delakouras

Της Άννας Παχή

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης της παράστασης «Στη Νεκρά», Κώστας Δελακούρας, μιλά στο iART και δίνει άλλη διάσταση στις έννοιες «κρίση», «τέχνη» και κάτι παραπάνω. Όπως η παράσταση που σκηνοθετεί, έτσι και τα λόγια του θα σας βάλουν σίγουρα σε σκέψεις….

«Στη Νεκρά». Ένα έργο για την κρίση.

Κάτι που κρατά εφτά χρόνια, δεν είναι κρίση. Η κρίση κρατά μια βδομάδα, ένα εξάμηνο. Εφτά χρόνια, είναι η ζωή μας πια. Το έργο δεν αναφέρεται στην κρίση χρέους, ή στην κρίση ρευστότητας. Παρουσιάζει τις ζωές του δυτικού κόσμου. Γράφτηκε το 1994 στη Γαλλία, 22 χρόνια πριν κι εμείς, νομίζουμε ότι γράφτηκε χτες βράδυ. Όταν αυτό που συμβαίνει εδώ, συμβαίνει στην Ευρώπη τόσα χρόνια και ίσως περισσότερο, ενώ δεν ξέρουμε πόσο ακόμη θα κρατήσει, δεν μιλάμε πια για κρίση, αλλά για συνθήκη ζωής που τη βιώνουμε καθημερινά. Στην παράσταση, ήρωες δεν είναι οι άνεργοι, οι περιθωριακοί, τους οποίους σκεφτόμαστε συνήθως, αλλά αυτοί που έχουν δουλειά, οι υποτιθέμενοι μεσοαστοί, οι τακτοποιημένοι, εντός και εκτός εισαγωγικών. Αυτοί βιώνουν τον τρόμο του τι θα συμβεί, αν θα έχουν δουλειά την επόμενη μέρα. Δε νομίζω λοιπόν ότι κάνουμε ένα έργο για την κρίση, αλλά κάτι ρεαλιστικό.  Ζούμε κάτω από άλλα δεδομένα, άλλες συνθήκες. Το  «Στη Νεκρά» μιλά για τη ζωή μας.

 Όταν οι περισσότεροι προσπαθούν να παρουσιάσουν κάτι που θα κάνει τον κόσμο να ξεφύγει από αυτό, γιατί επιλέχθηκε το συγκεκριμένο έργο;

Για μένα, η αποστολή του θεάτρου και της Τέχνης είναι ψυχαγωγική και όχι απλά διασκεδαστική. Θεωρώ πως οι άνθρωποι ψυχαγωγούνται όταν επικοινωνούν με την αλήθεια. Όταν μια παράσταση, ένα έργο τέχνης τους δίνει αφορμή να σκεφτούν. Να προβληματιστούν, να γελάσουν. Νομίζω πως κι έτσι ξεχνιέσαι. Οτιδήποτε άλλο είναι αποφυγή του προβλήματος, όχι η λύση. Θα μου πεις, είναι μια παράσταση η λύση σε ένα πρόβλημα; Όχι, αλλά όσο επεξεργάζεσαι ένα θέμα, τόσο συμφιλιώνεσαι μαζί του, το κατανοείς κι αφού το κατανοήσεις, γίνεσαι ικανός να το λύσεις. Η ομάδα «Πλάνη» το έχει αυτό σαν αρχή. Δε νομίζω ότι η σωστή αντιμετώπιση από τους ανθρώπους του θεάτρου ή τους θεατές πρέπει να είναι αυτή του να «βάλουμε το κεφάλι μέσα στην άμμο». Υπάρχει σίγουρα και η διασκεδαστική τέχνη, αλλά υπάρχει και αυτή που σου δίνει αφορμή να ταυτιστείς με τους ήρωες, με το θέμα του έργου, να σκεφτείς, να συγκινηθείς, να συμφιλιωθείς με όλο αυτό, να το αναγνωρίσεις, να το αποδεχτείς και από κει και πέρα θα μπορέσεις να το λύσεις. Όπως όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο. Το βιβλίο δε σου δίνει τις λύσεις, σε συμφιλιώνει με τα συναισθήματά σου γιατί βλέπεις πως και κάποιος άλλος έχει νιώσει όπως νιώθεις εσύ. Αυτή είναι η αληθινή τέχνη του θεάτρου, να μη νιώθεις μόνος σου. Αυτό νομίζω.

Οι ιστορίες, όπως και το κείμενο είναι απόλυτα καθημερινά. Σα να μιλάς με το φίλο ή το σύντροφό σου.

