«Μπες στα Παπούτσια μου!»

…Θες να τα δοκιμάσεις;

Μια ημέρα ενός Αρτέμη

«Επιτέλους Παρασκευή» σκέφτηκε ο Αρτέμης καθώς έμπαινε στο υποκατάστημα της Τράπεζας ελαφρά αργοπορημένος όπως κι οι πιο πολλοί άλλωστε τέτοια ημέρα.

Η Διευθύντρια του υποκαταστήματος τον κοίταξε με νόημα μέσα από το τζάμι του γραφείο της αλλά δεν του είπε τίποτα καθώς το κινητό της χτύπησε διαδοχικά από τα τρία συνεχόμενα μηνύματα που έλαβε από την κολλητή της. Σίγουρα θα της περιέγραφε με λεπτομέρεια το χθεσινοβραδυνό της ραντεβού.

Ευτυχώς ο Δημήτρης ήταν εκεί και το ταμείο λειτουργούσε κανονικά αν και κάποιοι ηλικιωμένοι ήδη είχαν αρχίσει να παραπονιούνται για το ότι δεν είχε ανοίξει ακόμα το δέυτερο γκισέ.

«Αυτοί είναι τα Ζόμπι της Ημέρας» ψιθύρισε ο Αρτέμης στον Δημήτρη που προσπάθησε να συγκρατήσει το γέλιο του.

«Βγαίνουν με την ανατολή του ήλιου και πάνε μισοί στο ταχυδρομείο και μισοί στις τράπεζες, δεν τους σταματάει τίποτα, έρχονται κούτσα-κούτσα να μας πιουν το αίμα» συνέχισε ο Αρτέμης κι ο Δημήτρης δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα πνιχτό γέλιο.

«Νεαρέ! Είσθε και αργοπορημένος και φλύαρος» ακούστηκε μια γέρικη φωνή από την ουρά που έκανε τώρα τον Αρτέμη να γελάσει με την σειρά του. Η Διευθύντρια συνεπαρμένη από τα γλαφυρότατα μηνύματα της φίλης της δεν κατάλαβε την μικρή αναστάτωση στο ταμείο, η οποία όμως έληξε γρήγορα με τον ήχο του επόμενου αριθμού που σήμανε από το ταμείο του Αρτέμη.

«Η καλή ημέρα από το πρωί φαίνεται» ακούστηκε ο κύριος Μενέλαος που ήταν ο επόμενος στην σειρά. Ήταν χρόνια πελάτης στο κατάστημα καθώς είχε το μανάβικο της γειτονιάς και τακτικά δυο-τρείς φορές την εβδομάδα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έμπαινε τα πρωινά. Ήταν φανατικός ΑΕΚτζής όπως ο Αρτέμης και η χθεσινή νίκη στο μπάσκετ τον είχε κάνει να ξεκινήσει την ημέρα του με ένα πλατύ χαμόγελο.

«Όπως τα είπατε κύριε Μενέλαε να τα ακούσει και ο διπλανός μου» απάντησε ο Αρτέμης τσιγκλώντας τον Δημήτρη που ήταν Παναθηναϊκός και ήδη έκανε γκριμάτσες αποδοκιμασίας.

«Η φλυαρία συνεχίζεται και η ουρά μεγαλώνει» ακούστηκε πάλι η γέρικη φωνή η οποία τώρα συνοδεύτηκε από την παρατήρηση της Διευθύντριας προς τον Αρτέμη, η οποία βγαίνοντας να πάρει ένα καφέ από την καφετιέρα, έκανε μια μικρή άσκηση εξουσίας για να τηρήσει τα προσχήματα.

«Η Γρουσούζα και ο Χάρος» μουρμούρησε ο Αρτέμης εκνευρισμένος την ώρα που ο ηλικιωμένος πλησίαζε τον γκισέ.

«Δύο πράξεις νεαρέ…» άρχισε να λέει ο γέρος την ώρα που η πόρτα στο βάθος του υποκαταστήματος άνοιγε και μια πανέμορφη γυναίκα έμπαινε προχωρόντας προς την ουρά στα ταμεία.  Ο Αρτέμης νόμισε πως ένα αεράκι φύσηξε προς τα ταμεία από την κίνηση των καστανόξανθων μαλλιων της και ότι όλο το υπόλοιπο κατάστημα σκοτείνιασε μπροστά στην λάμψη της.

«Μα τι θα γίνει επιτέλους με εσάς νεαρέ; Είσθε τόσο αφηρημένος πια;» ακούστηκε πάλι η γέρικη φωνή και επανέφερε τον Αρτέμη απότομα στην πραγματικότητα.

«Ναι…μάλιστα…λοιπόν τι είπαμε ότι θέλετε;» επανέλαβε ο Αρτέμης κοιτώντας την όμορφη γυναίκα με την άκρη του ματιού του, όπως κι όλοι στην τράπεζα πλην του γέρου.  Κοιτάχτηκε με τον διπλανό του τον Δημήτρη διαγώνια. Ήξεραν και οι δύο τι θα γινόταν τα επόμενα λεπτά. Θα προσπαθούσαν να ρυθμίσουν έτσι τους πελάτες τους ώστε η όμορφη γυναίκα να πέσει πάση θυσία στο δικό τους ταμείο.

Ο Αρτέμης καθυστερούσε όσο περισσότερο μπορούσε τον γέρο ώστε να κλείσει την συναλλαγή μόνο την  στιγμή που θα ήταν η σειρά της κοπέλας επόμενη στην ουρά ώστε να καταλήξει στο ταμείο του. Ο Δημήτρης του έγνεψε θυμωμένος ότι αυτό δεν ήταν δίκαιο αλλά ο Αρτέμης του έκανε νόημα γελώντας ότι την ερωτεύτηκε σφόδρα.

