navarino

Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης, που σε μεγάλο βαθμό έκρινε την έκβασή της, ήταν η περίφημη ναυμαχία του Ναυαρίνου (της σημερινής Πύλου). Συνέβη στις 8/20 Οκτωβρίου 1827 (με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο αντίστοιχα).

Το 1827 η Επανάσταση, ύστερα από τις θεαματικές πολεμικές επιτυχίες των πρώτων τριών ετών, κόντευε να σβήσει. Αυτό οφειλόταν από τη μια στις εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων (καθόλου πρωτότυπο) και από την άλλη στην απόβαση του Αιγύπτιου Ιμπραήμ Πασά με το στρατό του στην Πελοπόννησο, ο οποίος εδώ και δύο χρόνια λεηλατούσε και κατέστρεφε πόλεις και χωριά, ρήμαζε τις καλλιέργειες και κατέσφαζε τον ελληνικό πληθυσμό.

Την ίδια χρονιά όμως συνέβησαν και διπλωματικές εξελίξεις, ευνοϊκές για το λεγόμενο Ελληνικό ζήτημα. Τον Απρίλιο στον πρωθυπουργικό θώκο της Αγγλίας ανέβηκε ο φιλέλληνας Γεώργιος Κάνιγκ, ο οποίος αποφάσισε να πάρει πρωτοβουλίες υπέρ των Ελλήνων. Βέβαια σε αυτό δεν έπαιξαν ρόλο μονάχα τα φιλελληνικά του αισθήματα. Ο Κάνιγκ είχε αντιληφθεί ότι η Ρωσία ασκούσε πολύ ισχυρή επιρροή σε μεγάλη μερίδα των Ελλήνων (κυρίως λόγω του Ορθόδοξου δόγματος) και φρόντιζε να συντηρεί την επιρροή της αυτή, επειδή επιθυμούσε ελεύθερη δίοδο για τα πλοία της προς τη Μεσόγειο. Και η Αγγλία όμως, ως μεγάλη ναυτική δύναμη, είχε συμφέροντα στη Μεσόγειο, τα οποία ήθελε να διασφαλίσει και γι’ αυτό έκρινε σκόπιμο να ευνοήσει την Επανάσταση. Αλλά και η Γαλλία ήθελε να έχει την Ελλάδα υπό την επιρροή της και να μη μείνει έξω από το χορό. Οι τρεις Δυνάμεις στις 24 Ιουνίου/6 Ιουλίου 1827 υπέγραψαν τη Συνθήκη του Λονδίνου, η οποία επέβαλλε ανακωχή και προέβλεπε τη δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους που θα ήταν φόρου υποτελές στο Σουλτάνο. Σε μυστικό συμπληρωματικό άρθρο ορίζονταν τα μέσα που θα χρησιμοποιούσαν οι τρεις Δυνάμεις για να επιβάλουν τη Συνθήκη, αν οι Έλληνες και οι Τούρκοι (για αυτούς χτυπούσε η καμπάνα) δεν συμμορφώνονταν με τους όρους της. Οι τρεις Δυνάμεις έστειλαν και μοίρες των στόλων τους στην Ανατολική Μεσόγειο, για να επιβάλουν την ειρήνευση και να καταστείλουν την πειρατεία, που ζημιώνε τα εμπορικά τους συμφέροντα. Η Αγγλία είχε δώδεκα πλοία, η Γαλλία επτά και η Ρωσία οκτώ. Επικεφαλής ήταν αντίστοιχα ο αντιναύαρχος Κόδριγκτον και οι ναύαρχοι Δεριγνύ και Χέιδεν, των οποίων τα ονόματα δόθηκαν σε κεντρικούς δρόμους της Αθήνας.

Οι Έλληνες δέχτηκαν με ενθουσιασμό, κωδωνοκρουσίες και δοξολογίες τη Συνθήκη. Ο Ιμπραήμ όμως δήλωσε ότι έπρεπε πρώτα να λάβει εντολές από την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη και δεσμεύτηκε ότι ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος δεν θα απέπλεε από τον κόλπο του Ναυαρίνου (όπου είχε αγκυροβολήσει) μέχρι να έρθουν οι εντολές.

