Palaiologos2

Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Στις 5 Απριλίου 1453, ο τουρκικός στρατός είχε περικυκλώσει την Κωνσταντινούπολη, αποκλείοντάς την από ξηρά και θάλασσα. Ο Μωάμεθ Β΄ έστειλε αντιπροσωπεία στον αυτοκράτορα, ζητώντας να του παραδώσει την πόλη, υποσχόμενος ότι θα τον άφηνε να φύγει ελεύθερος, ενώ ο λαός δε θα πάθαινε τίποτα. Αλλά ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, σαν άλλος Σπαρτιάτης Λεωνίδας, απάντησε: «Το να σου παραδώσω την πόλη δεν είναι ούτε δικό μου δικαίωμα ούτε κανενός άλλου από όσους ζουν σε αυτή. Με κοινή μας απόφαση όλοι με τη θέλησή μας θα πεθάνουμε και δεν θα λογαριάσουμε τις ζωές μας.»

Ο αυτοκράτορας μαζί με τον γενοβέζο πολέμαρχο Ιουστινιάνη ανέλαβε να υπερασπιστεί την ευάλωτη πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ τις άλλες πύλες των τειχών της Πόλης ανέλαβαν οι υπόλοιποι πολέμαρχοι, Έλληνες και ξένοι. Την ημέρα, οι υπερασπιστές απέκρουαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση τις επιθέσεις των εχθρών και τη νύχτα, με τη βοήθεια του άμαχου πληθυσμού επισκεύαζαν όπως μπορούσαν τις ζημιές που προκαλούνταν από τους κανονιοβολισμούς στα τείχη. Άγρυπνος και ακούραστος ο Κωνσταντίνος, κάνοντας περιπολίες έφιππος, οργάνωνε και εμψύχωνε τους πολεμιστές.

Στις 18 Απριλίου οι Τούρκοι έκαναν την πρώτη αιφνιδιαστική επίθεση στα τείχη, αλλά οι υπερασπιστές της Πόλης κατάφεραν να τους αποκρούσουν, με μηδαμινές απώλειες, ενώ οι Τούρκοι είχαν μερικές εκατοντάδες νεκρούς. Στο μεταξύ, τα βενετικά και γενοβέζικα πλοία, υπό τις διαταγές του Μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τον τουρκικό στόλο, που επιχείρησε να σπάσει την αλυσίδα του Κεράτιου Κόλπου. Το υγρόν πυρ, σπουδαία βυζαντινή πατέντα, εδώ έκανε το θαύμα του.

Στις 20 Απριλίου ο γενναίος πλοίαρχος Φλαντανελάς με τέσσερα καράβια φορτωμένα σιτάρι και πολεμοφόδια από τη Δύση, κατάφερε να σπάσει με ηρωική προσπάθεια τον τουρκικό κλοιό και να μπει στον Κεράτιο Κόλπο, προκαλώντας απώλειες στους Τούρκους. Ο σουλτάνος έγινε πυρ και μανία, τιμώρησε με ραβδισμούς το ναύαρχό του και τον καθαίρεσε.

Σε άλλες περιπτώσεις, οι πολιορκημένοι κατάφεραν να καταστρέψουν τις πολιορκητικές μηχανές των Τούρκων, όπως έγινε με έναν τεράστιο ξύλινο πολιορκητικό πύργο (μια ελέπολιν), τον οποίο σε μία νύκτα κατασκεύασαν οι Τούρκοι και την επόμενη νύκτα μια ομάδα Ελλήνων μεταμφιεσμένων σε Τούρκους του έβαλε μπαρούτι στη βάση και τον ανατίναξε.

Οι πολιορκημένοι όμως άρχισαν σιγά-σιγά να εξαντλούνται από τον αδιάκοπο αγώνα. Τα τείχη είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές και ορισμένοι πύργοι είχαν καταρρεύσει. Ο κλοιός έσφιγγε… Ενώ η κατάσταση είχε γίνει αφόρητα πιεστική, οι σύμβουλοι του Κωνσταντίνου του εισηγήθηκαν να εγκαταλείψει την Πόλη και να ζητήσει για μια ακόμη φορά βοήθεια από τα χριστιανικά ευρωπαϊκά κράτη. Εκείνος όμως αποκρίθηκε: «Αν είναι να χαθεί η Πόλη, ας χαθώ κι εγώ μαζί της.»

Στις 28 Μαΐου ο Κωνσταντίνος, βλέποντας ότι οι εχθροί ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, εκφώνησε τον τελευταίο του λόγο στους πολιορκημένους, καλώντας τους να πολεμήσουν για την πίστη τους, την πατρίδα τους, το βασιλιά και τους συγγενείς και φίλους. «Υπέρ βωμών και εστιών», «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», γιατί «νυν υπέρ πάντων ο αγών», όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Έπειτα με δάκρυα στα μάτια ζήτησε από όλους συγχώρεση. Άρχοντες, πολεμιστές και λαός, όλοι αγκαλιάζονταν και συγχωρούσαν ο ένας τον άλλο. Σε όλη την πόλη γίνονταν λιτανείες. Το ίδιο βράδυ τελέστηκε και η τελευταία Θεία Λειτουργία στην Αγιά Σοφιά: «Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης, κι απ᾿ τήν πολλή τήν ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες…» Ήταν η τελευταία νύχτα που η Πόλη παρέμενε ελεύθερη…

Τις πρώτες πρωινές ώρες της Τρίτης 29 Μαΐου ξεκίνησε η μεγάλη έφοδος στα τείχη. Οι πολιορκημένοι με νύχια και με δόντια αμύνονταν και κατάφεραν να αποκρούσουν τις πρώτες επιθέσεις των εχθρών, γκρεμίζοντάς τους από τα τείχη, αλλά στο τέλος η πλάστιγγα έγειρε υπέρ των Τούρκων. Οι γενίτσαροι κατάφεραν να εισβάλουν από μια μικρή πύλη, την Κερκόπορτα, που κατά τύχη βρέθηκε ανοικτή. Ο Κωνσταντίνος με τους συντρόφους του μοίραζε σπαθιές πολεμώντας με αυτοθυσία σαν λιοντάρι, κυκλωμένος από τους εχθρούς. Κάποια στιγμή ο Ιουστινιάνης λαβώθηκε σοβαρά και εγκατέλειψε τη μάχη, με αποτέλεσμα οι δικοί του να λιποψυχήσουν. Επικράτησε πανικός, καθώς μανιασμένοι οι στρατιώτες του σουλτάνου σκαρφάλωναν στα τείχη και έστηναν τα λάβαρά τους. Τότε ακούστηκε η κραυγή «η Πόλις εάλω». Η σφαγή και η λεηλασία που ακολούθησε ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Λένε ότι το χώμα δεν φαινόταν, τόσα πολλά ήταν τα πτώματα. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας της Ρωμιοσύνης, έπεσε μαχόμενος ηρωικά, ενώ ικέτευε να βρεθεί ένας Χριστιανός να του πάρει το κεφάλι. Μαζί του έσβησε και η Αυτοκρατορία…

Η σορός του Κωνσταντίνου αναγνωρίστηκε χάρη στα πορφυρά αυτοκρατορικά υποδήματα που φορούσε. Κανείς όμως δεν ξέρει τι απέγινε. Αλλά επειδή «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος», δεν υπάρχει Έλληνας στη γη που να μη μνημονεύει το όνομά του. Και αν τυπικά έφυγε άκλαυτος, τον θρήνησε όλος ο Ελληνισμός…

Δείτε εδώ το πρώτο μέρος