Εκέινη την στιγμή ο Σταύρος ο υποδιευθυντής βγήκε από το γραφείο του και δήθεν τυχαία πήγε προς την όμορφη κοπέλα βρίσκοντας μια πρόφαση για να την πάρει στο γραφείο του και να την εξυπηρετήσει προσωπικά. Η κοπέλα απόρησε αλλά δεν είπε προφανώς όχι στην προνομιακή μεταχείριση και ακολούθησε τον Σταύρο στο γραφείο.

«Κόπανε» μουρμούρησε ο Αρτέμης ενώ ο Δημήτρης έριχνε ένα φάσκελο κάτω από τον γκισέ προς το γραφείο του υποδιευθυντή.

«Μα επιτέλους νεαρέ θα τελειώσουμε ποτέ;» ακόυστηκε ο γέροςτην ώρα που ο Αρτέμης ένοιωθε μια επιθυμία να λύσει την γραβάτα, να βγει από τον γκισέ και να περπατήσει ευθεία έξω από το υποκατάστημα χωρίς να κοιτάξει πίσω, και χωρίς να ξεχάσει να αδειάσει το ποτήρι με το νερό του πάνω στον γέρο…

Η ώρα του κοινού πέρασε γρήγορα όπως κάθε Παρασκευή με το μειωμένο ωράριο. Με το που έκλεισαν οι μπροστινές πόρτες στις δύο το μεσημέρι ακριβώς,  η Διευθύντρια έφυγε γρήγορα για τον καφέ της Παρασκευής αφήνοντας πίσω τον Σταύρο ως αναπληρωτή ο οποίος βέβαια πέντε λεπτά μετά έφυγε κι αυτός λέγοντας αυστηρά στο προσωπικό ότι θα τους έπαιρνε τηλέφωνο στις πέντε ακριβώς για να τσεκάρει τα κλεισίματα της εβδομάδας.

«Οι διευθυντές μας έφυγαν και μας άφησαν ως συνήθως όλες τις αγγαρείες» είπε η Νένα που ήταν στην υποδοχή/πληροφορίες πελατών.

«Και στα Κεντρικά θα λένε πως δουλεύουν ασταμάτητα έως τις πέντε το απόγευμα» συνέχισε ο Νίκος που ήταν  στην έκδοση πιστωτικών καρτών και στις προθεσμιακές καταθέσεις.

«Καλύτερα να λείπουν πάντως να μην μας πρήζουν, από το να είναι εδώ και να μην κάνουν τίποτα» είπε η Κατερίνα από τις θυρίδες.

Ο Αρτέμης που ήδη είχε βγάλει δύο κομμάτια πίτσα τα οποία είχαν περισσέψει από την παραγγελία του χθεσινοβραδινού αγώνα, έγνεψε μπουκωμένος ότι συμφωνούσε σε όλα.

«Σιγά βρε θα πνιγείς και μετά τι θα κάνει και η Λίνα που θα μείνει στο ράφι» του είπε ο Δημήτρης που τον κορόιδευε συχνά για τα παραπάνω κιλά του.

«Με τις γυναίκες που βλέπω κάθε μέρα η Λίνα θα μείνει στο ράφι σίγουρα» απάντησε ο Αρτέμης έχοντας μόλις καταπιεί την πίτσα και έχοντας φέρει στο νου του ξανά την όμορφη γυναίκα του πρωινού.

«Λες να την πήγε για καφέ ο Σταύρος και γι΄αυτό να έφυγε νωρίς ο κόπανος;» αναρωτήθηκε δυνατά.

«Σιγά μην τον κοίταξε αυτόν» είπε γεμάτος ειρωνεία και ανταγωνισμό ο Δημήτρης που θεωρούσε τον εαυτό του πολύ πιο όμορφο.

«Κι εσένα τι σε νοιάζει στην τελική ρε Αρτέμη αφού έχεις την Λίνα» ακούστηκε από το βάθος  η Κατερίνα.

«Εγώ έχω την Λίνα γιατί δεν μπορώ να έχω άλλη» σκέφτηκε αυτόματα ο Αρτέμης κουνώντας το κεφάλι του ενώ ταυτόχρονα κοίταγε την χοντρή κοιλιά του και το ανοιχτό κουμπί του παντελονιού του για να μην τον στενεύει την ώρα που έτρωγε.

«Αυτές όμως είναι τόσο όμορφες που τα έχουν όλα, κι αν ακόμα δεν τα έχουν, πάλι θα τους τα προσφέρουν και άρα μπορούν να τα πάρουν όποτε θέλουν έτσι απλά…» συνέχισε την σκέψη του και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

«Μάθατε ποιος πήρε την θέση του Χρήστου που ζουρλάθηκε στα Κεντρικά;» ακούστηκε πάλι ο Νίκος και αμέσως τράβηξε την προσοχή όλων.

Ο Χρήστος ήταν στην εξυπηρέτηση Πελατών Μεγάλης Περιουσίας στα Κεντρικά μέχρι που μια μέρα μπήκε στο γραφείο ντυμένος με ράσο. Στην αρχή οι συνάδελφοί του νόμιζαν πως έκανε κάποιο αστείο μέχρι που τους παρουσίασε μια επίσημη άδεια ρασοφορίας και τους δήλωσε την επιθυμία του να παραμείνει στην θέση του φορώντας πλέον μόνιμα το ράσο. Τις επόμενες ημέρες είχε γίνει αγώνας δρόμου από την Διοίκηση και χρειάστηκε η συμβολή της Αρχιεπισκοπής για να τον πείσουν να αλλάξει πόστο ώστε να μην τον βλέπουν οι πελάτες. Ήταν ξεκάθαρο ότι απαγορευόταν να τον απολύσουν ή να τον μεταθέσουν χωρίς την συγκατάθεσή του αφού έβαλε το ράσο έχοντας την σχετική άδεια.