Εντούτοις, συνέχιζε ακάθεκτος τις καταστροφές στην Πελοπόννησο και διέταξε δύο μοίρες του στόλου του να κατευθυνθούν στην Ύδρα και την Πάτρα. Ο συμμαχικός στόλος επενέβη και έδωσε εντολή να επιστρέψουν στον κόλπο του Ναυαρίνου, διότι αυτές οι ενέργειες ήταν σαφής παράβαση της Συνθήκης του Λονδίνου.

Γι’ αυτό, οι τρεις Ευρωπαίοι ναύαρχοι αποφάσισαν να εισπλεύσουν στον κόλπο του Ναυαρίνου, ώστε να ελέγχουν την κατάσταση. Έτσι το μεσημέρι της 8/20 Οκτωβρίου 1827 ο συμμαχικός στόλος έκανε θεαματική είσοδο. Ο Κόδρικτον προειδοποίησε τον Ιμπραήμ ότι αν ο συμμαχικός στόλος δεχτεί πυροβολισμούς, θα επιτεθεί. Έστειλε και μία λέμβο με λευκή σημαία, ζητώντας από ένα αιγυπτιακό πλοίο να απομακρυνθεί. Οι Αιγύπτιοι απάντησαν με πυροβολισμούς, σκοτώνοντας έναν Έλληνα που ανήκε στο πλήρωμα της λέσβου. Ταυτόχρονα, επίθεση δέχτηκε και η γαλλική ναυαρχίδα. Έτσι ξεκίνησε σφοδρή μάχη, που κράτησε μέχρι αργά το απόγευμα. Αυτόπτες μάρτυρες διηγούνται ότι τα πλοία ήταν τόσο κοντά το ένα με το άλλο, που μπλέκονταν τα ξάρτια τους και τα πληρώματα μάχονταν και με πιστόλια. Χαρακτηριστικό ήταν ότι ο Κόδριγκτον πολεμούσε με κατεστραμμένη τη στολή του. Η ναυμαχία έληξε με συντριπτική νίκη των Ευρωπαίων, οι οποίοι κατέστρεψαν περίπου εξήντα τουρκοαιγυπτιακά πλοία και προκάλεσαν τρομερές ανθρώπινες απώλειες στους αντιπάλους τους παρά το γεγονός ότι αυτοί διέθεταν τριπλάσια πλοία από τους ίδιους. Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι η νίκη των Συμμάχων οφείλεται κυρίως στην έλλειψη συνεργασίας ανάμεσα στον τουρκικό και τον αιγυπτιακό στόλο, πράγμα που εκμεταλλεύτηκαν άριστα οι Ευρωπαίοι. Πάντως ήταν η τελευταία ναυμαχία στην Ιστορία που διεξήχθη εξ ολοκλήρου με ιστιοφόρα.

Εννοείται ότι ο Σουλτάνος, όταν έμαθε τα μαντάτα, έγινε πυρ και μανία. Οι Έλληνες πανηγύριζαν από χαρά, ενώ και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δέχτηκε το γεγονός με ενθουσιασμό, γιατί η νίκη θεωρήθηκε «κατόρθωμα των λαών». Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ρωσίας χάρηκαν ιδιαίτερα, για λόγους γοήτρου. Ωστόσο, η κυβέρνηση της Αγγλίας με το νέο πρωθυπουργό Ουέλλιγκτον (που ακολουθούσε διαφορετική πολιτική από τον Κάνιγκ) υποδέχτηκε πολύ ψυχρά την είδηση και ο βασιλιάς Γεώργιος Δ΄ χαρακτήρισε τη ναυμαχία «δυσάρεστο γεγονός» (untoward event), διότι η Αγγλία δεν ήταν επισήμως σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Κόδριγκτον λίγο έλειψε να περάσει από Ναυτοδικείο. Ενδεχομένως η στάση της Αγγλίας απορρέει από το γεγονός ότι, ενώ αρχικά στόχευε να δεσμεύσει τη Ρωσία, τώρα αισθανόταν ότι δεσμεύτηκε από τη ρωσική πολιτική.

Όπως και να έχει, η νίκη των Συμμάχων στη ναυμαχία του Ναυαρίνου ουσιαστικά έσωσε την Επανάσταση και έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.