Έχει κάτι από ντοκουμέντο. Είναι σαν ο συγγραφέας να κυκλοφορεί σε ένα καφέ, ένα λεωφορείο, ένα διαμέρισμα, ή στο δρόμο. Κρυφακούει τους ανθρώπους και καταγράφει αυτά που λένε κι αυτά που σκέφτονται.

Βλέπεις τις αντιδράσεις επί σκηνής και σκέφτεσαι «πως θα αντιδρούσα εγώ;». Με έβαλε σε πολλές σκέψεις.

Αν συμβαίνει αυτό, τότε έχουμε πετύχει.  Υπάρχει ανταπόκριση από το κοινό για αυτό και θα παραταθούν οι παραστάσεις. Πάμε καλά, στα πλαίσια πάντοτε της κατάστασης, των οικονομικών συνθηκών. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να έχουμε τον κόσμο που χρειαζόμαστε για να επικοινωνήσουμε την παράσταση. Και σιγά – σιγά έρχεται και μάλιστα διαφορετικών ηλικιών. Το κοινό έχει χωριστεί σε αυτούς που θέλουν να διασκεδάσουν και σε αυτούς που θέλουν να ψυχαγωγηθούν, που δεν  αρνούνται να δουν ένα έργο επειδή θα συγκινηθούν ή θα προβληματιστούν. Νομίζω πως το αντίθετο, είναι λάθος ζωής. Ας πούμε, ο ερωτευμένος θέλει να διαβάζει ποίηση. Όταν χάσει τον έρωτά του, το ίδιο. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχουν όμορφα συναισθήματα, μεγάλες ιδέες, μας ταξιδεύουν. Κι αν δε διαβάζουν ποίηση, ακούνε μουσική σιγοτραγουδώντας τους στίχους, που κι αυτό είναι μια σύγχρονη μορφή ποίησης γιατί οι νέοι δυστυχώς δεν ξέρουν τους ποιητές.

Μια ολόκληρη τάξη έχει ήδη υποβιβαστεί και δυσκολευόμαστε να το δεχτούμε αυτό, για να πάμε παραπέρα. Επιμένουμε να θεωρούμε ότι είμαστε στο ίδιο επίπεδο με πριν.

Στην εικόνα που δίνουμε προς τα έξω. Εσωτερικά υπάρχει κατάθλιψη και απομόνωση σε κάποιους ανθρώπους. Η πτώση μας συζητιέται σε ατμόσφαιρα γκρίνιας, όχι ωριμότητας. Η μεσαία τάξη δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται μόνο από την οικονομική της επιφάνεια αλλά και από τη μόρφωση, τους τρόπους, τις επιλογές, την αισθητική της. Θα μπορούσαμε να παραμείνουμε μεσαία τάξη χωρίς πολλά λεφτά και να έχουμε όλα τα άλλα. Χρειάζεται ένα υπόβαθρο, ένα παρελθόν πάνω στο οποίο να μπορείς να σταθείς. Νομίζω ότι έχει στραπατσαριστεί επειδή ήταν μεσαία μόνον οικονομικά. Λίγοι είχαν το υπόβαθρο ενός ανθρώπου που κατανοεί τι σημαίνει να είσαι πολίτης, ας πούμε.

Ο Καζαντζάκης είχε πει «αν κοιτάξεις το φόβο κατάματα, ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει». Αυτό δεν το κάνουν οι περισσότεροι.

Είναι αλήθεια. Προσωπικά σαν Κώστας, πριν από αυτήν την παράσταση, σκεφτόμουν κι έβλεπα αλλιώς κάποια πράγματα. Η ενασχόλησή μου με το κείμενο άλλαξε κι εμένα. Είδα κι άλλες πτυχές των πραγμάτων που αλλιώς μπορεί να μην τις έβλεπα ποτέ. Νομίζω ότι αυτό θέλει η παράσταση, για αυτό γράφτηκε το έργο.

Είναι επίσης ενδιαφέρουσες οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι άνδρες έχουν πέσει από το βάθρο τους, ήταν «υποχρεωμένοι» να έχουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια όπως και οι γυναίκες αντίστοιχα ήταν «υποχρεωμένες» να είναι όμορφες. Όλο αυτό γκρεμίστηκε ξαφνικά.

Για αυτό χρειάζεται το υπόβαθρο, για να μη γκρεμιστείς. Νομίζω πως ένας άνθρωπος είναι αξιόλογος για παρέα και γοητευτικός όχι μόνο για την εξωτερική του εμφάνιση ή τα χρήματά του. Η εμφάνιση συνηθίζεται μετά από λίγες μέρες. Ας θυμηθούμε τους φίλους μας. Δεν κοιτάμε πως είναι εξωτερικά.

