Ο μουσικός και συνθέτης Μπάμπης Μαρκουλής συστήνεται στο iart.gr και μιλά για την μουσική του πορεία.  

 

Μπάμπη, πότε άρχισες να ασχολείσαι με τη μουσική; 

Από πολύ μικρή ηλικία καθώς προέρχομαι από οικογένεια παραδοσιακών μουσικών της Σαντορίνης. Ξεκίνησα να παίζω λαούτο στα εφτά, σε επαγγελματικό σχεδόν επίπεδο, ‘ζυγιά’ που λέγαμε, βιολί και λαούτο δηλαδή, σε διάφορους ομίλους. Στα δεκαεφτά άρχισα να διευρευνώ κι άλλους μουσικούς ορίζοντες, με κιθάρες και ηλεκτρικό μπάσο. Υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι μου έδωσαν το έναυσμα να ακούσω κι άλλα πράγματα. Ήμουν απόλυτα δεκτικός σε όλα, έρχονταν πολύ φυσιολογικά, παρά τις παραδοσιακές μου καταβολές. Πιστεύω πως η μουσική είναι παγκόσμια, απλώς αλλάζουν οι δέκτες. Τι θέλουν να ακούσουν, που βρίσκονται, τι τους ερεθίζει περισσότερο ψυχικά. Επαναλαμβάνω πως με αγγίζουν όλα τα ηχοχρώματα. Απλά λατρεύω τη μουσική και αυτά που με κάνει και αισθάνομαι. Είχα ερεθίσματα λόγω της εφηβείας και των συνεργατών μου, έτσι άρχισα να ακούω ροκ, χέβι μέταλ και δυτική μουσική γενικά. Το 1985 βρέθηκε στα χέρια μου μια κασέτα του μεγάλου Chik Corea και με συνεπήρε οπότε κινήθηκα και σε αυτόν τον ‘κόσμο’, προσπαθώντας να τον αφομοιώσω, χωρίς όμως να απαρνηθώ τις ρίζες μας. Από εκεί και πέρα έψαξα, μελέτησα μπάσο, κιθάρα και λαούτο. Ήταν πολύ ενδιαφέρον.  

Για πολλά χρόνια υπήρχε η τάση να αφήνουμε πίσω την παράδοση και να πηγαίνουμε σε πράγματα πολύ ξένα.  

Υπάρχουν πολλοί καταξιωμένοι καλλιτέχνες που κράτησαν την παραδοσιακή μουσική σε λαμπρό επίπεδο. Είχα την τιμή και τη χαρά να συνεργαστώ με τον Νίκο Οικονομίδη, παίζοντας μαζί του λαούτο, από τα δώδεκα χρόνια μου. Επίσης, με την Μαρίζα Κωχ, που είναι κι εκείνη από τη Σαντορίνη. Ως μουσικός νιώθω πως δεν μου ‘επιτρέπεται’ να αφήσω πίσω την παραδοσιακή μουσική, γιατί με έφτιαξε αυτό που είμαι σήμερα. Οι περισσότεροι από εμάς, είμαστε αυτό που είμαστε λόγω της ιστορίας μας. Δεν μπορούμε να πάμε σε κάτι ξένο χωρίς να έχουμε έναν ‘καπετάνιο’ να μας πει προς το που θα πάμε και πως θα κυβερνήσουμε το καράβι. Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι που ακολουθούν μόνον τον δρόμο της δυτικής μουσικής, κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Η μουσική είναι πάντα μουσική κι όπως προείπα, παγκόσμια. Όλες οι νότες συνδέονται, απλώς με διαφορετικό τρόπο. Η παραδοσιακή μουσική είναι από τα βασικά στοιχεία του ανθρώπου, όχι μόνον του μουσικού. Ο καθένας μας, όταν γνωρίζει τις ρίζες του, από που προέρχεται, πως διασκεδάζει, τι λαογραφία έχει, νομίζω πως είναι πολύ πιο σταθερός και στις υπόλοιπες εκφάνσεις της ζωής του, σε αυτά που θέλει. Είναι πιο ολοκληρωμένος. Σήμερα, νιώθω μεγάλη χαρά για το γεγονός πως μπορώ να ανανγωρίσω από που ξεκίνησα και που ήρθα, το σέβομαι αυτό. Υπάρχουν επίσης πολλοί καλλιτέχνες τους οποίους σέβομαι και αγαπώ κι έχουν την ίδια άποψη και στάση που τους δίνει μια σφαιρικότητα σε όλα.  

Έχεις κάνει μια διασκευή στο παραδοσιακό ‘Στο’ πα και στο ξαναλέω’  

Είναι από τα πολύ αγαπημένα μου τραγούδια που έχει γραφτεί περίπου τρεις αιώνες πριν στην Λυδία, αν θυμάμαι καλά.  Το ερμήνευσε στον απόλυτο βαθμό η Μαρίζα Κωχ. Η μορφή που του έδωσα είναι οργανική, με μπάσο, λαούτο, κιθάρα και κρουστό, εμπνευσμένο από την διασκευή του Νίκου Οικονομίδη. Το τραγούδι αυτό με άγγιζε από τα παιδικά μου χρόνια ακόμη, το αγαπώ πολύ.  