Ήταν μια θέση με πολύ καλές προοπτικές καθώς η εξυπηρέτηση Πελατών Μεγάλης Περιουσίας είχε πολλά τυχερά για την καριέρα ενός τραπεζικού αν έμενε ο πελάτης ευχαριστημένος.

«Ποιος πήρε την θέση;» ρώτησε η Νένα με αγωνία.

«Η Ιωάννα η Τσουκαλά» είπε γελώντας με νόημα ο Νίκος.

«Μα αυτή ήταν από το Ανθρώπινο Δυναμικό!» αναφώνησε ο Δημήτρης «Τι δουλειά έχει εκεί; Με τι εμπειρία; Αυτή έπρεπε να στείλει εκεί κάποιον που να ταίριαζε όχι τον εαυτό της. Αδικία!» συνέχισε να διαμαρτύρεται.

«Η Ιωάννα από το Ανθρώπινο Δυναμικό» σκέφτηκε ο Αρτέμης «Αυτή η μελαχροινή κούκλα!» Ακόμα την θυμόταν από τότε που του είχε πάρει την συνέντευξη για να τον προσλάβει. «Όλος ο κόσμος φτιάχτηκε για τις όμορφες ενώ εμείς παλεύουμε στην αφάνεια για το κάθε τι καθημερινά» μουρμούρησε.

«Όλοι ξέρουμε την Ιωάννα επειδή είναι ωραία γκόμενα ενώ τον Αρτέμη στο ταμείο δεν τον ξέρει κανένας επειδή είναι χοντρούλης» φώναξε  δυνατά και σηκώθηκε να φύγει ενώ οι άλλοι είχαν αρχίσει να χασκογελούν από το ξέσπασμά του.

«Το …ούλης… τι το έβαλες;» φώναξε ο Δημήτρης αλλά ο Αρτέμης προχώρησε γρήγορα και έφυγε εκνευρισμένος μέσα στις σκέψεις του αφήνοντας την δουλειά του μισοτελειωμένη και τους φίλους του να γελάνε με τα καμώματά του.

«Να μου γκρινιάζουν οι γέροι κάθε πρωί για να δουν πόσα λεφτά έχουν λίγο πριν πεθάνουν λες κι έχει σημασία, να θέλει η Λίνα να την παντρευτώ επειδή απλά με αγαπάει πολύ λες κι εμένα μου έδωσε επιλογή, να πρέπει να τελειώσω κάθε μέρα την δουλειά μου χωρίς λάθη λες και θα πάρω καμιά αύξηση και να ζω όλη μέρα στην αφάνεια λες και ποτέ θα με προσέξει κανένας» μουρμούραγε ο Αρτέμης βγαίνοντας από την τράπεζα την ώρα που του φώναζε ο περιπτεράς «Γεια σου ρε Αρτέμη, έσκισε χθες ο δικέφαλος, έλα να σε κεράσω καφέ» ο Αρτέμης όμως δεν άκουγε.

Το κινητό του χτύπησε από το μήνυμα της Λίνας:

«Κούκλε μου έφτιαξα μια νέα συνταγή για κανελόνια που θα ξετρελαθείς! Σε περιμένω σπίτι μου σήμερα στις 9.30 να φάμε και να δούμε μια ωραία ταινία! Ξεκουράσου και πάρε με μόλις ξυπνήσεις.

Σ ’αγαπάω!»

Ο Αρτέμης κοίταξε το κινητό και είδε στην οθόνη το όνομα της Λίνας. «Ε ποιος άλλος θα ήταν» σκέφτηκε «ξέρω ξέρω με αγαπάει» μονολόγησε κάνοντας μια γκριμάτσα.

Κοίταξε το ρολόι της πλατείας και έλεγε 14.30. «Έχω τουλάχιστον επτά ώρες μέχρι να ακούω πάλι περί έρωτα κι αληθινών σχέσεων» σκέφτηκε για παρηγοριά.

Εκείνη την στιγμή μια κοκκινομάλλα γυναίκα γύρω στα είκοσι πέντε έστριψε από την γωνία που ήταν το Κέντρο Αισθητικής. Περπατούσε προς το μέρος του έχοντας την παραλιακή λεωφόρο πίσω της και το κόκκινο φόρεμά της μαζί με τα κόκκινα μαλλιά και τα κόκκινα παπούτσια της έκαναν μια υπέροχη αντίθεση με το γαλάζιο της θάλασσας και το μπλε του απογευματινού ουρανού.

Ο Αρτέμης δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της όπως περπατούσε ο ένας προς την κατεύθυνση του άλλου και έκατσε προς στιγμή σε ένα παγκάκι να την χαζέψει. Ήταν γνωστή σε όλους άλλωστε η αδυναμία του στις ωραίες γυναίκες.

«Ο κόσμος της ανήκει και το ξέρει» σκέφτηκε ο Αρτέμης παρατηρώντας τα κομψά πόδια της να βηματίζουν με τις κόκκινες γόβες σαν σε πασαρέλα. «Εγώ δεν υπάρχω για κανέναν» μονολόγησε κοιτώντας τα χοντρά καφέ παπούτσια του με τις φαγωμένες σόλες στην φτέρνα από το βάρος και το φαρδύ παντελόνι του από το σταυρωτό παλιομοδίτικο κοστούμι του.

