Με την ευκαιρία της ιδιαίτερης παράστασης ‘Confess/Εξομολογηθείτε’ ο Κωνσταντής Μιζάρας μιλά στο iart.gr και την Άννα Παχή.

 

Συμμετέχεις στην πολύ πρωτότυπη παράσταση ‘Confess’.

Μια θεατρική εμπειρία θα το έλεγα, για να ονοματίζουμε τα πράγματα αν και δεν χρειάζεται πάντα. Είναι ‘νοητή’ γραμμή της παράστασης ‘Ex Libris’ που κάναμε και  σταμάτησε λόγω πανδημίας, μιας ‘περιπατητικής’ παράστασης. Γινόταν σε βιβλιοθήκες όπου οι ηθοποιοί αφηγούνταν μια ιστορία, έναν μονόλογο που είχε σχέση με αυτά. Τώρα η  Όλγα Ποζέλη που σκηνοθετεί το Confess,  αποφάσισε να πάμε σε ένα σπίτι. Εκεί σας καλοδέχεται ένας ηθοποιός (εγώ είμαι αυτός) κι ύστερα σας ‘μοιράζει’ στα δωμάτια. Κάποιος θα μπει στην τραπεζαρία, κάποιος στο καθιστικό, στην κουζίνα, στο υπνοδωμάτιο. Εκεί βρίσκονται άνθρωποι με τη διάθεση να εξομολογηθούν, να ανοιχτούν σε άλλους ανθρώπους που σαφέστατα δεν γνωρίζουν – στους θεατές μας δηλαδή – με στόχο αυτό το ‘άνοιγμα’ των ηθοποιών να δημιουργήσει ένα ‘άνοιγμα’ κι από την άλλη πλευρά. Δεν θα το έλεγα σκοπό – είναι πιο αυστηρή λέξη –  αλλά διάθεση. Δεν παρουσιάζω τι θα δουν ή τι θα γίνει, απλά συνδράμω στο να κάνουν μια πρώτη γνωριμία με την ιδέα του ‘μοιράσματος’ τόσο από τη δική μας μεριά όσο και από τη δική τους. Οι θεατές έχουν έρθει να δουν μια παράσταση, πλήρωσαν εισιτήριο, έχουν πληροφορηθεί τι γίνεται κι έχουν αποφασίσει να έρθουν. Οι παραστάσεις είναι δυο ανά ημέρα, κάθε μια έχει ένα γκρουπ των τεσσάρων – πέντε ατόμων. Σε κάθε γκρουπ εξηγώ τι  σημαίνει για μένα η δουλειά μου, τι σημαίνει αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε και μετά τους οδηγώ στα δωμάτια όπου είναι λίγο πιο συγκεκριμένοι οι ρόλοι. Το δικό μου κείμενο επινοήθηκε από την ομάδα μέσω της τεχνικής του devised theatre, δεν είναι κάποιου συγγραφέα. Τα άλλα κείμενα είναι του Σάκη Σερέφα, του Ανδρέα Φλουράκη και της Μαρίας Γουλή.

 

Τι σημαίνει για σένα να μην έχεις έναν ρόλο συγκεκριμένο.

