Φωτό: Ακίμ Γιάννης Τσατσούλης

Συνέντευξη στην Άννα Παχή

Ο Γιώργος Ντάβος και η Ντένια Ψυλλιά, ερμηνεύουν με όπλο τη νεότητα και το ταλέντο τους, τον Πάρη και την Ελενίτσα στο έργο «Λευκές μας Νύχτες» που ανεβαίνει σε λίγες μέρες στο θέατρο «Μπέλλος». Μοιράζονται με το iart.gr τη δροσιά, την αισιοδοξία και την αγάπη τους για την Τέχνη.

Μιλήστε μας λίγο για εσάς. Πως ασχοληθήκατε με το θέατρο και πως πορεύεστε σε αυτό μέχρι τώρα;

Γιώργος Ντάβος: Είμαι φοιτητής  στο πρώτο έτος της Δραματικής Σχολής του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Η σχέση μου με το θέατρο ξεκίνησε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μα επαγγελματικά, ο δρόμος άνοιξε μόλις πρόσφατα, καθώς μέχρι τότε ό, τι είχα κάνει ήταν κυρίως τηλεοπτικό. Πέρυσι μου δόθηκε η ευκαιρία να συμμετάσχω σε μερικές παραστάσεις στο θέατρο «Μπέλλος» σε μικρούς ρόλους, ώσπου ήρθε ο μεγαλύτερος στην παράσταση «Το κοράκι» του Βασίλη Αναστασίου, απ’ την οποία πήρα και έμαθα πολλά πράγματα και πέρασα φανταστικά.

Ντένια Ψυλλιά: Η αγάπη για την υποκριτική ξεκίνησε πολύ νωρίς. Τελειώνοντας το σχολείο και αφού πέρασα στο ΤΕΦΑΑ, σκέφτηκα να δώσω εξετάσεις για δραματική σχολή. Όμως αμέσως μετά, παίρνοντας το ρόλο της Τζίνας στο σήριαλ «Κάτι χωρισμένα παλικάρια», είχα την ευκαιρία να γευτώ ένα κομμάτι του χώρου και να τον αγαπήσω περισσότερο! Μετά την σειρά, και άλλων υπέροχων εμπειριών που βίωσα, ήμουν πιο σίγουρη από ποτέ για αυτό που κάνω. Έτσι, έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Δραματική σχολή του Γιώργου Θεοδοσιαδη. Φέτος νοιώθω μεγάλη χαρά για τις «λευκές μας νύχτες» και είμαι ευγνώμων προς τους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν για τη συγκεκριμένη δουλειά καθώς είναι και η πρώτη μου στο θέατρο.

Πείτε μας λίγα λόγια για το ρόλο σας.

Γ. Ντ. : Στην παράσταση, «Λευκές μας νύχτες» υποδύομαι τον Πάρη,  φοιτητή που ζει στην Αθήνα της δεκαετίας του 60. Είναι ονειροπόλο, ήρεμο παιδί από την επαρχία,  ιδιαίτερα ρομαντικός και καλόψυχος, που όμως, όπως όλοι οι άνθρωποι, δεν παύει να έχει μέσα του εντάσεις.

Ντ. Ψ.: Η Ελενίτσα είναι κορίτσι  εκ πρώτης όψεως ταλαιπωρημένο, και πολύ – πολύ ευσυγκίνητο, που ζει μέσα από πληθώρα συναισθημάτων, τον απόλυτο έρωτα της τότε εποχής.

Φωτό: Μαρία Ναούμ

Η περίοδος του ’60 που διαδραματίζεται το έργο, πόσο διαφέρει ή μοιάζει από τη σημερινή; Πως επιδρά στους χαρακτήρες;

Γ. Ντ. : Η δεκαετία αυτή, απέχει για εμένα έτη φωτός από την δίκη μας.  Οι άνθρωποι και πιο συγκεκριμένα οι νέοι, τους οποίους βλέπουμε, σκέφτονταν και δρούσαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι σήμερα. Τόσο η εξέλιξη της τεχνολογίας, όσο και οι αλλαγές σε πολιτικό, πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο επηρεάζουν άμεσα τους ανθρώπους και είναι σίγουρο πως ο Πάρης και η Ελενίτσα του σήμερα θα αντιδρούσαν παντελώς διαφορετικά σε ό,τι τους συμβαίνει.

Ντ. Ψ.: Η εποχή, διαφέρει σίγουρα από τη σημερινή ως προς τις σχέσεις. Σήμερα, «πρωτόγονα» ένστικτα  καθορίζουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Τότε, κυρίευε ο δισταγμός και ο φόβος σχεδόν σε κάθε κίνηση και ιδιαίτερα στον έρωτα. Αν το έργο γραφόταν σήμερα, πιθανότατα δε θα μιλούσαμε για τον απόλυτο έρωτα αλλά για μια ακόμη σαρκική απόλαυση.

Τι σχέση έχει ο Ντοστογιέφσκι με την Ελλάδα του ’60;

Γ. Ντ.: Ο κύριος Παπαπέτρος κατάφερε να προσαρμόσει με ξεχωριστό τρόπο την ιστορία του Ντοστογέφσκι σε μια άλλη εποχή και χώρα. Πάντρεψε τα κοινά στοιχεία των δυο έργων όπως αυτό του ρομαντισμού, του έρωτα  και γενικότερα της όλης ατμόσφαιρας. Βλέπουμε μια πανομοιότυπη ιστορία με άλλες συνθήκες, που είναι πλέον επηρεασμένη από την κατάσταση και τους ανθρώπους της Αθήνας εκείνη την εποχή.