Στο έργο κάθε χαρακτήρας έχει μια πορεία. Το στέλεχος, εκεί που μιλά για «γλύψιμο» στον προϊστάμενο είναι έως και σπαρακτικός. Αποκαλύπτει ίσως και γιατί έχουμε φτάσει μέχρι εδώ. Όταν δε μπορείς να πεις τη γνώμη σου στη δουλειά σου, κρύβεσαι συνέχεια, δεν επικοινωνείς.

Η παράσταση δείχνει τους ανθρώπους που βρίσκονται κάπου, να κλονίζονται. Σε μια σκηνή, ένας από τους ήρωες ψάχνει να βρει τον Μαρξ. Δεν είναι συνειδητοποιημένος κομουνιστής, δεν ξέρει καν για τι πράγμα μιλάει. Είναι ένας ταραγμένος άνθρωπος, σε σύγχυση, που κάπου, κάτι έπιασε το αυτί του και προσπαθεί καθώς τα λέει, να τα αντιληφθεί και να επικοινωνήσει με τους άλλους. Κάποτε ήταν ένας καλοβαλμένος μεσοαστός, τώρα γκρεμίζεται και δεν έχει πουθενά να κρατηθεί. Σε άλλο στιγμιότυπο έχουμε ένα ζευγάρι να ετοιμάζονται για τις πανάκριβες διακοπές τους γιατί μόνον έτσι νομίζουν πως θα περάσουν καλά. Δεν αντιλαμβάνονται ότι μπορεί να περάσουν το ίδιο καλά κάπου αλλού. Φυσικά τρομοκρατούνται όταν το χάσουν αυτό. Είναι η ασφάλεια και η εικόνα που θέλουν να δίνουν προς τα έξω. Όλοι εξάλλου, κάτι παριστάνουν.

Αυτό συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Το θεαθήναι έχει αντικαταστήσει την ουσία.

Βέβαια. Η εικόνα, τι παριστάνω, ποιος είμαι, πως με βλέπουν οι άλλοι. Αυτό δημιουργεί τρόμο σε αυτόν που το κάνει. Αν δηλώσω κάτι που δεν είμαι, δε μπορώ  να έχω επαφή με σένα γιατί κάποια στιγμή θα εκτεθώ, θα φανερωθώ. Για αυτό υπάρχει μια τεράστια μοναξιά. Ένας άνδρας συναντά μια γυναίκα. Εκείνος παριστάνει κάτι που δεν είναι, το ίδιο  κι εκείνη. Δεν πρέπει να δώσουν πολύ χρόνο ο ένας στον άλλον γιατί θα πέσει το ψεύτικο προσωπείο, οπότε αποτραβιούνται και μένουν μόνοι τους. Μπαίνουν στο facebook  στο οποίο κανείς δεν ποστάρει ότι κάθεται με τις πυτζάμες, τρώει και νιώθει μελαγχολία. Όλοι ανεβάζουν φοβερές φωτογραφίες, από φοβερές διακοπές,  καταπληκτικά πάρτι. Δεν είναι έτσι. Προσωπικά όταν μπαίνω στο facebook για να δω τα νέα της ημέρας, φοράω τις πυτζάμες μου κι έχω το σάντουιτς στο χέρι. Όλοι το κάνουν αλλά κανείς δεν το λέει. Όλοι είμαστε σταρ του εαυτού μας, δεν είναι φοβερό;  Αυτό λέει η παράσταση. Ειδικά η τελευταία σκηνή όπου η δουλειά έχει αντικαταστήσει την αγάπη, τον αισθησιασμό. Οι άνθρωποι δεν μπορούν πια να κάνουν έρωτα. Αυτή τη σκηνή διάβασα και αποφάσισα να ανεβάσω το έργο. Με συγκλόνισε. Αν τη διαβάσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος θα καταλάβουν τι συνέβαινε στο δυτικό κόσμο τις δεκαετίες μετά το 2000.

Πλέον η δουλειά έχει γίνει δουλεία. Ένας τόνος διαφορά.

Εννοείται. Δεν ξέρουμε πια αν δουλεύουμε για να ζούμε ή ζούμε για να δουλεύουμε. Θεωρώ πως η νέα τάξη πραγμάτων δε θέλει ανθρώπους που δουλεύουν για να ζουν αλλά εκείνους που ζουν για να δουλεύουν. Ούτε τη δημιουργικότητα επιθυμεί, θέλει απλώς να είσαι το εξάρτημα μιας μηχανής και το εξάρτημα δε μπορεί ποτέ να είναι δημιουργικό. Τη δημιουργικότητα πρέπει να την αφήνουμε στους ‘άλλους’, εκείνοι θα δημιουργούν, εμείς θα είμαστε το γρανάζι που θα γυρίζει κι όταν σταματά να γυρίζει, απλά θα καταναλώνει.

