Της Άννας Παχή

Ο Νίκος Τερζάκης, μιλά στο iart.gr για το μουσικό του ξεκίνημα, τις σημαντικές συνεργασίες αλλά και τα σχήματα στα οποία δραστηριοποιείται, σχήματα που συνδυάζουν τα jazz – rock ακούσματα με τον πλούτο της ελληνικής, παραδοσιακής μουσικής.

Νίκο, πως ασχολήθηκες με τη μουσική;

Ήμουν στo Γυμνάσιο όταν μετακόμισε κάτω από το σπίτι μας ο εξαιρετικός μουσικός Πέλος Ηλιάδης. Έπαιζε μπουζούκι και κιθάρα. Όταν τον άκουσα, συγκινήθηκα τόσο πολύ που του ζήτησα να μου δείξει κι εμένα. Έτσι κι έγινε. «Εθίστηκα» στη μουσική, όταν γυρνούσα από το σχολείο, πετούσα την τσάντα κι έπιανα αμέσως την κιθάρα. Με ‘τρώγαν’ τα δάχτυλά μου.

Τότε κατάλαβες πως αυτό ήθελες να κάνεις;

Δε μπορώ να πω κάτι τέτοιο. Το αγαπούσα όμως πάρα πολύ, παρόλο που συνάντησα αντιδράσεις από τον πατέρα μου, δεν ήθελε να γίνω μουσικός. Αλλά, στο τέλος τα κατάφερα.

 

 

Πότε εμφανίστηκες πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο;

Το πρώτο live ήταν στην δευτέρα Λυκείου με μια ροκ μπάντα που είχαμε στο Πολυκλαδικό, το σχολείο μας. Μουσική δίδασκε ο Δημήτρης Λάιος. Τότε έπαιζα μπάσο καθώς όλοι οι υπόλοιποι ασχολούνταν με την κιθάρα. Μια μέρα, ο Δημήτρης επικοινώνησε μαζί μου, ζητώντας να βρω ένα μπάσο (δεν είχα δικό μου) για να παίξω σε μια εκδήλωση στο «Μεγάλη Βρετάνια», γάμος ήταν νομίζω. Βρήκα το μπάσο, πήγα στο ξενοδοχείο, δε με έβαζαν όμως μέσα, γιατί εμφανίστηκα λίγο φρικιό, με σκισμένο τζιν, μακριά μαλλιά.. Ο  πορτιέρης τελικά φώναξε το Δημήτρη που ήρθε και με πήρε. Παρόλα αυτά, δεν το θεωρώ απόλυτα το πρώτο live, επειδή δεν έπαιζα τη μουσική μου. Εκεί όμως γνώρισα τον ντράμερ Τάκη, (μετά από τόσα χρόνια δυστυχώς δε θυμάμαι το επίθετό του, πάντοτε όμως του χρωστάω πολλά) που έπαιζε στο  Café Pallete με ένα ροκ τρίο. Με κάλεσε να τον παρακολουθήσω και το έκανα, μαζί με τα παιδιά της μπάντας. Εντυπωσιαστήκαμε. Μας ρώτησε αν θα θέλαμε να παίξουμε το επόμενο Σάββατο εκεί. Όπως καταλαβαίνεις, η χαρά μας ήταν απίστευτη καθώς το μαγαζί ήταν από τα καλύτερα της Αθήνας, τότε, το μακρινό 1986. Πήγαμε λοιπόν, κι ανακαλύψαμε πως ο ιδιοκτήτης δεν ήξερε τίποτα για μας. Παρόλα αυτά, ίσως επειδή ήταν Σαββατόβραδο, μας επέτρεψε να παίξουμε.

Τι ανταπόκριση είχε, πως ένιωσες;

Ήρθε το μισό σχολείο να μας δει, έγινε χαμός. Τα συναισθήματα ήταν απίστευτα, συνέβη κάτι που με γέμισε απόλυτα. Η ανταπόκριση όπως καταλαβαίνεις ήταν τεράστια, αλλά γενικά νιώσαμε πως και οι πιο μεγάλοι γουστάραν αυτό που κάναμε, όπως το κάναμε τότε.

Είσαι σε πολλά μουσικά σχήματα. 