Γύρισε πάλι το βλέμμα του στην όμορφη γυναίκα που ήταν τώρα μόλις δέκα μέτρα μακριά και κοιτώντας την αδιάκριτα μονολόγησε «πόσο θα ήθελα να ήμουνα στην θέση σου και για μια φορά να με κοιτούσαν όλοι». Έκλεισε τα μάτια και ονειροπόλησε και ένοιωσε ξαφνικά ανάλαφρος λες και έφυγαν πενήντα κιλά από την πλάτη του.

 

Μια ημέρα μιας Άρτεμις

Όπως ξανάνοιξε τα μάτια του σηκώθηκε να συνεχίσει μα νόμισε πως είδε κάποιον μπροστά του να τον προσπερνά περνά που του έμοιαζε πολύ.  Γύρισε το κεφάλι ενστικτωδώς να κοιτάξει πίσω άλλα πριν προλάβει να παρατηρήσει τον σωσία του, έπεσε πάνω σε κάποιον που προφανώς θα περπάταγε μπροστά του.

«Χίλια συγνώμη» είπε γυρνώντας για να συναντήσει το πρόσωπο ενός πενηνταπεντάρη άντρα όλο χαμόγελα. «Δεν σας είδα και…»

«Μα μην ζητάτε συγνώμη!» είπε αμέσως ο άντρας «Εγώ έπρεπε να σας δω» συνέχισε κοιτώντας τον Αρτέμη με ένα ηλίθιο βλέμμα κι ένα πιο ηλίθιο χαμόγελο.

«Εεε…οκ…δεν καταλαβαίνω αλλά οκ…συγνώμη και πάλι…» είπε ο Αρτέμης που περίμενε μάλλον να τ’ ακούσει από τον άλλο άντρα για την απροσεξία του ενώ έκανε να φύγει. Όμως ο άντρας συνέχισε.

«Όχι όχι, δικό μου το λάθος. Επιτρέψτε μου να σας συνοδέψω, να σας κεράσω ένα καφέ; Τι λέτε; Δεν μπορεί να είναι τυχαία μια τέτοια γνωριμία; Μια τέτοια συνάντηση;».

«Μα τι είναι αυτά που λέτε! Τρελαθήκατε;» απάντησε εκνευρισμένος ο Αρτέμης και τότε αντιλήφθηκε ότι δεν άκουγε την συνηθισμένη φωνή του… Αυτό που ακουγόταν ήταν μια φωνή γυναικεία. Κοίταξε στην τζαμαρία απέναντι στο κατάστημα με τα οπτικά και είδε την πλάτη του άντρα που είχε μπροστά του. Δίπλα όμως ακριβώς, στην θέση την δικιά του δεν έβλεπε τον Αρτέμη. Έβλεπε την όμορφη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά και το κόκκινο φόρεμα που παρατηρούσε πριν επίμονα κι ο ίδιος.  Πετάχτηκε πίσω ξαφνιασμένος και το είδωλο της γυναίκας στο τζάμι έκανε ακριβώς την ίδια κίνηση.

«Μην κάνετε έτσι» ακούστηκε ο πενηντάρης, «σας υπόσχομαι πως αν με γνωρίσετε καλύτερα θα…» Ο Αρτέμης όμως είχε ήδη τρέξει μακριά και είχε μπει μέσα στην στοά του παραδίπλα Εμπορικού Κέντρου ενώ η φωνή του άντρα ακουγόταν να φωνάζει «Αντώνη με λένε, εσάς;»

Κοντοστάθηκε για λίγο στην ασφάλεια της στοάς λαχανιασμένος, κοίταξε ξανά τον εαυτό του στο απέναντι τζάμι και παρατήρησε το πλούσιο μπούστο του να πάλλεται από τους χτύπους της καρδιάς του. Άνοιξε ένα κόκκινο τσαντάκι που βάσταγε και έβγαλε μια ταυτότητα που βρήκε μέσα. Παρατήρησε ξανά το είδωλό του στο τζάμι, το κόκκινο φόρεμα και τις κόκκινες γόβες του και μουρμούρησε «Εσένα σε λένε Αντώνη κι εμένα με λένε…Άρτεμις».

Έπιασε με τα χέρια του το πρόσωπό του και πίεσε ελαφρά τους κρόταφούς του για μερικά δευτερόλεπτα ώστε να συνέλθει λίγο από το αρχικό σοκ.  Μόλις άνοιξε πάλι τα μάτια του ένας νεαρός ήταν ήδη δίπλα του και τον παρατηρούσε.

«Ζαλίστηκες μανάρι μου; Σε ματιάσανε τέτοιο εργαλείο μωρό μου» του είπε και έκανε ένα βήμα μπροστά αλλά πριν προλάβει να πει κι άλλα, ο Αρτέμης μπήκε γρήγορα στο διπλανό μαγαζί με τα γυναικεία ρούχα και άρπαξε ένα φόρεμα για να κάνει πως ψωνίζει.

«Καλησπέρα» ακούστηκε η πωλήτρια «καλή επιλογή αν και με το κορμί σας θα σας πρότεινα κάτι πιο ιδιαίτερο. Είναι λίγο πιο ακριβό αλλά αν δεν το φορέσετε εσείς τότε ποιος να τολμήσει να το βάλει» είπε με χαμόγελο η νεαρή κοπέλα και έδωσε στον Αρτέμη ένα μαύρο εξώπλατο φόρεμα, με βαθύ ντεκολτέ. «Δοκιμάστε το σας παρακαλώ και ας μην το πάρετε.  Η κοπέλα επέμεινε καθώς έβλεπε τον Αρτέμη να στέκεται βουβός. «Να το δω φορεμένο πάνω σας και τίποτα άλλο δεν θέλω» συνέχισε πάντα με χαμόγελο και τον οδήγησε στα δοκιμαστήρια.