Τα χρόνια που έχω δουλέψει σαν ηθοποιός αρχικά, μετά σαν κουκλοπαίχτης κι ύστερα και στα δυο, κλήθηκα συχνά να υπάρξω σαν ενδιάμεσος μεταξύ αυτού που ονομάζεται κατ’ εξοχήν παράσταση και των θεατών. Σε πρόσφατη δουλειά που έκανα στη Γαλλία, αρκετοί νόμισαν πως ήμουν πάνω στη σκηνή για να διερμηνεύω τα κείμενα που δεν μπορούσε να καταλάβει κάποιος που δεν ξέρει γαλλικά ή αγγλικά ή ελληνικά. Ήταν πολύ ενδιαφέρον. Πολλοί, συνάδελφοι και θεατές κατάλαβαν ακριβώς τι κάνω. Κάποιοι όμως ήταν σίγουροι πως ήμουν διερμηνέας, επιλεγμένος από τον σκηνοθέτη από μια πρακτική ανάγκη. Αυτή η έννοια του ενδιάμεσου, υπάρχει έντονη και στο κουκλοθέατρο – με την έννοια ότι το άψυχο αντικείμενο ‘εμψυχώνεται’ από κάποιον κι αυτός ο κάποιος πάντα φέρνει ζητήματα στον θεατή, όπως το ποιός είναι, πως ερμηνεύει το ρόλο. Τα ζητήματα αυτά είναι πάντα ορατά στις ‘συμβατικές’ ας πούμε παραστάσεις, όσο κι αν δεν μου αρέσει ο όρος, που έχουν όμως ξεκάθαρες θέσεις. Ο Άμλετ είναι κάτι συγκεκριμένο. Βέβαια, συχνά ‘πειράζονται’ τα έργα,  έτσι έχουμε δει πολλούς Άμλετ. Αυτό γίνεται σε μια προσπάθεια του σκηνοθέτη ή της σκηνοθετικής ομάδας να προσδώσει κάτι επιπλέον στην εμπειρία του θεατή, κάτι διαφορετικό. Υπάρχει η έννοια του παρουσιαστή ή κομπέρ – πράγματα που έχω ακούσει κι έχω κάνει – ή του υποκινητή του κοινού. Είναι πολύ ιδιαίτερη συνθήκη κατά την οποία δεν πρέπει να είσαι ούτε πολύ ‘γλυκανάλατος’ ούτε ‘πολύ’ ηθοποιός, επειδή αυτό απομακρύνει το κοινό και το βάζει σε μια κατάσταση να σε δει, όχι να είναι μαζί σου. Είναι ενδιαφέρον παιχνίδι και η Όλγα μου έχει προσφέρει πολλές φορές αυτή την ενδιάμεση κατάσταση, πάντα με ευγένεια, ηρεμία κι αγάπη. Η παράστασή μας προσφέρει διαφορετική εμπειρία, δεν καταλαβαίνεις πότε άρχισε, ποιός μιλάει και ως τι, νομίζω πως είναι πολύ ενδιαφέρον για τον ανθρώπινο νου, έτσι το βλέπουμε εμείς τουλάχιστον.

 

Τι πιστεύεις πως μπορεί να πάρει ο θεατής από αυτήν;

Αυτό που είδα στις παραστάσεις, είναι ότι το κοινό έρχεται κάπως και φεύγει κάπως αλλιώς. Αυτό γίνεται πάντα στο τέλος και βλέπω ότι αυτή η εγγύτητα των θεατών μαζί μας, η διαδρομή τους από το ένα δωμάτιο στο άλλο οδηγεί τον καθένα και σε διαφορετικό συμπέρασμα. Άλλοι λένε πως μας οδήγησε σε αυτήν την παράσταση η πανδημία, άλλοι πως λέμε ιστορίες, παραμύθια. Μου αρέσει αυτό, να έρχεται κάποιος στο θέατρο για να δει και να ακούσει μια ιστορία. Άλλοι θεατές χάρηκαν που ήρθαν τόσο κοντά με ένα κείμενο, χάρηκαν τη διαδοχικότητα, την ελευθερία του να μην υπάρχει μόνο μια ιστορία, αλλά πολλές. Βλέπω τους θεατές να φεύγουν χαμογελαστοί, με την έννοια του ‘κάτι μου συνέβη και κάτι είπα κι εγώ’ καθώς, μας μιλούν. Σχολιάζουν αυθόρμητα από ανάγκη να το κάνουν, συχνά επειδή έχουν βιώσει κάτι που είδαν στην παράσταση. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να σχεδιάσεις, απλά επιθυμείς.

 

Ασχολείσαι και με το κουκλοθέατρο.

