Της Άννας Παχή

Θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ποιητής, ο Μάριος Λεβέντης συστήνεται στο κοινό του iart.gr με αφορμή το καινούριο του θεατρικό έργο «Τελευταία Απόστροφος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδη».

Ποια ήταν η πρώτη φορά που εκφραστήκατε μέσα από το γραπτό λόγο; Ποιο ήταν το έναυσμα;

Δημόσια ήταν με το θεατρικό έργο «Μωβ με γκρι» που κυκλοφόρησε το 2015 και  αποτέλεσε την αφετηρία μου. Το έναυσμα όπως έχω δηλώσει κι άλλες φορές, δεν το έχω ανακαλύψει και ίσως να είναι καλύτερα, να διατηρείται το μυστήριο, που άλλωστε, προσφέρει μια σειρά ανακαλύψεων και αποκαλύψεων που εξελίσσουν την υπόθεση. Ελπίζω να παραμείνει άλυτο. Για  να έχω κίνητρο, να συνεχίσω τις «έρευνες»!

Γράφετε θεατρικά έργα, δοκίμια, ποίηση. Υπάρχει κάποιος έστω και χαλαρός κοινός θεματικός παρανομαστής σε όλα αυτά;

Κοινός παρανομαστής είναι πάντα η ζωή. Και ευτυχώς είναι δύσκολη, για να μπορέσουμε να δοκιμάσουμε τις αντοχές μας, να μοιραστούμε τις δυνάμεις μας. Παρ’ όλο που κάθε τέχνη είναι ιδιαίτερη, δεν μπορώ να διανοηθώ το θέατρο χωρίς την ποιητική φλέβα στο σώμα του. Τουλάχιστον στα δικά μου έργα. Εκεί τρέχει το αίμα της «λύσης», του αποτελέσματος. Οι ρόλοι είναι άνθρωποι. Η ποίηση είναι πραγματικότητα και το όνειρο. Το όραμα και η πιθανότητα να τα καταφέρουμε. Ο λόγος είναι η ύπαρξη. Καθοδηγούμενη από την μεγάλη πρωταγωνίστρια που λέγεται ανάγκη. Φτάνει να μη φοβόμαστε να ομολογούμε ότι την έχουμε.  Ουσιαστικά, δεν αντέχουμε την αυτονομία, ζητάμε τους άλλους. Να μας αγαπήσουν, να ζήσουν μαζί μας, να μας κατανοήσουν… Γιατί λοιπόν να την αντέξει ένα έργο, που αναλαμβάνει να πει την αλήθεια; Χρειάζεται να βρίσκεται υπό την αιγίδα του ψέματος. Για να είναι μπορετή και προ πάντων εύηχη για να την ακούσουμε.

Μήπως όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος, η αλήθεια να “σκεπαστεί” τόσο από το ψέμα που να χαθεί μέσα σε αυτό; Πως μπορούμε να διακρίνουμε το ένα από το άλλο;

 Αυτό που προανέφερα είναι η συνθήκη, για να νοιώσει ο θεατής ασφάλεια. Στο θέατρο, έχεις τη δυνατότητα να εκφράσεις πράγματα, που ίσως να μην μπορεί να εκφράσει η καθημερινότητα. Εκτός αυτού, ο θεατής είναι έξυπνος, έρχεται υποψιασμένος, δεν έχεις το δικαίωμα να τον ξεγελάσεις, θα αντιδράσει. Το κυριότερο είναι ότι έχει την κυριαρχία της επιλογής. Δεν θα του επιβάλλει κανείς το ρεπερτόριο. Επομένως έρχεται για να ακούσει αυτό που έχουμε να του πούμε, αρκετές φορές δε, μπορεί και ο ίδιος να το γνωρίζει. Η επανάληψη γνώσης όμως είναι βάλσαμο, που το ζητά από μόνος του. Έχει ένστικτο. Αρκεί να τον κοιτάζεις στα μάτια, να έχεις καθαρή άρθρωση, να μη χάσει λέξη, να του προκαλείς τον ενδιαφέρον, να συνεχίσει να σ’ ακούει ή να σε διαβάζει. Το ψέμα καταρρέει. Είναι απλώς το ελαφρυντικό να δεχτεί το έργο. Όλοι όσοι δουλεύουμε για το θέατρο είμαστε ανασφαλείς. Δεν υπάρχει περίπτωση, να θέλεις ν’ ασχοληθείς με το θέατρο ως απόλυτα σίγουρος. Θα σε πετάξει απ’ τις φτερούγες του. Δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε όλα, παρουσιάζουμε μια αντίληψη της ιστορίας, μια εκδοχή της. Είναι ρίσκο και το παίρνουμε. Επίσης  η στιγμή, που παρουσιάζεται ένα έργο, έχει βαρύνουσα σημασία. Η σημερινή δυστυχώς είναι τεφρή και δεν υπόσχεται τίποτα. Γι αυτό και η κοινωνία επιστρέφει σ’ αυτά που γνώρισε. Το θέατρο λοιπόν είναι η σπίθα. Το αν θα την σκαλίσουμε για να ζεσταθούμε όσο γίνεται περισσότερο είναι στο χέρι μας και μόνο.