Ο Αρτέμης μπήκε στο δοκιμαστήριο και μόλις τράβηξε την κουρτίνα ένοιωσε μια ασφάλεια. Άφησε το νέο φόρεμα στην καρέκλα και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη. Αυτό που έβλεπε ήταν συγκλονιστικό.  Τα πόδια του ήταν ψηλά και λεπτά χωρίς ούτε ένα ψεγάδι, τα χέρια του ήταν πανέμορφα με μακριά δάχτυλα και κατακόκκινα βαμμένα νύχια. Κοίταξε το πρόσωπό του… σαρκώδη χείλη, πράσινα μάτια με μακριές μαύρες βλεφαρίδες και γαλλική μύτη. Ένοιωθε ότι καιγόταν ολόκληρος μέσα του από αυτό που έβλεπε. Κατέβασε το βλέμμα του στο μπούστο του και για μερικές στιγμές κόλλησε. Έπιασε με το δεξί του χέρι το ένα τιραντάκι από τον ώμο του και το κατέβασε, επανέλαβε από τον αριστερό και άφησε το φόρεμα να πέσει.

Ο Αρτέμης τα έχασε από το θέαμα «Μωράρα μου» σκέφτηκε αυθόρμητα  κι έπεσε πάνω στην καρέκλα του δοκιμαστηρίου. Δεν είχε δει ποτέ του κάτι πιο όμορφο ο κακομοίρης και η ειρωνεία ήταν πως δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα με αυτό αφού ήταν απλά δικό του.

«Μα τι κάνω. Παρενοχλώ τον εαυτό μου!» μουρμούρησε εκνευρισμένος με την αυθόρμητη αντίδρασή του.

«Είστε καλά;» ακούστηκε η πωλήτρια που άκουσε τον ήχο από την καρέκλα και ανησύχησε προς στιγμή.

«Ναι ναι μια χαρά καλή μου» είπε  ο Αρτέμης που ανέβασε ξανά το φόρεμά του για κρύψει το στήθος του και να δει τα πράγματα πιο καθαρά.

«Βρε τι πάθαμε» μονολόγησε, «πρέπει να σκεφτώ όσο έχω χρόνο και να καταλάβω ποιος είμαι» μουρμούρησε και πήρε το κινητό που βρήκε στο τσαντάκι και το άνοιξε με το δακτυλικό του αποτύπωμά. Εννέα μηνύματα ήταν αδιάβαστα τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά.

Τα πρώτα δύο ήταν από τον ίδιο άντρα που ανά ένα λεπτό έγραφε»

«Σε θέλω μωρό μου, τώρα! Πότε θα μου κάτσεις; Θα δεις θα σου αρέσει»

Ο Αρτέμης έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας, «μα είναι δυνατόν να γράφουν τέτοια, τι περιμένουν δηλαδή…». Το επόμενο μήνυμα ήταν πάλι από τον ίδιο με μια φωτογραφία γυμνή που δεν τόλμησε καν να την κοιτάξει. «Όχι μόνο το γράφει αλλά στέλνει και αποδείξεις για το πόσο μαλάκας είναι ο τύπος» μονολόγησε και πήγε στα επόμενα μήπως και καταλάβει ποιος ή μάλλον ποια ήταν τελικά.

Τα επόμενα δύο ήταν από κάποιον πρώην ο οποίος έκλεγε την μοίρα του με βασικό επιχείρημα ότι δεν μπορεί ποτέ να βρει πιο ωραία από αυτή και γι΄αυτό δεν αντέχει άλλο.

«Ωραίο επιχείρημα μεγάλε, με βάθος» σκέφτηκε ο Αρτέμης κουνώντας το κεφάλι δεξιά κι αριστερά και πήγε στα επόμενα τρία μηνύματα που μάλλον ήταν από κάποιον «νυν» και είχαν το εξής πρωτότυπο:

#1: «Που βρίσκεσαι! Γιατί δεν είσαι σπίτι σου; Πες μου που είσαι;»

#2: «Που είσαι! Είδα ότι σου έχει κάνει “like” ένας καινούργιος! Δεν πιστεύω να είσαι με αυτόν;»

3#:»Που είσαι; Ό,τι και να κάνεις θα το μάθω να ξέρεις»

Ο Αρτέμης απηύδησε κι έγραψε «Με τσάκωσες ρε μπαγάσα, κάτσε να πω στον άλλον να σβήσει το like και να κρυφτεί για λίγες ημέρες και σε παίρνω σε λίγο» αλλά κρατήθηκε να μην το στείλει γιατί δεν ήξερε ακόμα μήπως «ο φίλος του» ήταν κανένας μουρλός εκεί κοντά και έτρωγε και κανένα χαστούκι στο ξεκούδουνο αφού δεν ήξερε και την φάτσα του.

Το τελευταίο μήνυμα ήταν από ένα αριθμό χωρίς καταχωρημένα στοιχεία και έγραφε:

«Η συνέντευξη είναι για σήμερα στις 3.00μμ, Λ. Ποσειδώνος 178 Καλαμάκι στον 3ο Όροφο – Τουριστικό Πρακτορείο»

Κοίταξε το ρολόι του και ήταν ήδη τρεις και δέκα, έπρεπε να πάει οπωσδήποτε μπας και μάθει καμιά χρήσιμη πληροφορία. Η ώρα ήταν περασμένη αλλά η διεύθυνση ήταν πολύ κοντινή. Βγήκε βιαστικά από το δοκιμαστήριο παρατώντας το φόρεμα προς απογοήτευση της πωλήτριας και περπάτησε με γρήγορα βήματα προς το δίπλα κτίριο.