Είχα την τύχη και την τιμή να συνεργαστώ με εξαιρετικούς καλλιτέχνες επί σειρά ετών, όπως με τον Μάριο Τόκα και τον Κώστα Χατζή. Την τελευταία δεκαετία εμφανίζομαι σε διάφορες μουσικές τηλεοπτικές εκπομπές, ενώ έχω λάβει μέρος σε σήριαλ όπως το «Βίος Ανθόσπαρτος», «Εφτά θανάσιμες πεθερές» και άλλα. Έχω παίξει με πάρα πολλούς τραγουδιστές, μουσικούς και ηθοποιούς.

To 2009 μαζί με τους φίλους Γιάννη Παπαδόπουλο στο κοντραμπάσο και Χρήστο Ασωνίτη στα τύμπανα, φτιάξαμε το broken swin jazz trio, “Jazz on Tap” . Μετά από πολλή δουλειά και κόπο, κάνοντας συνεχώς εμφανίσεις εντός και εκτός Αθηνών, καταφέραμε να ολοκληρώσουμε το πρώτο μας, ομώνυμο άλμπουμ, το οποίο και παρουσιάσαμε στο Half Note Club.

Πέρα από αυτές τις τόσο σημαντικές για μένα δραστηριότητες, διατηρώ το σχήμα «One Note Stand», στο οποίο συμμετέχουν η Πέγκυ Ζάρου, ο Δημήτρης Μονν και κατά καιρούς ο Θανάσης Αχανιώτης. Η μπάντα παίζει  jazz, funk, blues & rock πράγματα, διασκευασμένα με το δικό μας ύφος. Μέσα στα χρόνια, ασχολήθηκα και με το λαούτο, επειδή μου άρεσε το ηχόχρωμά του. Αυτή η ενασχόληση με έφερε στους «Τζίτζικες», μαζί με τους Φωκίωνα Αποστολόπουλο στα κρουστά, Άννα Χαϊδεμενάκη στη φωνή, Ορέστη Μαυρόπουλο στο βιολί και Τρύφωνα Παπαϊωάννου στο κλαρίνο. Με τους «Τζίτζικες» εμφανιζόμαστε στην Αθήνα και στην επαρχία, ενώ τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε κάθε Κυριακή στο «Νιαβέντι», στα Κάτω Πετράλωνα. Παίζουμε μουσικές από όλη την Ελλάδα, και χαίρομαι πολύ καθώς έρχεται κόσμος και χορευτικές ομάδες να μας ακούσουν και να χορέψουν. Πρόσφατα δημιουργήθηκαν οι “Spicy Jazz Organ Trio”, με τους Τίμο Κορρέ στο χάμοντ, εμένα στην κιθάρα και το Νίκο Σκομόπουλο στα τύμπανα. Παίζουμε αμιγώς jazz, accid, funk & bebop. Η βάση μας είναι η μαύρη μουσική. Μάλιστα, έχουμε προγραμματίσει εμφάνιση στις 24 Σεπτεμβρίου στο «Κεραμείο». Τέλος, εμφανίζομαι με άλλο ένα τζαζ σχήμα τους “Guitar on the Go” που βασίζεται σε δυο κιθάρες, τη δική μου και του σπουδαίου κιθαρίστα – συνθέτη Μάκη Αμπλιανίτη. Παίζουμε  ντουέτο αλλά και κουαρτέτο με τη σύμπραξη των Περικλή Τριβόλη στο μπάσο και Βασίλη Ποδαρά ή Νίκο Θωμόπουλο στα τύμπανα.

Χαίρομαι που θα το πω, όλα είναι δυνατά σχήματα, με πολλές εμφανίσεις και μεγάλη απήχηση…

 

 

Ασχολείσαι πολύ με την παραδοσιακή μουσική. Υπάρχει στροφή στις μουσικές μας ρίζες, νομίζεις; 

Η ενασχόληση αυτή ήταν λίγο «τυχαία». Μου άρεσε το λαούτο αλλά τα ακούσματά μου ήταν ροκ, μπλουζ, φανκ, τζαζ, παλαιότερα χέβι μέταλ. Όμως με τον καιρό είδα τον πλούτο που διαθέτει αυτή η μουσική, κάτι που δεν καταλάβαινα προηγουμένως, ειδικά σε σχέση με το χορό. Η παραδοσιακή μουσική δεν είναι ακουστική, αλλά  συνυφασμένη με το χορό της κάθε περιοχής που χορεύει διαφορετικά τον ίδιο σκοπό. Πρόκειται για μουσικό θησαυρό. Ναι, υπάρχει στροφή στις μουσικές μας ρίζες, είναι πολλοί οι νέοι άνθρωποι που μαθαίνουν τους παραδοσιακούς χορούς και δε μένουν μόνο στη γνώση αλλά σε κάθε ευκαιρία τους χορεύουν κιόλας. Το βλέπω να συμβαίνει κάθε Κυριακή στο «Νιαβέντι», οι ηλικίες είναι γύρω στα 25 και μικρότερες.

