Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Στην περιοχή του Κιλκίς ο ελληνικός στρατός, ύστερα από επίμονες και σφοδρές μάχες, σώμα με σώμα και τις λόγχες, αντιμετωπίζοντας τη λυσσαλέα άμυνα των εχθρών, κατόρθωσε την σύμπτυξη των βουλγαρικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να καταλάβει τις βουλγαρικές προφυλακές από την πρώτη μέρα. Μέχρι το απόγευμα της 20ής Ιουνίου οι ελληνικές μεραχίες προσέγγισαν σε απόσταση εφόδου έχοντας προωθηθεί μέχρι τη γραμμή Κάστρο – Μεγάλη Βρύση – Κρηστώνη – Κάτω Ποταμιά – Ακροποταμιά. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στοχεύοντας στη γρήγορη κατάληψη του Κιλκίς διέταξε νυχτερινή επίθεση. Τις πρώτες πρωινές ώρες ο στρατός μας κατέλαβε στρατηγικές θέσεις στα ανατολικά της πόλης. Καθώς ξημέρωνε η 21η Ιουνίου, πραγματοποίησε σφοδρή επίθεση με συνεχείς εφόδους. Στις 9.30 π.μ. διέσπασε τη βουλγαρική αμυντική γραμμή και απελευθέρωσε το Κιλκίς. Επιτέλους η ελληνική σημαία κυμάτιζε στην πόλη… Ο διοικητής στρατηγός Καλάρης τηλεγράφησε στό Γενικό Ἐπιτελείο: «Αγγέλω νίκην Κιλκίς. Εχθρός υποχωρεῖ εγκαταλείψας οχυρωμένας θέσεις…» Οι Βούλγαροι, καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες, υποχώρησαν προς τη Δοϊράνη και τον Στρυμώνα.

Η μάχη του Κιλκίς – Λαχανά υπήρξε μια από τις φονικότερες των Βαλκανικών πολέμων: στοίχισε 8.828 Έλληνες νεκρούς και τραυματίες, μεταξύ των οποίων και δέκα διοικητές μονάδων (Καμάρας, Καμπάνης, Παπακυριαζής, Κορομηλάς, Καραγιαννόπουλος, Διαλέτης, Κουτήφορης, Κατσιμήδης, Χατζόπουλος, Ιατρίδης), επειδή οι Βούλγαροι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του στρατηγού Στέφανου Σαράφη, «είχαν ορίσει καλούς σκοπευτές για να χτυπούν ειδικά τους αξιωματικούς που φαίνονταν γιατί γυάλιζαν τα χρυσά γαλόνια στο καπέλο και τις επωμίδες. Ύστερα από αυτό διατάχτηκε όλοι οι βαθμοφόροι να βγάλουν τα διακριτικά τους για να μην γνωρίζονται από μακριά». Η μάχη αυτή πραγματοποιήθηκε σε θερμοκρασίες που άγγιζαν τους 40ο Κελσίου. Από τις οβίδες που ρίχνονταν, έπαιρναν φωτιά τα χωράφια της πεδιάδας, που ήταν γεμάτα σιτάρι. Πολλοί στρατιώτες, που λόγω των τραυμάτων τους ήταν ανήμποροι να διαφύγουν, κάηκαν ζωντανοί…

Ο γιος του διοικητή Καμπάνη, Δημήτριος, στρατιώτης και ο ίδιος, δίνει για τον πατέρα του μια μαρτυρία που προκαλεί ρίγη συγκίνησης: «Είχε τα μάτια ανοιχτά. Το πρόσωπο γελαστό και ευχαριστημένο. Μόνο το στήθος του ήταν γεμάτο τρύπες. Στα χέρια του φορούσε γάντια καλοκαιρινά χακί, αλλά όπως ήταν σκισμένα και κρεμασμένα, κατάλαβα ότι είχαν κοπεί τα δάχτυλά του! Ἀργότερα, ὅταν εἶδα τά κιάλια του, πού ἦταν καί αὐτά γεμάτα βλήματα, ἀντελήφθηκα πώς ἡ ὀβίδα εἶχε σκάσει τήν ὥρα πού τά σήκωνε, γιά νά παρατηρήσει τίς ἐχθρικές θέσεις. […] Γιατί πραγματικά πρόσεχε ξεχωριστά τους άνδρες του και για να προστατεύσει τη ζωή τους είχε σκοτωθεί ο ίδιος.» Ο Βούλγαρος αντιστράτηγος Νικόλαος Ιβάνωφ έγραψε: «Όλα τα είχα προβλέψει, τα είχα σκεφθεί, όλα εκτός από την τρέλα των Ελλήνων». Άλλωστε και ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του είχε γράψει: « Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη».

