kamtsis

Της Άννας Παχή

Ο πάντα δραστήριος Νικόλας Καμτσής, σκηνοθέτης, ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας, μιλά στο iART για τη «Φαίδρα», τη δράση που έχει θέμα τις οικογένειες που χωρίστηκαν λόγω των πολέμων. Ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα υπό ελληνική καθοδήγηση, εμπνευσμένο από τον ίδιο.

Τι πραγματεύεται η «Φαίδρα»;

Πρόκειται για δράση ενός ευρωπαϊκού προγράμματος που καταθέσαμε τον περασμένο Οκτώβριο κι εγκρίθηκε τον Απρίλιο, από την Διεύθυνση Πολιτισμού και Εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Ο τίτλος του είναι «Creative Europe» και συμμετέχουμε στα προγράμματα συνεργασιών (cooperation projects).  Στη δράση εμπλέκονται εφτά φορείς. Δύο είναι ελληνικοί, ενώ με ένα φορέα συμμετέχουν οι Γαλλία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία και Σουηδία. Το θέμα είναι «Family Separation», ο βίαιος χωρισμός των οικογενειών λόγω  πολέμων και πως αυτό μπορεί να «τροφοδοτήσει» το θέατρο και  την  Τέχνη γενικότερα. Είναι το μοναδικό ελληνικό πρόγραμμα στην κατηγορία του που εγκρίθηκε. Συνολικά κατατέθηκαν πεντακόσια κι εγκρίθηκαν 26 ή 27 σε ολόκληρη την Ευρώπη. Θα χρηματοδοτηθεί κατά 60% από την Ε.Ε. Στόχος είναι η πραγματοποίηση μιας κοινής παράστασης πάνω στο θέμα της προσφυγιάς, σε ένα εύρος χρόνου από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα. Θα ασχοληθούμε με το διαχωρισμό των οικογενειών, με το γεγονός πως άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά σε διαφορετικές πλευρές, παιδιά μεγάλωσαν χωρίς γονείς, γονείς δεν ξαναείδαν ποτέ τα παιδιά τους ή τα συνάντησαν όταν μεγάλωσαν πια. Στην Ελλάδα,  ζήσαμε αυτήν την κατάσταση και σαν μετανάστες μετά τον πόλεμο, σε χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστραλία και  αλλού, αλλά και σαν δέκτες προσφύγων. Για αυτό το λόγο, το πρόγραμμα είναι δομημένο σε ζεύγη. Έχουμε τρεις χώρες, Πολωνία, Ρουμανία και Βουλγαρία από όπου έφυγε σημαντικό μέρος του πληθυσμού, σε αντιστοιχία με άλλες τρεις, Ελλάδα, Γαλλία και Σουηδία που δέχτηκαν αυτόν τον κόσμο. Η παράσταση που θα πραγματοποιηθεί,  θα προκύψει από έρευνα ενώ θα βρίσκεται σε συνάφεια και συνεργασία με διάφορες ομάδες προσφύγων σε όλες τις χώρες. Θα προηγηθούν  workshops πάνω σ το θέμα, ενώ έχουν προγραμματιστεί και εκθέσεις αντικειμένων που θα προσφέρουν αυτοί οι άνθρωποι για το σκοπό του προγράμματος. Η παράσταση θα παιχτεί στην Αθήνα, στο Θέατρο «Τόπος Αλλού»,  στη Βουλγαρία και στη Σουηδία. Η Ελλάδα είναι ο leader,  καθώς είμαστε οι εμπνευστές του προγράμματος και  συντονίζουμε όλους τους φορείς που συμμετέχουν.

Μια κοινή παράσταση φορέων. Πως επιτυγχάνεται αυτό;

Οι ομάδες που προέρχονται από Βουλγαρία, Γαλλία και Σουηδία είναι καθαρά θεατρικές. Την ομάδα της Ρουμανίας την αποτελούν ηθοποιοί και σκηνοθέτες και αυτή της Πολωνίας είναι κοινωνική, ανθρωπιστική και φεμινιστική οργάνωση που σχετίζεται και με την Τέχνη. Όσοι συμμετέχουν, βρίσκονται σε άμεση σχέση με το θέατρο. Αναζητούμε ακόμη τον τίτλο, αλλά η παράσταση θα παιχτεί τον επόμενο Μάιο ή Ιούνιο. Θα επιδιώξουμε να πάει και σε άλλες χώρες, πέραν αυτών που έχει προγραμματιστεί. Ελπίζω να το καταφέρουμε.