Πότε συνέθεσες το πρώτο σου κομμάτι;  

Ήταν σε στιγμές που άρχισα να κοιτάζω τον εαυτό μου προς τα ‘μέσα’ και προέκυψε η ανάγκη να εξωτερικεύσω αυτό που αισθανόμουν. Το 1994, μετά από ένα ταξίδι μου στην Αυστραλία δημιουργήθηκε η ανάγκη να γράψω ένα ορχηστρικό με τον τίτλο Unique. Το θεωρώ όντως μοναδικό και το ίδιο feedback πήρα κι από εκείνους που το άκουσαν. Είναι υπέροχο συναίσθημα αυτό, το κυριότερο για κάποιον που παρουσιάζει κάτι δικό του. Έχει έναν χαρακτήρα θεωρώ και συνδυάζει το λαούτο που αγαπώ πολύ, είναι πολύ μελωδικό και μπορεί να εξελιχθεί και σε άλλα είδη μουσικής, με το μπάσο, τα τύμπανα..  

Υπάρχει και το ‘Helen’.  

Έχει το όνομα της κόρης μου. Προσπάθησα να αποτυπώσω τον χαρακτήρα της στο κομμάτι. Δεν είναι παραδοσιακό, είναι αυτό που κάνει εμένα, κάτι πηγαίο και κοιτάζοντας πίσω την εποχή που γράφτηκε το 2008 η παραγωγή έγινε το 2021. Περνάει ο καιρός… Της αρέσει πολύ και είναι περήφανη τόσο για το κομμάτι όσο και για την βίντεο παραγωγή του. Το αγαπάμε και οι δυο πολύ.  

Πόσο δύσκολο είναι να επικοινωνήσεις τη δουλειά σου;  

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε οι μουσικοί, έχουν να κάνουν με τις γενικότερες συνθήκες για το πως θα βγει προς τα έξω ένα κομμάτι. Για παράδειγμα το Psycho Entrance, γράφτηκε όταν ήμουν σε ένα ‘ψυχικό τέλμα’ θα μπορούσα να πω. Έχει να κάνει με τις διακυμάνσεις της ψυχής ενός ανθρώπου. Προσωπικά δημιουργώ για να αισθάνομαι καλά, και αυτό βγήκε προς τα έξω με πολύ άμεσο τρόπο και χωρίς ιδιαίτερο κόστος, εκτός από τον χρόνο. Ήθελα να μοιραστώ αυτό που έφτιαξα, κάτι που δεν έχει να κάνει με τα χρήματα. Τώρα πια υπάρχει η τεχνολογία που βοηθά να φτιάξεις ένα μάστερ. Βέβαια, έχω συνεργαστεί με εξαιρετικούς μουσικούς όπως ο Δημήτρης Κεραμιδάκης, που έπαιξε keyboards σε αρκετά κομμάτια, ο Δημήτρης Αντωνιάδης.. Το mix και το master έχουν γίνει στο στούντιο του Χρήστου Ταμπουρατζή -εξαιρετικός σε αυτό που κάνει- και η δουλειά αυτή βγήκε με την Tuncor. Ανέβασα τη δουλειά μου με πολλή χαρά. Ασχολήθηκα και με άλλα πράγματα, αλλά η ουσία είναι η μουσική. Ήταν πολύ δυσκολότερο κάποια χρόνια πριν που έπρεπε να κόψεις σι ντι. Τώρα στην ψηφιακή εποχή είναι πιο εύκολο. Το εργασιακό καθεστώς, αυτό είναι το δύσκολο για τους μουσικούς. Έχεις να παρουσιάσεις τον εαυτό σου ως session μουσικό για κάποιον άλλον καλλιτέχνη και μια ορχήστρα, για όποιο ύφος και είδος μουσικής. Εκεί οφείλεις να προσαρμοστείς στα δεδομένα.  

Δεν μετάνιωσα ποτέ που ασχολήθηκα με τη μουσική, θα με ακολουθεί μέχρι το τέλος της πορείας μου σε αυτή τη γη, ίσως και μετά. Έχω να μάθω ακόμα πολλά πράγματα και υπάρχουν τόσοι σπουδαίοι άνθρωποι γύρω μας μουσικοί, καλλιτέχνες, σε όλους τους χώρους. Τους ακούω και παίρνω έμπνευση για να δημιουργώ και ο ίδιος. Δεν θα πάψω ποτέ να τους ακούω. Θα ήθελα να είμαι καλά και να δημιουργώ. Υπάρχουν πράγματα που θέλω να κάνω στο άμεσο μέλλον αλλά αυτό επηρεάζεται και από τις καταστάσεις γύρω μας, και βλέπουμε την πραγματικότητα. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία, καμιά φορά με ‘πάνε’ λίγο πίσω ως προς την δημιουργικότητα. Όμως η μουσική και ο Μπάμπης δεν χωρίζουν. Προχωράμε μαζί. Να μαθαίνω και να δημιουργώ.