Ένα ματωμένο γράμμα από έναν απλό στρατιώτη προς την αγαπημένη του: «Ἔχο ἕνα ἔστημα πώς κεγῶ θά πάγο νά φάγο κούμαρα νά βρό τόν παπούλημ ἀλά νά μή κλάψσ Βασιληκούλαμ· ἅμα ἦνε γιά τί Πατρίδα δάκρια δέν ἐχ’ κλάματα μοναχά γιά ὅσοι ψοφοῦν στό στρόμα· θημᾶμε τί ἔλεγε κι Μῆτρος τοῦ Παπούλ γιά τσεγναίκες τό παλιό κερό στή Σπάρτ: ἡ τάς ἡ ἐπιτᾶς. Κλάματα δέ θέλο· ντροπῆς πράματα νά σκοῦζτε γιά μᾶς ἐδό τσβουλγαροχτόν, ἐγκδιτάδες ντίπ κι γιά οὖλες τσατιμίες πού πράξαν σταδέλφια μας Μακεδόνοι». Και ένας λαβωμένος στρατιώτης φώναζε στο συμπολεμιστή του, που τον παρότρυνε να πάει στο χειρουργείο: «Τί ἔκανε, λέει; Μέ μία τσουγκρανιά νά φύγω; Τό παληοτόμαρό μου βαστάει ἀκόμα· ἔχω νά φάγω καί ἄλλους ἀπ’ αὐτούς τούς ἄτιμους πού σφάξανε γυναικόπαιδα!» Ο δε συνταγματάρχης Καμάρας, την ώρα που τον μετέφεραν θανάσιμα τραυματισμένο, έλεγε βουρκωμένος: «Ἄχ, πού σ’ ἀφήνω, σύνταγμά μου. Σᾶς χαιρετῶ, καλά μου παλληκάρια, καί μέ τήν εὐχήν μου ὅλοι ἐμπρός νά δοξάσετε τήν τιμημένη μας πατρίδα!» Ιδού το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής… (Οι μαρτυρίες προέρχονται από το βιβλίο «Αθάνατη Ελλάς» του π. Δημήτριου Καλλίμαχου, εθελοντή ιεροκήρυκα της Ε΄ Μεραρχίας και αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων.)

Η μάχη του Κιλκίς-Λαχανά ήταν αποφασιστικής σημασίας, επειδή κατάφερε καίριο χτύπημα στους Βουλγάρους και εδραίωσε την παρουσία του ελληνικού στοιχείου στη Μακεδονία. Και άνοιξε τον δρόμο και για άλλες νικηφόρες μάχες το καλοκαίρι του 1913, μέχρι την οριστική νίκη και την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στην Ελλάδα. Ο μεγάλος ποιητής μας Κωστής Παλαμάς, στη διάρκεια των αποκαλυπτηρίων του μνημείου των πεσόντων, απήγγειλε το ποίημα «Η Πατρίδα στους νεκρούς της», το οποίο τελειώνει ως εξής:

«Παιδιά μου, ὅσοι, προφῆτες μου, στρατιῶτες, ἀρχηγοί,

σάν τά λιοντάρια στήσατε κορμιά καί σάν τά κάστρα,

καί μεσ’ στή μακεδονική ματοθρεμμένη γῆ

βάλατε τήν εἰκόνα μου φερτή σάν ἀπό τ΄ ἄστρα

στοῦ Λαχανά καί στοῦ Κιλκίς τήν ἐκκλησιά τήν πλάστρα,

πνοές κι ἄν πλανάστε σ’ ἄλλη ζωή, λείψανα κι ἄν κοιμάστε,

σᾶς λειτουργῶ στή δόξα μου. Μακαρισμένοι νά ’στε».