Τόσο διαφορετικές ομάδες, πως μπορούν και συνεργάζονται;

Υπάρχει ο κοινός παρανομαστής, το θέατρο. Όλες τους διαθέτουν ανθρώπους  δημιουργικούς που επιθυμούν τη συνεργασία και διαθέτουν τις δικές τους τεχνικές. Θα υπάρξουν πολλές συναντήσεις. Τις κατευθύνσεις τις δίνουμε εμείς, ως συντονιστική ομάδα. Το πρόγραμμα, έτσι όπως έχει διατυπωθεί, αναθέτει συγκεκριμένους ρόλους στον καθένα. Το πιο δύσκολο κομμάτι, εκείνο που κυριολεκτικά σε ταράζει είναι η γραφειοκρατία, όχι το καλλιτεχνικό μέρος. Η Τέχνη είναι η δουλειά μας, την κάνουμε με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση.

Γιατί «Φαίδρα»;

Ο σύμβουλος που συνέταξε την πρόταση πήρε γράμματα από διάφορες λέξεις του τίτλου κι έφτιαξε το «Φαίδρα». Δεν έχει καμία σχέση με την ηρωίδα του Ευριπίδη.

Μιλήσατε πριν για έρευνα. Ποιος την κάνει και τι ακριβώς ερευνά;

Ένα επιτελείο θα συνεργαστεί με διάφορες ενώσεις προσφύγων, ο καθένας στη χώρα του και όλοι μαζί θα συγκεντρώσουν το υλικό που θα θεατροποιηθεί, μέσα από συνεντεύξεις και αφηγήσεις.

Ένα τόσο τραγικό πράγμα, ο βίαιος χωρισμός μιας οικογένειας, δυστυχώς επαναλαμβάνεται. Πόσο μάλλον με τις τελευταίες εξελίξεις, που αναμένεται να φέρουν μεγαλύτερα κύματα προσφύγων. Βλέπετε να σταματά κάπου αυτό;

Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι από τη στιγμή που έχει φτάσει σε αυτό το σημείο είναι δύσκολο να σταματήσει. Υπάρχει κίνδυνος να αυξηθούν οι ροές προσφύγων, που είχαν μειωθεί για λίγο καιρό. Δεν ξέρουμε τι θα γίνει.

Τι πιστεύετε πως έχει να προσφέρει αυτή η δράση; Σίγουρα είναι επίκαιρη, όμως ο κόσμος έχει ίσως «αλλοτριωθεί», έχει συνηθίσει την αγριότητα, τον τρόμο και το χωρισμό. Μπορεί να «ταρακουνηθεί»  όπως παλαιότερα;