«Κωλάρα μου» ακούστηκε μια φωνή από το περίπτερο καθώς έμπαινε στο κτίριο για να ακολουθήσει και ο αντίλογος από τον πελάτη του περιπτερά «Με τέτοιο φόρεμα κι εγώ κωλάρα θα ‘χα» και γέλια από τους μόνιμους αργόσχολους που διακοσμούν κάθε κεντρικό περίπτερο.  Ο Αρτέμης ασυναίσθητα έβαλε το τσαντάκι πίσω του να κρύψει τα νέα του κάλλη καθώς περίμενε το ασανσέρ για τον τρίτο όροφο.

Η πόρτα άνοιξε από έναν εξηντάρη κύριο που φορούσε παλιομοδίτικο μπλέιζερ με πράσινο σακάκι και μπεζ παντελόνι ενώ μέσα στο σαλονάκι καθόταν ένας ακόμα συνομήλικος του με λίγο πιο μοντέρνο παρουσιαστικό φορώντας τζιν με μαύρο πουκάμισο. Ο δεύτερος εξηντάρης είχε και βαμμένο μαλλί για να κρύβει το λευκό της ηλικίας που δεν ταίριαζε με την εικόνα της χαμένης  νιότης που ήθελε να συντηρήσει απέλπιδα κι έκανε το καστανό χρώμα να παίρνει την χαρακτηριστική «κομοδινί» αποτυχημένη απόχρωση που καταλήγουν συνήθως τέτοιες προσπάθειες .

Ένα μπουκάλι από ακριβό ουίσκι Johnny Blue Label ήταν ανοιχτό και δύο πούρα Αβάνας σιγόκαιγαν στο χαρακτηριστικό απαραίτητο υπερμέγεθες τασάκι. Κακόγουστη λαϊκή μουσική ακουγόταν χαμηλά από τα ηχεία.

«Καλησπέρα» είπε ο Αρτέμης και έμεινε λίγο αμήχανος στην πόρτα χωρίς να τολμά να κάνει βήμα.

Οι δύο εξηντάρηδες κοιταχτήκανε σαν ξελιγωμένοι για μερικές στιγμές και ύστερα με ένα πλατύ χαμόγελο ο κύριος στην πόρτα είπε:

«Καλώς την Άρτεμις, έχουμε ακούσει τα καλύτερα από τον άνθρωπο που σε σύστησε, πέρνα μέσα, δεν σε πειράζει στην συνέντευξη να είναι και ο φίλος μου που έτυχε να είναι εδώ σήμερα από την Λαμία; Όλως τυχαίως πήρε σήμερα μια καινούργια Μερσεντές και είπαμε να το γιορτάσουμε λιγάκι».

«Γεια σας, Ιορδάνης, γοητευμένος» είπε ο δεύτερος και σηκώθηκε να του φιλήσει το χέρι.

Ο Αρτέμης είχε μείνει παγωμένος και αηδιασμένος κοιτάζοντας την κρυμμένη καράφλα που φαινόταν πια καθαρά κάτω από το γλειμμένο, αραιό,  βαμμένο μαλλί την ώρα που έσκυβε να του φιλήσει το χέρι.

«Εγώ είμαι ο Μιχάλης» είπε ο πρώτος και τράβηξε τον Αρτέμη από το χέρι να κάτσει στον καναπέ του σαλονιού ανάμεσά τους.

«Άρτεμις ένα ουισκάκι θα πιείς;» ρώτησε ο Μιχάλης και το βλέμμα του αλληθώριζε προς το βαθύ ντεκολτέ του Αρτέμη.

«Κύριε Μιχάλη όχι ευχαριστώ, δεν συνηθίζω να πίνω στις συνεντεύξεις, ήθελα απλά να ρωτήσω…»

«Ε όχι και κύριε μεταξύ μας βρε Άρτεμις τώρα που γνωριστήκαμε» διέκοψε απότομα ο Μιχάλης «Βάλε ένα ποτό ρε Ιορδάνη, έτσι κι αλλιώς η συνέντευξη τελείωσε, έτσι δεν είναι φίλε μου;»

«Βεβαίως, προσληφθήκατε!» είπε ξελιγωμένος ο Ιορδάνης και σηκώθηκε να βάλει ένα ποτό στον Αρτέμη μήπως και κοιτάξει λίγο πιο βαθιά μέσα στο φόρεμα από ψηλά.

«Μα δεν είναι δυνατόν» σκέφτηκε πανικόβλητος ο Αρτέμης, «δεν με έχουν ρωτήσει καν αν ξέρω αγγλικά, νομίζουν ότι είμαι η Μπουμπού Αντζέλα[1]! Με περνάνε τριάντα χρόνια ο καθένας το λιγότερο τα λιγούρια».

«Συγνώμη» είπε σε μια προσπάθεια να ορθώσει λίγο το ανάστημά του ο Αρτέμης «είμαι πολύ περήφανη και λεπτολόγος στην δουλειά που κάνω και θα ήθελα να μου εξηγήσετε την περιγραφή της εργασίας για την οποία με καλέσατε» άρθρωσε με σταθερή φωνή.

Ο Ιορδάνης που είχε σηκωθεί έκατσε ξανά φροντίζοντας να τον πλησιάσει λίγο περισσότερο ώστε να ακουμπάει τα πόδια του με τα δικά του ενώ ο Μιχάλης άπλωσε το χέρι του στον καναπέ φέρνοντάς το πίσω από τις πλάτες του Αρτέμη σαν αγκαλιά.

