xatzidakis_1

Της Άννας Παχή

Σαν σήμερα πέθανε, το 1994. Δεν είμαι σίγουρη. Μπορεί, τεχνικά, όταν όμως οι μελωδίες και τα τραγούδια ενός ανθρώπου παραμένουν στην καθημερινότητά σου, πως μπορείς να πεις ότι πέθανε; Όταν, πράγματα που έγραψε δεκαετίες πριν, παραμένουν φρέσκα, ζωντανά και μερικά – ακόμη και σήμερα – πιο μπροστά από την εποχή τους, ο θάνατος μοιάζει απλή λέξη.

Ο Μάνος Χατζηδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη, στις 23 Οκτωβρίου του 1925. Έμαθε πιάνο, ακορντεόν και βιολί. Στα χρόνια της Κατοχής εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής, παγοπώλης, βοηθός φωτογράφος και νοσοκόμος. Συνέχισε να μελετά μουσική και ξεκίνησε σπουδές Φιλοσοφίας τις οποίες δεν ολοκλήρωσε ποτέ.  Γνώρισε το Νίκο Γκάτσο, το Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Γιάννη Τσαρούχη. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση όπου συνάντησε το Μίκη Θεοδωράκη με τον οποίο έγιναν φίλοι.

Το 1946 ανακαλύπτει το ρεμπέτικο και γοητεύεται από αυτό. Αρχίζει να το μελετά και το φέρνει στο προσκήνιο. Λίγα χρόνια αργότερα, ιδρύει μαζί με τη Ραλλού Μάνου το Ελληνικό Χορόδραμα κι αρχίζει να παρουσιάζει τη δουλειά του. Γράφει μουσική για τη Μαρίκα Κοτοπούλη και την κωμωδία «Χοηφόροι», ξεκινώντας έτσι τη λαμπρή καριέρα του. Ακολουθούν πολλές ακόμη, ταυτόχρονα με τη σύνθεση προσωπικών του έργων όπως η «Ιονική Σουίτα», «Για μια μικρή, λευκή αχιβάδα» και άλλα.

Συνεχίζει γράφοντας μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, δε χρειάζεται καν να τα αναφέρω, τα ξέρετε όλοι. Το 1961 κερδίζει το Όσκαρ Τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά» χωρίς ωστόσο ο ίδιος να δώσει μεγάλη σημασία στο γεγονός. Έτσι κι αλλιώς δεν τον ενδιέφερε η δημοσιότητα. Το 1964 ίδρυσε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών, (που κράτησε μόλις δυο χρόνια), συνεργάστηκε με το Μωρίς Μπεζάρ, κι έγραψε κλασσικά έργα όπως το «Παραμύθι χωρίς όνομα», «Ο κύκλος με την κιμωλία», τα τραγούδια της παράστασης «Οδός Ονείρων» και το «Χαμόγελο της Τζοκόντας».

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει κάποιο αγαπημένο τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκι. Για μένα, είναι ολόκληρος ο δίσκος «Reflections», η συνεργασία του με τους New York Rock and Roll Ensemble το 1968.

Αν αναφέρουμε και αναλύσουμε ότι έκανε στη ζωή του ο Μάνος, θα χρειαστούμε εγκυκλοπαίδεια.  Δεν υπήρξε κάτι που να σχετίζεται με τη μουσική και να μην ασχολήθηκε μαζί του. Οι μελωδίες του, κατά κανόνα γλυκές και μελαγχολικές, είναι άμεσα συνυφασμένες με την ελληνική  λαϊκή παράδοση, την οποία ο Μάνος Χατζιδάκις όχι μόνο δεν απαξίωσε ποτέ, αλλά αντίθετα, την άφηνε να υφέρπει στο έργο του. Αν διαφωνείτε, σκεφτείτε την «Αθανασία», είναι ένα πρώτης τάξεως τσάμικο.


Υπήρξε πάντα αμφισβητίας και δε φοβόταν να αναθεωρεί τις απόψεις του. Οι δημόσιες παρεμβάσεις του υπήρξαν πολλές και καίριες. Ήταν αντίθετος στο λαϊκισμό, στο συντηρητισμό και την άκρατη εξουσία. Φυσικά λοιδορήθηκε, κυρίως από πασίγνωστη, νεκρή πια ιδεολογικά, φυλλάδα. Η ουσία είναι πως ο κόσμος αναρωτιόνταν πάντα τις πολιτικές του πεποιθήσεις, χωρίς να καταλαβαίνει πως ο Χατζιδάκις δε μπορούσε με τίποτα να ανήκει σε συγκεκριμένο χώρο. Οι απόψεις του δε λειτούργησαν ποτέ σε κομματικό κουτί.  Ακολουθούσε αυτό που θεωρούσε ο ίδιος σωστό, άσχετα με την ταμπέλα που του κρεμούσαν οι άλλοι. Για αυτόν σημασία είχε η μουσική, η αισθητική, η εξερεύνηση. Θεωρούσε πως το τραγούδι οφείλει να βασίζεται πέρα από τη μουσική, σε ποιητικό λόγο και ισχυρό μύθο.

Ποτέ δεν έπαψε να θεωρείται «αμφιλεγόμενος» με όλες τις έννοιες του όρου. Έκανε αυτό που ήθελε, με τον τρόπο που ήθελε, παρά τις επιθέσεις που δέχτηκε κατά καιρούς. Σίγουρα δεν ήταν άγιος, συχνά προκαλούσε. Όμως, τόσα χρόνια μετά, είναι παρών και στέκεται ψηλότερα από τους υπόλοιπους γιατί ήταν αυθεντικός και μιλά ακόμα στις καρδιές. Η μουσική του ήταν πάντα συναισθηματική και το συναίσθημα δεν πεθαίνει ποτέ. Όπως ο ίδιος.