Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Δεν είναι δυστυχώς σπάνιο φαινόμενο να αναγνωρίζεται η αξία ενός προικισμένου προσώπου στην πατρίδα του μετά τον θάνατό του, ενώ στη διάρκεια του βίου του έχει γνωρίσει την καχυποψία, την απόρριψη, ακόμα και τον χλευασμό ή έχει μείνει στην αφάνεια. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο συνθέτης Νίκος Σκαλκώτας.

Αν ρωτήσουμε τυχαίους Νεοέλληνες ποιους Έλληνες συνθέτες του 20ού αιώνα γνωρίζουν, κατά πάσα πιθανότητα θα μας απαντήσουν αυθόρμητα τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζηδάκι και ορισμένα άλλα ονόματα που συνδέονται με συγκεκριμένα είδη μουσικής ή που έχουν υπηρετήσει τη λεγόμενη «μαζική κουλτούρα». Κοινό στοιχείο όλων αυτών είναι ότι το έργο τους προωθήθηκε πολύ από τα Μ.Μ.Ε. Αντίθετα, ο Νίκος Σκαλκώτας δεν στάθηκε τόσο τυχερός στη ζωή του, με αποτέλεσμα το έργο του ακόμα και σήμερα να παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό.

Γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου 1904 και προερχόταν από οικογένεια με μουσική παράδοση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ο πατέρας του, Αλέκος Σκαλκώτας, έπαιζε φλάουτο στη φιλαρμονική ορχήστρα της Χαλκίδας. Στην ηλικία των πέντε ετών ξεκίνησε μαθήματα βιολιού με τον θείο του και στα έξι του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και ο ίδιος γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1918 με την ανώτατη διάκριση, το χρυσό μετάλλιο, το οποίο του απονεμήθηκε για την ερμηνεία του στο «Κονσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν. Τα επόμενα χρόνια έπαιζε βιολί σε διάφορες εκδηλώσεις. Δημοσίευε επίσης ποιήματα στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νουμάς», το βασικό όργανο έκφρασης των δημοτικιστών, σε μια εποχή που το δίλημμα «καθαρεύουσα ή δημοτική» ταλάνιζε την ελληνική κοινωνία.

Το 1921 όμως κερδίζει υποτροφία από το Ίδρυμα Αβέρωφ και αναχωρεί για ανώτερες σπουδές βιολιού στο Βερολίνο (αργότερα θα λάβει άλλη μία υποτροφία από τον Εμμανουήλ Μπενάκη). Τον κέρδισε τελικά η σύνθεση. Είχε δασκάλους σπουδαία ονόματα όπως ο Φίλιπ Γιάρναχ, ο Κουρτ Βάιλ και ο Αυστριακός Άρνολντ Σένμπεργκ, ο οποίος θεωρείται εισηγητής του δωδεκαφθογγικού συστήματος στη σύνθεση. Αυτό ορίζεται ως «μέθοδος σύνθεσης με δώδεκα μόνον αναμεταξύ τους σχετιζόμενους φθόγγους». Αυτή η μέθοδος καλλιεργήθηκε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου από τον Σένμπεργκ και τον κύκλο του και ονομάζεται επίσης «Δεύτερη Σχολή της Βιέννης».

Ο Σκαλκώτας εισήγαγε καινοτομίες στο σύστημα αυτό και δημιούργησε μια νέα δική του παραλλαγή. Σύμφωνα με τον μουσικολόγο Γεώργιο Ζερβό, πρωτοτύπησε χρησιμοποιώντας πολλές δωδεκαφθογγικές σειρές τις οποίες κατόρθωσε να εντάξει σε κλασικές φόρμες. Το έργο του χαρακτηρίζεται από την υιοθέτηση πολλαπλών μέσων έκφρασης και τη χρήση διαφορετικών μουσικών «ιδιωμάτων», πράγμα που τον καθιστά μοναδικό φαινόμενο στη μουσική του 20ού αιώνα. Μελέτησε με ιδιαίτερη ζέση την παραδοσιακή μουσική και κατάφερε να εντάξει στα έργα του στοιχεία από αυτήν με πολύ πρωτοποριακό τρόπο. Δύο από τα γνωστότερα έργα του είναι οι «36 Ελληνικοί Χοροί για Ορχήστρα» και το λαϊκό μπαλέτο «Θάλασσα».