Ο Αρτέμης έφερε ξαφνικά στο μυαλό του την κοπέλα του την Λίνα να τον περιμένει με ένα γλυκό χαμόγελο και ζεστά κανελόνια στο μικρό της διαμέρισμα στην Αμφιθέα και προς στιγμή ένοιωσε την ζεστασιά της φυσιολογικής σχέσης, μια  ζεστασιά που χάθηκε από την αίσθηση ενός κρύου χεριού που έπιασε την γάμπα του.

«Λοιπόν Άρτεμις η δουλειά είναι ως εξής…» ξεκίνησε να λέει ο Μιχάλης την στιγμή που ο Αρτέμης πετάχτηκε από την πολυθρόνα σαν ελατήριο ρίχνοντας τα ποτήρια με τα ουίσκι πάνω τους και βγήκε τρέχοντας από την εξώπορτα.

«Παλιοκαριόλα που πας…» ακούστηκαν οι φωνές των δυο μπισμπίκηδων  πίσω του καθώς κατέβαινε με φόρα την σκάλα με κίνδυνο να σπάσει τα μούτρα του με τα τακούνια που φορούσε.

Μόλις βγήκε από το κτίριο σταμάτησε να βρει την ανάσα του λαχανιασμένος έχοντας κατέβει τρέχοντας τρεις ορόφους.

«Η κωλάρα γύρισε» ακούστηκε πάλι από το περίπτερο…

Τον Αρτέμη τον πιάσαν ξαφνικά τα κλάματα και άρχισε να περπατά γρήγορα για να διασχίσει το αίθριο του Εμπορικού Κέντρου. Παρατηρούσε ότι  όλοι οι άντρες τον κοιτούσαν, άλλοι του έκλειναν το μάτι, άλλοι έκαναν διάφορες χειρονομίες με νόημα, κάποιοι του ψιθύριζαν  αισχρά υπονοούμενα. Μια γυναίκα από ένα ζευγάρι ακούστηκε να λέει δυνατά στον άντρα της «μα ρούχα είναι αυτά που φοράει» την ώρα που ο άντρας της είχε ξελιγωθεί να τον κοιτάζει πίσω από τα μαύρα του γυαλιά και μια άλλη τον  φώναξε «αντροχωρίστρα».

Ο πενηντάρης, ο Αντώνης, που είχε πέσει πάνω του νωρίτερα εμφανίστηκε ξανά και άρχισε να τον πλησιάζει για να του πει κάτι. Προφανώς τον παρακολουθούσε τόση ώρα και περίμενε την ευκαιρία. Ο Αρτέμης πανικοβλήθηκε και άρχισε να τρέχει για λίγα μέτρα μέχρι που τον σταμάτησαν δύο νεαροί αστυνομικοί σε περιπολία.

«Όλα καλά δεσποινίς;» ρώτησε ο πρώτος και ο Αρτέμης ένοιωσε αμέσως την ανάγκη να πάρει δυο ανάσες στην ασφάλεια που πρόσφερε η παρουσία των αστυνομικών. Κοίταξε πίσω του και ο πενηντάρης είχε πια απομακρυνθεί στην θέα της περιπόλου.

«Ναι κύριε αστυνόμε, ευχαριστώ» είπε ο Αρτέμης,

«Φαίνεσθε ανήσυχη, πως ονομάζεσθε;» συνέχισε ο αστυνόμος με φαινομενική ευγένεια.

«Αρτέμης εεε μάλλον, Άρτεμις» διόρθωσε, «αλλά γιατί ρωτάτε;»

«Μιας και πέσατε πάνω σε περίπολο ας κάνουμε μια εξακρίβωση στοιχείων» είπε με πονηρό χαμόγελο ο αστυνομικός «όνομα, διεύθυνση και τηλέφωνο παρακαλώ. Α και μια ταυτότητα για επιβεβαίωση» είπε αλλά εκείνη την στιγμή για κακή του τύχη ένα σήμα στον ασύρματο για μια κλοπή τσάντας στο δίπλα εμπορικό έκανε τον άλλον αστυνομικό να τον τραβήξει από το χέρι απότομα φωνάζοντας «Έλα πάμε άσε το καμάκι και τρέχα τώρα».

Ο αστυνομικός έφυγε φωνάζοντας στον Αρτέμη «Μου την γλύτωσες σήμερα κορμάρα μου αλλά αύριο που θα μου πας, εδώ γύρω θα ‘σαι».

Ο Αρτέμης αποσβολωμένος έτρεξε σε ένα κοντινό καρτοτηλέφωνο και μπήκε στο θάλαμο κάνοντας ότι τηλεφωνεί για να τον αφήσουν λίγο ήσυχο. Δεν άντεχε άλλο, ήθελε να μην ασχολείται κανείς πια μαζί του, ήθελε να ξεφορτωθεί αυτό το σώμα που δεν άφηνε κανένα να κοιτάξει πέρα από το μπούστο του, ήθελε να βρει τους φίλους του στο γκισέ της τράπεζας να λένε τα ακίνδυνα καθημερινά τους αστεία, ήθελε να ευχαριστηθεί ένα αγώνα ποδοσφαίρου και μια μπύρα και ήθελε την αγκαλιά της Λίνας που δεν την ένοιαζαν τα παραπανίσια κιλά του και χαιρόταν να ακούει τις καθημερινές αστείες ιστορίες από την δουλειά την ώρα που θα του μαγείρευε κανελόνια.