 

 

Πέρα από τα μουσικά όργανα, έχεις προχωρήσει και στη σύνθεση.

Πρόκειται για μελωδίες εμπνευσμένες από τη μουσική της Μεσογείου και κυρίως, τη χώρα μας. Είναι κάτι καινούριο για μένα, μια πρόκληση αν θέλεις, και φυσικά, ένας ακόμη τρόπος έκφρασης. Ελπίζω να αρέσουν…

 

 

Ερχεσαι σε επαφή με τον κόσμο. Πως βλέπεις να αντιμετωπίζουν τη συνεχόμενη κρίση;

Ο κόσμος έχει ανάγκη τη μουσική. Κάνει ένα ευχάριστο διάλειμμα από τα προβλήματά του. Όταν αποφασίσει να πάει να ακούσει κάτι και να χορέψει, δε σκέφτεται τα έξοδα. Θεωρώ την κατάσταση διαδραστική, οι άνθρωποι «μπαίνουν» μέσα στη μουσική, τραγουδούν, χορεύουν, γελάνε, κλαίνε. Απομακρύνονται από τη δύσκολη πραγματικότητα που ζούμε.

Περίγραψέ μας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες μουσικοί όπως εσύ. Τι θα έπρεπε να αλλάξει;

Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι πως αναγκαζόμαστε να κλείνουμε οι ίδιοι τις εμφανίσεις μας. Οι μάνατζερ που θα μπορούσαν να το κάνουν, ασχολούνται μόνον με τα μεγάλα ονόματα καθώς εκεί βγάζουν λεφτά. Εκείνο που επίσης θα πρέπει να αλλάξει κατά τη γνώμη μου, είναι η αίσθηση του κόσμου για τη δουλειά μας. Θεωρούν ότι ο μουσικός εργάζεται τρεις ή πέντε ώρες ένα βράδυ και μετά κάθεται. Ή νομίζουν ότι δε δουλεύει το πρωί, επειδή δουλεύει το βράδυ. Όμως, πίσω από κάθε εμφάνιση κρύβεται το κουβάλημα, το στήσιμο, ο έλεγχος του ήχου, οι πρόβες, ύστερα το ξεστήσιμο, ξανά κουβάλημα.. Πέραν των διαδικαστικών, προσθέτουμε τα χρόνια που έχεις μελετήσει και  «ματώσει» πάνω στο όργανο που παίζεις. Πρέπει να ακούς συνέχεια καινούρια πράγματα, να ασχολείσαι, να ενημερώνεσαι, κάτι που δε σταματά ποτέ. Κι αν μη τι άλλο, οι μουσικοί είμαστε και λίγο «γιατροί της ψυχής». Όταν κάποιος έρχεται και ταξιδεύει με τη μουσική που παίζεις για αυτόν, του προσφέρεις μια διέξοδο. Δε «γκρινιάζεις» σε έναν ψυχολόγο για την αμοιβή του, γιατί λοιπόν να «γκρινιάζεις» στο μουσικό;

 

 

Υπήρξαν στιγμές που μετάνιωσες για την επιλογή σου;

Ούτε μια. Μου αρέσει απόλυτα αυτό που κάνω και χαίρομαι κάθε φορά που παίζω. Οι εξαιρέσεις αυτού του κανόνα είναι ελάχιστες.

Ποιά τα επόμενα σχέδιά σου;

Στις 19 Αυγούστου θα παίξουμε με τους «Τζίτζικες» στα Μάρμαρα Φθιώτιδας, ένα πολύ ωραίο χωριό. Στις 21 Αυγούστου θα είμαστε στο Λιμένι της Μάνης, με τους  «One Note Stand» και μετά ξεκινάμε Παρασκευές και Σάββατα στο Le Bistrot, στον Πειραιά, με ξένο ρεπερτόριο αλλά και ελληνικό, διασκευασμένο στο ύφος μας. Εργαζόμαστε πάνω σε κάποια ηπειρώτικα, που έχουν ήδη ηχογραφηθεί. Ένα από αυτά, η «Κοντούλα Λεμονιά» υπάρχει στο youtube, ενώ έπεται και συνέχεια.

 

 

Αν δεν ήσουν μουσικός, τι θα ήθελες να είσαι;     

Μουσικός.