσαι’. Δεν πιστεύω πως οι καλλιτέχνες γενικώς είναι ‘αερικά’. Χρειάζεται να είναι ‘γειωμένοι’, κανονικοί άνθρωποι που την ώρα της δουλειάς τους περνούν σε μια άλλη διάσταση. Γιατί είναι άλλη διάσταση κι έχει όντως και μια σχιζοφρένεια. Προσωπικά, στη ‘Βρωμιά’, ψυχικά γίνομαι σμπαράλια. Δεν γίνεται όμως διαφορετικά, αν βουτήξεις σε αυτό το πράγμα  πρέπει να το ζήσεις στο εκατό τοις εκατό. Αλλιώς κάτι θα κρατήσεις για τον εαυτό σου και δεν είμαι υπέρ αυτής της άποψης. Πρέπει να δώσεις όλο σου το είναι στον κόσμο.

Πως επανέρχεσαι; Τι κάνεις για να είσαι ξανά ο Κωνσταντίνος κι όχι ο εκάστοτε ρόλος;

Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Το 2015 αμέσως μετά τη Ρόδο και το Βόλο, πήγα στην Κω για μια παράσταση της ‘Βρωμιάς΄. Το νησί ήταν γεμάτο μετανάστες. Είδα πάρα πολλούς Σαντ να κοιμούνται σε σκηνές, να περιμένουν στην ουρά για ένα κατσαρολάκι με φαγητό. Με συγκλόνισε αυτή η εικόνα. Η παράσταση εκείνης της νύχτας ήταν η πιο έντονη που είχα κάνει μέχρι τότε. Μετά ήμουν τόσο κουρασμένος σωματικά και ψυχικά που χρειάστηκε να περπατήσω στην πόλη μόνος μου, για σαρανταπέντε λεπτά, έτσι ώστε να μπορέσω να πάρω ‘ανάσα’. Κάποια στιγμή όμως βρίσκεις ένα μηχανισμό και αποφορτίζεσαι άμεσα, δεν χρειάζεσαι ώρες. Μια υπερένταση μετά την παράσταση την έχεις, δε γίνεται διαφορετικά.

 

Πληροφορίες για την παράσταση εδώ.