Μισούσε αυτό το κόκκινο φόρεμα και αυτά τα τέλεια πόδια, δεν ήθελε να έχει κολάρα και σε λίγο θα νύχτωνε! Τι θα έκανε; Πως θα έβγαζε την νύχτα;

Ακούμπησε το κεφάλι του με απογοήτευση στο πλεξιγκλάς του θαλάμου και τότε τον είδε! Εκεί μπροστά του καθόταν ο Αρτέμης σε ένα παγκάκι. Ήταν ο παλιός καλός του εαυτός με το φαρδύ σταυρωτό σακάκι της δουλειάς που του έπεφτε μεγάλο, την ζώνη στραβά στερεωμένη, το πουκάμισο κακοβαλμένο και την γραβάτα δεμένη μακριά να περνάει την αγκράφα της ζώνης κατά πολύ.

Ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε δει τις τελευταίες δύο ώρες.  Βγήκε από τον θάλαμο και περπάτησε γρήγορα προς τον εαυτό του.

«Αρτέμη! Αρτέμη επιτέλους σε βρήκα» φώναξε με ενθουσιασμό αγκαλιάζοντάς τον.

Ο Αρτέμης την κοίταζε σαν χάνος με το βλέμμα του να στραβοκοιτάει κάθε λίγο το στήθος της.

«Αρτέμη έλα σύνελθε εγώ είμαι, δηλαδή εσύ! Πρέπει να με βοηθήσεις»

«Σε θυμάμαι έξω από το κατάστημα το απόγευμα που έβγαινα, ναι ναι…» συλλάβισε ο Αρτέμης «αλλά πως με γνωρίζεις, με περίμενες;» είπε παίρνοντας λίγο τα πάνω του.

«Ναι βρε Αρτέμη μου, εγώ είμαι η Άρτεμις δηλαδή εσύ… δεν θυμάσαι τι έγινε; Αρτέμη;

Ο Αρτέμης κοίταγε πάλι το κορμί της από πάνω μέχρι κάτω και ένοιωθε ότι ήταν η τυχερή του ημέρα. «Ναι ναι θυμάμαι που σε είδα, τι λες πάμε για ένα καφέ να τα πούμε ήσυχα; Αν θες επειδή μένω και κοντά πάμε και  σπίτι μου που έχω ένα απίθανο Κυπριακό χαρμάνι να σου φτιάξω. Τι λες;»

«Μα τρελάθηκες ρε Αρτέμη, δεν τα έχεις επτά χρόνια με την Λίνα που σε αγαπάει και σε περιμένει; Τι είναι αυτό που μου λες; Ούτε καν με ξέρεις και μου λες να πάμε σπίτι! Ξύπνα Αρτέμη. Εγώ είμαι η Άρτεμις δηλαδή εσύ!»

«Ποια είναι η Λίνα; Ποιος σου είπε ότι τα έχω με μια Λίνα, τα έχω χαλάσει καιρό και…» κάτι παραπάνω πήγε να πει ο Αρτέμης για να κρύψει την σχέση του μπροστά στο τυχερό που του συνέβαινε αλλά το χέρι της Άρτεμις έπεσε βαρύ πάνω στο μάγουλό του και τον χαστούκισε δυνατά. Τόσο δυνατά που ζαλίστηκε και σκοτείνιασε για λίγο γύρω του.

Μόλις άνοιξε πάλι τα μάτια του έπιασε ασυναίσθητα το αριστερό του μάγουλο που έτσουζε από το χαστούκι και το έτριψε απαλά. Μπροστά του βρισκόταν η όμορφη κοκκινομάλλα που κοιτούσε επίμονα νωρίτερα και του φώναζε με θυμό, ενώ πίσω της το ρολόι της πλατείας έλεγε 14.31 ακριβώς.

«Πρέπει να καταλάβεις κύριος ότι είναι αγκενέστατο να κοιτάς σαν ξελιγωμένος μια γκυναίκα έτσι και να μουρμουράς» είπε με σπαστά ελληνικά η κοπέλα.

Ο Αρτέμης έπιασε το μάγουλό του, έπιασε την παχιά κοιλιά του, κοίταξε τα χοντρά καφέ παπούτσια του και χαμογέλασε. Χαμογέλασε με τέτοια ευτυχία που η κοπέλα νόμισε πως την κορόιδευε. Τον κοίταξε με αηδία και σηκώθηκε κι έφυγε βρίζοντάς τον σε μια ξένη γλώσσα.

Ο Αρτέμης όμως ήξερα καλά γιατί γέλαγε. Αν είχε καταλάβει! Είχε καταλάβει και πολύ καλά μάλιστα. Έπιασε το κινητό του, πήγε στα μηνύματα  βιαστικά σαν να μην τον φτάνει η ώρα και έγραψε στην Λίνα:

«Αγάπη μου δεν χρειάζεται να ξεκουραστώ σήμερα, είχα εύκολη ημέρα, θα έρθω από νωρίς να ψωνίσουμε και να μαγειρέψουμε μαζί».

 

Φίλιππος Μορρίς 21/01/2018

[1] Ο γνωστός ρόλος της Ισμήνης Καλέση στο «Γκαρσονιέρα για δέκα»

 

Ο Φίλιππος Μορρίς είναι συγγραφέας της τριλογίας REM, στο πλαίσιο της οποίας έχουν κυκλοφορήσει τα δύο πρώτα βιβλία «ΑρπαΓή» και «Μαύρη Στίλβη».

Πρόκειται για ψυχολογικά θρίλερ με πρωταγωνιστή των Σάμιουελ Ντάιμοντς, που κινείται μεταξύ ΗΠΑ, Γουατεμάλας, Καμπότζης, Μεξικού, Ινδίας, με συμπρωταγωνιστές πρόσωπα που ενώνονται με έναν τρόπο μεταφυσικό και βρίσκονται στο επίκεντρο μύθων και μυστικών αιώνων.