Αντιλαμβάνεται κανείς από το έργο και τον λόγο σας πως έχετε παιδέψει το μυαλό και το χαρακτήρα σας. Αυτό από μόνο του είναι εντυπωσιακό, πόσο μάλλον που είστε εξαιρετικά νέος. Νιώθετε ποτέ “εντός του κόσμου, αλλά έξω από αυτόν”; 

 Σας ευχαριστώ πολύ. Νοιώθω τον εαυτό μου, μόνο εντός του κόσμου, θέλω να του δώσω αγάπη και να τον εξηγήσω. Να τον παρατηρήσω, να τον αφουγκραστώ όταν κλωτσάει. Συχνά είναι ένα νεογέννητο μωρό, που περιμένει να το προσέξουμε, να του δώσουμε νερό και γάλα. Αποπειρώμαι να τον ξεκλειδώσω και να ρίξω την κλειδαριά, αφήνοντας κάθε είσοδο διατεθειμένη. Δεν μπορώ να σταθώ δίπλα του, ως εξωτερικός παράγοντας, πρώτος εγώ, δεν θα μου το επέτρεπα. Χτυπάω στην καρδιά του, τον σέβομαι. Βιώνω την αγωνία του, το τραύμα, το αδιέξοδο του και έχω την επιμέλεια να τα περιθάλψω. Είναι δύσκολο και απαιτεί μεγάλη αφοσίωση.

Ανήκετε στη γενιά που αντιμετωπίζει εξαιρετικές δυσκολίες, “πληρώνοντας” τα λάθη των προηγούμενων. Πολλοί αναγκάζονται να μετοικήσουν, άλλοι να μείνουν εδώ με κόστος τα όνειρά τους. Πως μπορεί η Τέχνη και το Θέατρο να βοηθήσουν να αλλάξει αυτό; Με τι πρέπει να οπλιστεί ο καθένας – νεότερος ή μεγαλύτερος – για να αντεπεξέλθει; 

Είναι γενικά αποδεκτό πως όλοι είμαστε πια στα όρια μας. Προσωπικά διαφωνώ με τις μεταβιβάσεις ονείρων στους ξένους τόπους, χωρίς να σημαίνει ότι δε συμμερίζομαι τη δίψα τους. Νομίζω ότι είναι το μόνο κόστος που αξίζει να ξοφληθεί όσο δαπανηρό – ψυχοφθόρο κι αν είναι. Εδώ όμως. Στην Ελλάδα, στην χώρα μας, που χρειάζεται τους νέους στους οποίους εναποθέτει το μέλλον της, όσο αβέβαιο κι αν δείχνει. Είναι και περιπτώσεις που αξίζουν τον κόπο, έχω την εντύπωση όμως ότι έχει φορεθεί στα πλαίσια μόδας η φυγή του «καλύτερου μέλλοντος». Το βρίσκω εξαιρετικά εγωιστικό. Αν μπορεί να αλλάξει κάτι, η οφειλή θ’ ανήκει στην Τέχνη, η οποία μπορεί άμεσα ν’ απευθύνεται  ευθύβολα στο κοινωνικό και το πολιτικό γίγνεσθαι. Μπορεί να προκαλέσει την αναδρομή της μνήμης μας. Υπήρξαμε πιο ανθρώπινοι κάποτε. Υπήρξαμε ερωτευμένοι, ποιητές, ονειροπόλοι, ενωμένοι, οραματιστές… Το θέατρο είναι το αντίβαρο για να ισορροπήσουμε, κυρίως μέσα μας.  Το έργο «Τελευταία απόστροφος»,  που παρουσιάζω φέτος στο κοινό, είναι αποτέλεσμα ενός θεάτρου, που ανησυχεί και διαμαρτύρεται. Ερωτεύεται και πληρώνει. Ελπίζει και αποφασίζει μα κυρίως, αντέχει. Οι γεμιστήρες μας, καλό θα ήταν να φουλάρουν με ανθεκτικό πείσμα, με αδιάβροχες δυνάμεις και πληθωρική κατανόηση. Ίσως εξαρτάται από μας.  Να μείνουμε λοιπόν, να το παλέψουμε. Κάθε γενιά έχει τα δικά της πιστοποιητικά. Όλοι κάνουμε λάθη, αρκεί να τα μετουσιώσουμε σε εξέλιξη ή έστω σε ένα ισχυρό μάθημα ανθρωπιάς.  Θα έρθει και το καλύτερο δεν γίνεται, δε μπορεί να έχει τόσο μεγάλο ρόλο το χειρότερο. Είμαι αισιόδοξος.

Τα σχέδιά σας για το μέλλον;  

Δεν συνηθίζω να με κακομαθαίνω σε σχέδια. Ο χρόνος είναι απρόβλεπτος. Προτιμώ ν’ αφήνομαι μεθοδικά στη στιγμή, που βρίσκω κατάλληλη. Απ’ την άλλη, τα όνειρα είναι διαχρονικά, αστείρευτα και τους παραδίνομαι. Σιωπηλά όμως, να μην τα τρομάξω. Ας μην τα εκθέσω ακόμη.