Γύρω στο 2005 τα Χριστούγεννα βρέθηκα στο Ζάππειο να λέω παραμύθια σε ένα θέατρο. Εκεί γνωρίστηκα με την Αγγελική Γουναρίδη που είναι κουκλοπαίχτρια και μου πρότεινε συνεργασία. Τελικά βρεθήκαμε να έχουμε – χωρίς να το περιμένουμε – μια ομάδα με το όνομα ‘Φτου Ξελευτερία’ για δέκα χρόνια περίπου. Το κουκλοθέατρο είναι υπέροχο πράγμα και το ίδιο υπέροχοι είναι και οι κουκλοπαίχτες στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει σχολή, αλλά δάσκαλοι, οπότε ο καθένας μας πηγαίνει από τον έναν δάσκαλο στον άλλον, σε σεμινάρια.. Υπάρχει ο σύλλογος ‘Unima Hellas’ που μας κάνει να νιώθουμε πολύ συντροφικά έτσι ώστε να πάμε αυτήν την τέχνη όσο πιο μακριά μπορούμε. Προσπαθούμε να επιμορφωνόμαστε συνεχώς, προσκαλούμε συναδέρφους από το εξωτερικό, μαθαίνουμε τις καινούριες τεχνικές, τα υλικά.. Το κουκλοθέατρο είναι μαγικός κόσμος, περιλαμβάνει το άυλο στο οποίο ο κουκλοπαίχτης είναι ο απόλυτος κυρίαρχος, με την έννοια του ότι μπορεί και ως σκηνοθέτης να ελέγξει τα πάντα. Η κλίμακα είναι μικρότερη και άρα μπορεί να ασχοληθεί με το κοστούμι της κούκλας, τον φωτισμό, το σκηνικό. Μπορεί να κάνει τα πάντα μόνος του, μια παράσταση εξ ολοκλήρου δική του. Βέβαια η μοναξιά δεν είναι πάντα πιο καλή, αλλά μερικές φορές είναι ωραία. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ξαναβλέπουμε παραστάσεις που έχουν κούκλες ή αντικείμενα κι απευθύνονται σε ενήλικες. Το κατεξοχήν κοινό είναι παιδικό και πηγαίνουμε αρκετά καλά, καθώς έχουμε τη δυνατότητα να επισκεπτόμαστε σχολεία. Αυτό φυσικά προ πανδημίας γιατί κατόπιν δεν ασχολήθηκε κανείς με το κουκλοθέατρο ή το παιδικό κι εφηβικό θέατρο, ούτε πάρθηκε καμιά σχετική απόφαση για να ξαναγίνουν αυτές οι παραστάσεις. Δεν υπάρχει πρωτόκολλο, κι εμείς δεν έχουμε ακόμη αρκετά ισχυρή φωνή, το προσπαθούμε όμως. Το κουκλοθέατρο σου δίνει δημιουργική ελευθερία καθώς μπορείς να χρησιμοποιήσεις και αντικείμενα, πέρα από κούκλες. Το θέατρο της Ξένιας Καλογεροπούλου έχει κάνει επικές παραστάσεις αλλάζοντας τη χρήση των αντικειμένων.  Στη Γαλλία το είδος ονομάζεται ‘Θέατρο Αντικειμένων’. Υπάρχουν επίσης παραστάσεις που συνδυάζουν κούκλες με σωματικό θέατρο. Το αγαπώ πολύ και κατά κάποιον τρόπο, με έχει σώσει. Βγαίνοντας από τη σχολή είναι συγκεκριμένα τα πράγματα και οι δουλειές που μπορείς να κάνεις. Κάνοντας κουκλοθέατρο μπόρεσα να συντηρήσω τον εαυτό μου και παράλληλα είχα την ευκαιρία να μάθω να κάνω λίγο φώτα, να φτιάχνω πράγματα, να νιώθω αυτόνομος. Αυτό είναι μαγικό.

 

Αγαπούν τα παιδιά το κουκλοθέατρο; Ρωτώ γιατί ξέρουμε πόσο κοντά στην τεχνολογία είναι.