Μπορεί ένας άνθρωπος να ζει έτσι;

Προσπαθείς να φτιάχνεις δικούς σου, μικρούς πυρήνες που μιλούν την ίδια γλώσσα με σένα, όπως κάνουμε εμείς στην ομάδα Πλάνη. Άλλοι, δυστυχώς, στρέφονται στα αγχολυτικά. Η παράσταση αναφέρει τα αγχολυτικά ως «κοινωνικούς ρυθμιστές. Δε σπας καμία βιτρίνα, όταν παίρνεις αγχολυτικά. Τις γλύφεις τις βιτρίνες».   Πόσα ηρεμιστικά χάπια καταναλώνονται την ημέρα στο δυτικό κόσμο; Κάποτε διάβασα τα νούμερα, μιλάμε για δισεκατομμύρια. Αυτό μας λέει πολλά.

Μου έρχεται στο μυαλό ο πρώιμος χριστουγεννιάτικος στολισμός. Θες να στολίσεις; Άσε να μπει ο Δεκέμβρης, που είναι ο μήνας των Χριστουγέννων. Ένας φίλος, όταν του το είπα, μου απάντησε ότι αυτός που στολίζει, δε θα βγει στους δρόμους να φωνάξει.   

Σίγουρα. Καταρχάς, τι είναι πια τα Χριστούγεννα στο μυαλό των ανθρώπων; Δεν έχουν πια θρησκευτική έννοια, όλοι σκέφτονται «θα βγούμε για ψώνια». Το αντιμετωπίζουμε ως μια εμπορική γιορτή. Δε θυμάται κανείς τι είναι τα Χριστούγεννα. Είμαστε ιθαγενείς και μας κουνάνε καθρεφτάκια και φωτάκια. Έτσι μας αντιμετωπίζουν κι εμείς θα χαρούμε και θα χοροπηδάμε γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όταν θα υπογράφεται το τέταρτο μνημόνιο στην Ελλάδα, το δέκατο πέμπτο στη Γαλλία και ούτω καθεξής.

Πως μπορούμε να αντισταθούμε;

Μόνο με την Παιδεία και την Τέχνη, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Όταν γίνεσαι ικανός να ζήσεις έξω από τις καταναλωτικές ανάγκες που σου λένε ότι έχεις, τους νίκησες, δε μπορούν να κάνουν τίποτα. Νομίζω πως όταν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας καταλάβει ότι η ευτυχία δε βρίσκεται στον καταναλωτισμό αλλά σε άλλα πράγματα, τότε θα καταρρεύσουν όλα. Πλέον είναι παρωχημένο να βγεις στο δρόμο, ο κόσμος φοβάται. Τι να κάνει, να τα σπάσει και να κάψει άλλη μια φορά την πόλη; Με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετούνται άλλα πράγματα. Η μόνη λύση είναι να επιστρέψουμε σε άλλες καταστάσεις, ατμόσφαιρες που μας γεμίζουν, μας δίνουν χαρά. Η Τέχνη είναι λυτρωτική, υπάρχει για να ανακουφίζει τους ανθρώπους. Ίσως το μυαλό του ανθρώπου είναι το λάθος της εξέλιξης. Η φύση δεν καλύπτει όλες τις ανάγκες και τα ερωτηματικά που δημιουργεί το  ανθρώπινο μυαλό. Ο σκεπτόμενος άνθρωπος αναρωτιέται για πάρα πολλά, πράγματα για τα οποία η φύση δεν έχει δώσει ακόμη τις απαντήσεις. Οι απαντήσεις της είναι για πιο πρωτόγονες σκέψεις. Να ξυπνήσω, να φάω, να κοιμηθώ, να αναπαραχθώ. Το μυαλό του ανθρώπου, όταν χορτάσει το κορμί του, αρχίζει και αναρωτιέται πράγματα τα οποία δεν έχουν απάντηση. Κι όταν έφτασε σε αδιέξοδο, ανακάλυψε την Τέχνη. Άλλοι ανακάλυψαν τις θρησκείες. Οι θρησκείες μας γυρνούν στον πρωτογονισμό, η Τέχνη μας εξελίσσει ακόμη παραπέρα. Μήπως λοιπόν είμαστε το λάθος της εξέλιξης; Κανείς δε δίνει απαντήσεις. Ακόμη και τα μεγάλα μυαλά, πιθανολογούν. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι η Τέχνη. Όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, προσφέρει κάθαρση στους θεατές και τους δημιουργούς.