Το θέατρο έχει αυτόν το ρόλο, να «ξεκουνήσει» συνειδήσεις. Να τις ξεβολέψει, να τις ευαισθητοποιήσει, έτσι ώστε όλα αυτά που μας φαίνονται πια οικεία, να πάψουν να είναι τέτοια. Να βοηθήσει  να προβληματιστούμε έστω και για μια στιγμή, να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι για να αντιμετωπίσουμε αυτά τα άγρια φαινόμενα. Το θέατρο δε λειτουργεί αλλιώς, δε μπορεί να χαϊδέψει αυτιά. Πόσο μάλλον σε κάτι τέτοιο, που δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει μπουλβάρ, ή θέαμα ενός «φρόνιμου» θεάτρου. Το θέατρο είχε πάντα δυο προβλήματα, αισθητικά και δραματουργικά: τη θεατροποίηση της Μεγάλης Λογοτεχνίας και της Ιστορίας. Οι απόπειρες που έγιναν και στις δυο περιπτώσεις, ήταν ή αποτυχημένες ή μεμονωμένες. Η Αριάν Μνυσκίν πέτυχε στην προσπάθειά της να θεατροποιήσει το «Μεφίστο» του Κλάους Μαν, είναι όμως εξαίρεση. Ο Βισκόντι προσπάθησε να κάνει το ίδιο με το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Προυστ. Δεν τα κατάφερε.  Σε μια τέτοια προσπάθεια, το πρώτο που γίνεται είναι μια εικονογράφηση όσων αφηγείται τέλεια η Λογοτεχνία και καταγράφει τέλεια η Ιστορία. Τα μεγάλα μυθιστορήματα είναι από μόνα τους, ολοκληρωμένα, αυθύπαρκτα, δε χρειάζονται τίποτα, μονάχα να τα  διαβάσεις. Οποιαδήποτε από τις παραστατικές τέχνες, το θέατρο, ο  κινηματογράφος, θα «μικρύνει» τη φαντασία σου που ως αναγνώστης, συμπληρώνει το έργο, προσφέροντάς σου τρομακτική ανάταση. Στον «Ηλίθιο» του Ντοστογέφσκι έχεις πλάσει το Μύσκιν  στο μυαλό σου, με έναν τρόπο. Εάν τον παίξει ο Τζέρεμι Άιρονς, που είναι βέβαια μεγάλος ηθοποιός, θα πάρει τη μορφή του κι αυτό θα σε περιορίσει. Η Ιστορία από την άλλη, καταγράφει τα πάντα με επιστημονικό τρόπο. Αν ο κινηματογράφος ή το θέατρο προσπαθήσει να τη θεατροποιήσει, υπάρχει ο κίνδυνος της παραχάραξης. Πάντοτε, αυτά τα δυο ζητήματα αποτελούσαν ένα ερωτηματικό. Εμείς τώρα, μέσα από ένα τέτοιο κοινωνικό πολιτικό γεγονός, χωρίς αυτούς τους περιορισμούς, καθώς δεν κάνουμε Ιστορία, ούτε Επιστήμη, θα ασχοληθούμε με τις ιστορίες των «μικρών» ανθρώπων. Εκείνων που η Ιστορία δεν ασχολείται με τη ζωή τους. Ξέρουμε για παράδειγμα τι έκανε ο Ροβεσπιέρος στη Γαλλική Επανάσταση, αλλά όχι  τι έκανε ο φτωχός στρατιώτης που άφησε την οικογένειά του για να πάρει τα όπλα. Γνωρίζουμε πως έζησε ο Χίτλερ ή ο Τσώρτσιλ, αλλά όχι τα βάσανα του γερμανού στρατιώτη ο οποίος πήγαινε από την Ελλάδα στο Στάλινγκραντ.. Θα χρησιμοποιήσουμε αυτές τις ιστορίες και θα προσπαθήσουμε να θεατροποιήσουμε τα συναισθήματα χωρίς να επιδιώκουμε να συμπληρώσουμε την Ιστορία. Θα ευαισθητοποιηθούμε από αυτές και θα τις ανεβάσουμε στη σκηνή σαν ένα ενδιαφέρον γεγονός. Το πόσο ενδιαφέρον θα είναι, εξαρτάται από το ταλέντο μας.

Αν κρίνω από την παράσταση «Νίτσε-Βάγκνερ, ένα θέαμα για το φασισμό», θα είναι πολύ ενδιαφέρον.

Αυτή η παράσταση ήταν παρόμοια απόπειρα, που ξεκίνησε από προσωπική φόρτιση λόγω της ανόδου του φασισμού. Όχι μόνο τη δική μου αλλά και των ανθρώπων του θιάσου. Τα λόγια που είπαν ο Νίτσε και ο Βάγκνερ, αν κι έγινε τεράστια έρευνα, δεν ξέρω αν θα τα «υπέγραφαν», σήμερα. Μπορώ να αποδείξω ότι είπαν όσα ακούσατε στην παράσταση, αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι. Ωστόσο, ελπίζω ότι αν ζούσαν θα συμφωνούσαν μαζί μου και θα καταλάβαιναν ότι δεν τους κατηγόρησα πως τροφοδότησαν το φασισμό. Τους υπερασπίστηκα, είπα πως κάποιος τους εκμεταλλεύτηκε. Αυτό το έργο ήταν μια προσέγγιση της Ιστορίας κι ένα θέμα που με απασχολεί, εδώ και καιρό. Προσπαθώ να κάνω τέτοιες παραστάσεις, όπως στην Παιδική Σκηνή, όπου ανέβασα την «Οδύσσεια», την ελληνική μυθολογία, τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» και άλλα. Τώρα με τη «Φαίδρα» μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω άλλη μια προσέγγιση. Τελικά ισχύει η ρήση του Μπέκετ: «Επιχειρούμε ξανά και ξανά για να αποτύχουμε καλύτερα».