Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτελούν ένα από τα ενδοξότερα κεφάλαια της νεοελληνικής ιστορίας, επειδή η νικηφόρα για την Ελλάδα έκβασή τους διπλασίασε τα σύνορα και τον πληθυσμό της χώρας μας, συνέβαλε στην αύξηση του εθνικού πλούτου και ισχυροποίησε τη θέση της όχι μόνο στα Βαλκάνια, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Βέβαια, η νίκη της Ελλάδας δεν ήρθε ως διά μαγείας, ούτε της χαρίστηκε. Για να το κατορθώσει αυτό η πατρίδα μας χρειάστηκε να δώσει σκληρές μάχες και να πληρώσει βαρύ κόστος, καθώς χιλιάδες παλικάρια θυσιάστηκαν στα πεδία των μαχών. Μία από τις πιο αιματηρές μάχες που δόθηκαν ήταν η μάχη του Κιλκίς-Λαχανά, που συνέβη στις 19-21 Ιουνίου 1913.

Ενώ στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο η Ελλάδα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία συμμάχησαν και πολέμησαν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σκοπό να απελευθερώσουν εδάφη όπου κατοικούσαν συμπαγείς δικοί τους πληθυσμοί, στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο βρέθηκαν αντιμέτωπες με τη Βουλγαρία, η οποία θεώρησε ότι την «έριξαν» στη μοιρασιά των εδαφών και προέβαλε υπερβολικές αξιώσεις, τηρώντας αδιάλλακτη στάση. Λόγου χάρη, διεκδικούσε εκ νέου την ανατολική Μακεδονία, καθότι πάγια επιδίωξή της ήταν η πρόσβαση στο Αιγαίο.

Στις 26 Οκτωβρίου 1912 (ημέρα που οι Έλληνες κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη) οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Κιλκίς, σκοπεύοντας να το αξιοποιήσουν ως ορμητήριο για τις επιχειρήσεις τους στη Μακεδονία και με απώτερο σκοπό να καταλάβουν αργότερα τη Θεσσαλονίκη. Διέπρατταν διαρκώς βιαιότητες εις βάρος των ελληνικών πληθυσμών και ταυτόχρονα κατασκεύαζαν ένα εκτεταμένο δίκτυο οχυρωματικών έργων. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε μια αμυντική γραμμή που εκτεινόταν από το Καλίνοβο (σημερινά Σουτογιαννέικα Κιλκίς) μέχρι το χωριό Λαχανάς στα βόρεια του σημερινού Νομού Θεσσαλονίκης. Στην πόλη είχαν απομείνει περίπου τριάντα ελληνικές οικογένειες, διότι είχε καταστεί άντρο των Βουλγάρων ανταρτών (κομιτατζήδων), οι οποίοι αλώνιζαν στη Μακεδονία απειλώντας και τρομοκρατώντας τους ελληνικούς πληθυσμούς.

Η ελληνική κυβέρνηση προέβη σε διακοίνωση προς τη βουλγαρική κυβέρνηση στις 12 Ιουνίου 1913. Η βουλγαρική πλευρά απέρριψε τη διακοίνωση και στις 16 Ιουνίου διέταξε επίθεση κατά των ελληνικών στρατευμάτων στη Νιγρίτα Σερρών και το όρος Παγγαίο. Η Ελλάδα έπρεπε να αντιδράσει άμεσα και αυτό ακριβώς έκανε.

Επειδή οι Βούλγαροι σχεδίαζαν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη και ήδη στις 17 Ιουνίου είχαν αναπτυχθεί στη γραμμή Βερτίσκος-Πολύκαστρο, οι Έλληνες με αρχηγό τον βασιλιά Κωνσταντίνο και επιτελάρχη τον αντιστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη παρέταξαν δέκα μεραρχίες πεζικού και μία μεραχία ιππικού (περίπου 120.000 άνδρες), αναγκάζοντας τους Βουλγάρους να καθηλωθούν σε γραμμή άμυνας στην περιοχή Κιλκίς-Λαχανά.

Η μάχη στον Λαχανά

Το βράδυ της 19ης Ιουνίου ο ελληνικός στρατός πέτυχε να καταλάβει το ύψωμα Γερμανικό, το χωριό Όσσα και την περιοχή Σκεπαστού. Το πρωί της επόμενης μέρας εξαπέλυσε την κύρια επίθεσή του. Δεχόταν αλλεπάλληλα σφοδρά πυρά, καθώς η μορφολογία της περιοχής ευνοούσε τους αμυνόμενους Βουλγάρους (ήταν εντελώς ακάλυπτη και συνέβαλε στην άριστη εποπτεία εις βάρος του επιτιθέμενου). Τελικά η 7η Μεραρχία κατάφερε να εισβάλει στη Νιγρίτα και στις 21 Ιουνίου το πεζικό μας εξαπολύοντας γενική επίθεση με λόγχη συνέτριψε τον βουλγαρικό στρατό και τον εξανάγκασε να υποχωρήσει προς τα τελευταία υψώματα της κοιλάδας του Στρυμώνα.

Εάν η 7η Μεραρχία καταλάμβανε εγκαίρως την γέφυρα του Στρυμώνα, θα συνέτριβε ολοκληρωτικά τους Βουλγάρους και θα απέκοπτε θα έτσι την βουλγαρική υποχώρηση προς τις Σέρρες….

(Συνεχίζεται)