Πόσο δύσκολο είναι για τον ηθοποιό να συμμετέχει σε ένα τόσο έντονο έργο;

Σίγουρα είναι πολύ κουραστικό και σωματικά και ψυχικά. Αν όμως έχει πάει καλά η παράσταση, είναι ωραία. Προσωπικά δε θέλω να τελειώσει, θα μου άρεσε να παίζουμε συνέχεια.

Πάντως υπάρχει μια στροφή από το ανούσιο στο ουσιαστικό, ειδικά από μικρές ομάδες. 

Πάντα οι αλλαγές, τα νέα ρεύματα, οι τεχνοτροπίες, οι τάσεις, γεννιούνται στους μικρούς χώρους. Σε μικρά δωματιάκια, μόνοι τους κάποιοι πολεμάνε τη φθορά, για να παραφράσω τον Οδυσσέα Ελύτη. Δε γίνεται αλλιώς. Για να γίνει μαζικό κάτι, θα πρέπει να γίνει της μόδας. Ότι γίνεται της μόδας τραβάει και τυχοδιώκτες, αρχίζει η φθορά του. Κι εκεί βέβαια το σημαντικό είναι να μπορείς να κρατηθείς. Εδώ οφείλω να πω ότι κι η ομάδα Πλάνη θα ήθελε ενδεχομένως ένα μεγαλύτερο χώρο. Απλά εδώ μπορούμε και κάνουμε αυτό που θέλουμε. Δεν έχεις επιλογές. Αν θες να παρουσιάσεις κάτι, θα βρεις τρόπο να το παρουσιάσεις, οπουδήποτε. Θα παίξεις ακόμα και μέσα σε ένα περίπτερο.

Δύσκολο, ειδικά στην τέχνη όπου πάντα υπήρχε ένα σύστημα που άλλους τους δέχεται κι άλλους όχι.

Αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχεις τα χρήματα να πληρώσεις τη διαφήμιση που απαιτούν τα mainstream μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όμως, το «μπράβο» που εισπράττεις σε έναν μικρό χώρο είναι ανεκτίμητο σε σχέση με το πληρωμένο «μπράβο». Τα ξεπερνάς αυτά, δεν έχουν αξία, είναι αστειότητες. Γενικά πάντως στους μικρούς χώρους γίνεται μια τίμια προσπάθεια.

Πλέον αυτό εκτιμάται περισσότερο από ότι παλιότερα.

Από ένα μέρος του κοινού, ναι. Το βλέπω στον κόσμο που έρχεται κι επιλέγει να αφιερώσει ένα βράδυ εδώ. Αν του αρέσει, ακόμα καλύτερα. Εκείνο που με χαροποιεί πολύ, είναι όταν βλέπω κάποιον που έχει παρακολουθήσει παλαιότερη παράστασή μας να έρχεται και στις επόμενες. Είναι η επιβεβαίωση ότι του άρεσε αυτό που είδε.

Σκηνοθετείς και παίζεις ταυτόχρονα. 

Είναι δύσκολο και μεγάλη ευθύνη. Θεωρώ τον εαυτό μου ηθοποιό γιατί είναι πιο σπουδαίο αυτό, στο θέατρο. Το θέατρο είναι ο ηθοποιός. Δε μου αρέσει όταν ακούω «η παράσταση του τάδε σκηνοθέτη». Οι ηθοποιοί δεν είναι πιόνια στη σκακιέρα του. Ο πρωταρχικός δημιουργός είναι ο συγγραφέας. Μετά, το έργο ξαναγεννιέται από τους ηθοποιούς. Ο σκηνοθέτης είναι εκεί για να βοηθήσει τους ηθοποιούς όχι το αντίθετο. Για αυτό και πάντα στις σκηνοθεσίες μου δεν προσπαθώ να επιδείξω ευρήματα, αλλά να κατανοώ τι θέλει να πει ο συγγραφέας και μαζί με τους ηθοποιούς, που καταθέτουν ότι δημιουργικό έχουν πάνω στο ρόλο, το δοκιμάζουμε. Αν εξυπηρετεί την ατμόσφαιρα που όλοι μαζί έχουμε αποφασίσει ότι θέλουμε, το κρατάμε. Ο σκηνοθέτης είναι εκεί για να μπορεί ο ηθοποιός να δοκιμάζει πράγματα ελεύθερα. Πάνω από όλα, πρέπει να σκηνοθετείς σαν ηθοποιός.

Δείτε την κριτική και πληροφορίες  της παράστασης εδώ