Η προσωπική του ζωή είχε αρκετά σκαμπανεβάσματα. Το 1931 χωρίζει από τη σύντροφό του, τη Γερμανίδα βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο. Μαζί της είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την Άρτεμη και ένα μωρό που πέθανε στη γέννα. Ίσως αυτό το τραγικό γεγονός επέδρασε καταλυτικά στη σχέση τους. Το 1933 αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα, ενώ και ο Άρνολντ Σένμπεργκ (Εβραίος στην καταγωγή), αναχωρεί για τις ΗΠΑ, από φόβο για τους Ναζί. Ο Σκαλκώτας από την πρώτη στιγμή αντιμετωπίζει την καχυποψία και την αμφισβήτηση από το μουσικό κατεστημένο της εποχής. (Ουδείς προφήτης στον τόπο του.) Οι Έλληνες ομότεχνοί του αδυνατούσαν ή δεν ήθελαν να αντιληφθούν την αξία του έργου του και διέδιδαν ότι η μουσική του ήταν ακατανόητη και ασύμβατη με τους κανόνες που διδάσκονταν στα ωδεία. Τον αποκαλούσαν τρελό. Πιθανότατα τον φθονούσαν και φοβούνταν ότι, αν το ταλέντο του αναγνωριζόταν, θα έχαναν τις «καρέκλες» τους…

Για να μπορέσει να ζήσει, ο Σκαλκώτας καταδέχεται να παίζει βιολί στα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και στις ορχήστρες της Λυρικής Σκηνής και της Ραδιοφωνίας, παρότι θα του άξιζε να είναι το πρώτο βιολί. Βρίσκει διέξοδο στη σύνθεση και στο διάστημα 1935-1945 γράφει πάνω από εκατό έργα (όσο ζούσε στο Βερολίνο είχε γράψει περίπου εβδομήντα, πολλά εκ των οποίων χάθηκαν). Το 1944 οι Γερμανοί τον φυλάκισαν στο Χαϊδάρι.

Το 1946 νυμφεύεται τη Μαρία Παγκαλή, πιανίστρια στο επάγγελμα, και μαζί της αποκτά τον Αλέκο, που έγινε γνωστός ζωγράφος. Δυστυχώς οι δυσκολίες της ζωής και οι κακουχίες της Κατοχής έφθειραν την υγεία του. Το Σεπτέμβριο του 1949 επισκέπτεται το Δημοτικό Νοσοκομείο του Δήμου Αθηναίων, επειδή έπασχε από κήλη. Λόγω της μεγάλης ουράς δεν προλαβαίνει να εξεταστεί και ντρέπεται να εκμεταλλευτεί την προσωπική του γνωριμία με τον γιατρό. Δεν έχει χρήματα να απευθυνθεί αλλού, επειδή έχει ήδη κλείσει θέση σε κλινική για την έγκυο γυναίκα του. Επιστρέφει στο σπίτι και το βράδυ τον πιάνουν φοβεροί πόνοι. Σφίγγει τα δόντια, για να μη φωνάξει, μην τον ακούσει η γυναίκα του και ταραχτεί. Δε θέλει να κινδυνέψει ούτε εκείνη ούτε το μωρό τους. Το επόμενο πρωί (19 Σεπτεμβρίου) η καρδιά του Νίκου Σκαλκώτα έπαψε να χτυπά… Μία μέρα μετά γεννήθηκε ο δεύτερος γιος τους, Νίκος, που έγινε πρωταθλητής στο σκάκι.

Ο Νίκος Σκαλκώτας ανήκει στο πάνθεον των σπουδαιότερων συνθετών του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τη εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα», «Το έργο του διακρίνεται ακόμη για την αυτόματη επίλυση των δυσκολότερων συνθετικών προβλημάτων που βασάνισαν ακόμη και τους μεγαλύτερους σύγχρονους συνθέτες». Ο αυστροβρετανός μουσικολόγος και κριτικός Χανς Κέλερ τον κατατάσσει ανάμεσα στα τέσσερα κορυφαία «Σ»: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας και Σοστακόβιτς.