Όταν ξεκινούσα, η ερώτησή σου αφορούσε την τηλεόραση. Τώρα αφορά μια άλλη οθόνη. Η τηλεόραση έχει καλώδιο και δεν κλείνει ποτέ. Το κινητό έχει μπαταρία και κάποια στιγμή κλείνει. Έχω δει παιδιά που μόλις έκλεινε το κινητό τους, έπαιζαν μπάλα. Αυτή είναι και η απάντηση. Η μπαταρία πάντα θα τελειώνει, η μπάλα όχι. Σε κάθε περίπτωση, ότι κάνουμε είναι ανθρώπινο, είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα. Δεν μπορείς να είσαι αρνητής της τεχνολογίας, ούτε να την εξυμνείς διαρκώς. Άλλωστε πλέον, οι παραστάσεις έχουν εμπλουτιστεί με την τεχνολογία και το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Σαν καλλιτέχνες, αυτό εισηγούμαστε, το ρυθμό, το φως, τη μουσική, το λόγο, την ιστορία.. Αυτά είναι τα εργαλεία μας και το ίδιο είναι και η τεχνολογία, ένα εργαλείο.

 

Επίσης, γράφεις.

Η αδερφή μου είναι φωτορεπόρτερ και της έγραφα κείμενα. Εργάστηκα έτσι για πολλά χρόνια ως κειμενογράφος, ειδικά για ταξιδιωτικούς προορισμούς. Έγραψα επίσης έναν τουριστικό οδηγό για τη Βουλγαρία. Τελευταία διαβάζω πολύ φιλοσοφία και κάνω τεράστια προσπάθεια να γράψω κάτι διαφορετικό. Δεν είναι εύκολο αλλά το προσπαθώ. Μου αρέσει το γράψιμο και με συγκινεί η ελπίδα πως κάποιος που θα το διαβάσει, ο ένας που ίσως το κάνει, σκεφτεί ‘αυτό δεν το ήξερα’ ή ‘δεν το είχα σκεφτεί έτσι’. Νομίζουμε πως ένα κείμενο είναι αυθύπαρκτο, αλλά δεν είναι έτσι. Το να έχεις κάτι τέτοιο στο μυαλό σου, θεωρώ πως σε κάνει να γράφεις πιο ανθρώπινα. Γενικά μου αρέσει να απευθύνομαι στους ανθρώπους, είτε με το θέατρο είτε το κουκλοθέατρο είτε το γράψιμο.

 

Πως ‘έμπλεξες’ με το θέατρο;

Είχα έναν φίλο στο σχολείο, πολύ καλλιτεχνική προσωπικότητα. Σκίτσαρε, διάβαζε, ζωγράφιζε, άκουγε μουσικές. Εγώ δεν ήμουν έτσι. Άλλος ένας φίλος που κάναμε πολλή παρέα εκείνη την εποχή ήταν μουσικός, έπαιζε πιάνο, κιθάρα… Νομίζω ότι ζήλεψα και σκέφτηκα πως έπρεπε να κάνω κι εγώ κάτι. Μου πρότειναν, καθώς θεωρούσαν πως είχα  ειρμό σκέψης και μπορούσα να παρουσιάζω ωραία αυτά που συζητούσαμε, να γίνω ηθοποιός. Ο ένας τους, ο Αλέξης, έφερε την κάμερά του μια μέρα και κάναμε αυτοσχεδιασμούς. Έτσι ξεκίνησα και κατάλαβα πως μου άρεσε, κυρίως το να παρατηρώ τον εαυτό μου στο πως μιλούσα, πως στεκόμουν..  Ύστερα μπήκα σε μια θεατρική ομάδα στη Γλυφάδα που έμενα τότε, γνώρισα την Κατερίνα Αλεξοπούλου που με προετοίμασε για τις εξετάσεις του Υπουργείου, πήγα στη Σχολή Φωτιάδη και.. συνεχίζω.

Πληροφορίες για την παράσταση ‘Confess/Εξομολογηθείτε’ εδώ