Ντ. Ψ: Το κείμενο της παράστασης γράφτηκε από τον Κώστα Παπαπέτρου και είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Ντοστογιέφσκι. Το έργο του πρώτου  διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και του Ντοστογιέφσκι στο 1848. Νομίζω ότι ο ρομαντισμός που υπάρχει στο έργο, είναι το ίδιο δυνατός και στις δυο δεκαετίες και μπορεί να ταυτιστεί με τους ήρωες ο κάθε ρομαντικός του σήμερα.

Τι σημασία έχει ο έρωτας για τη ζωή και την πορεία των ηρώων;

Γ. Ντ.: Είναι πολύ νέοι και βιώνουν τον έρωτα πολύ δυνατά, με ιδιαίτερο τρόπο. Υπάρχει έντονα το στοιχείο της αγνότητας και του ρομαντισμού μεταξύ τους.  Ερωτεύονται βαθιά και αληθινά και όπως θα δούμε αυτό δεν φεύγει, τους επηρεάζει γενικά στην συμπεριφορά  και στην πορεία της ζωής τους, ακόμα και αν αλλάξουν ορισμένες καταστάσεις.

Ντ. Ψ: Μέσα από τα πράγματα που ακούμε και βλέπουμε για την τότε εποχή, πιστεύω ότι οι άνθρωποι βίωναν σε μεγάλο βαθμό κάθε συναίσθημα, κυρίως στον έρωτα. Ο έρωτας για δυο νέα παιδιά εκείνης της εποχής, δημιουργεί ενθουσιασμό και έξαψη. Είναι, θα έλεγα, από τους μεγαλύτερους σκοπούς της ζωής. Ο Πάρης και η Ελενίτσα, γοητεύονται εύκολα, αγαπάνε εύκολα και όπως βλέπουμε στο έργο, υπομένουν εύκολα για αυτόν που αγαπούν. Ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη, εκείνο που τους «τρελαίνει», διότι τους ωριμάζει αλλά συγχρόνως φέρνει στην επιφάνεια τον χειρότερο τους εαυτό.

Πιστεύετε πως αλλάζει ο τρόπος που βλέπουμε τον έρωτα όσο μεγαλώνουμε;

Γ. Ντ.: Μέσα από τις εμπειρίες μας βλέπουμε τα πράγματα διαφορετικά. Μέσα σε αυτά βάζω και τον έρωτα. Επηρεασμένοι από καταστάσεις και άτομα που έρχονται και φεύγουν, είμαστε προετοιμασμένοι και άθελα μας ή μη, ελέγχουμε τα πάντα περισσότερο. Παρ’ όλα αυτά, το αυθεντικό στοιχείο του έρωτα δεν φεύγει ποτέ από μέσα μας και ούτε πρέπει να το αφήσουμε.

Ντ. Ψ.: Πιστεύω ότι όσο μεγαλώνουμε, αρχίζουμε να απομυθοποιούμε καταστάσεις, οι οποίες μπορεί να μας έκαναν να ερωτευτούμε έναν άνθρωπο. Δεν είμαι σίγουρη, καθώς είμαι ακόμη μικρή, αλλά νομίζω ότι όσο μεγαλώνουμε ερωτευόμαστε τον ίδιο τον άνθρωπο και όχι μια κατάσταση, δηλαδή ο έρωτας έχει ωριμάσει, είναι γνησιότερος και ουσιαστικότερος.

Τι θεωρείτε πως θα κερδίσει ο θεατής βλέποντας την παράσταση;

Γιώργος Ντ.: Στόχος μας είναι, φεύγοντας κάποιος από το θέατρο να έχει ταξιδέψει μαζί μας σε μια άλλη Αθήνα, μια άλλη εποχή και να δει μέσα από τα μάτια δυο νέων παιδιών πως ο έρωτας υπάρχει παντού αρκεί να τον ανακαλύψουμε.

Ντένια Ψ.: Η κάθε παράσταση έχει το δικό της σκοπό. Εκείνο που ευελπιστούμε από τη δίκη μας, είναι οι άνθρωποι φεύγοντας να έχουν μεταφερθεί στην τότε εποχή και να έχουν ξεχαστεί για λίγο από τη σημερινή πραγματικότητα και τα προβλήματα τους.

Στην παρατεταμένη κρίση που ζούμε, πως μπορεί να βοηθήσει η Τέχνη, νομίζετε;

Γιώργος Ντ.: Προσωπικά είναι το μόνο πράγμα που με βοηθάει να ξεφύγω η να εκφραστώ. Και νομίζω πως όλους τους ανθρώπους μπορεί να τους βοηθήσει. Υπάρχουν διάφορες μορφές τέχνης και θεωρώ πως αν όχι όλοι, οι περισσότεροι μπορούν να ανακαλύψουν εκείνην που να τους γεμίζει. Επίσης πιστεύω πως η τέχνη μπορεί να συμβάλει στο να ενημερωθούμε και να προβούμε σε λύσεις για διάφορα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία μας. Είναι όμορφο πράγμα, δημιουργικό και έχει την μαγεία να δίνει χρώμα στην ασπρόμαυρη καθημερινότητα.

Ντένια Ψ.: Όσο χάλια και αν πηγαίνουν τα πράγματα, η τέχνη πάντα θα δίνει στιγμές απόλαυσης. Αλήθεια, δε ξέρω τι θα κάναμε χωρίς τη τέχνη. Πιστεύω ότι είναι εκείνο που σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, σε ευαισθητοποιεί και σε μαγεύει. Θα την παρομοίαζα με ένα μικρό φωτάκι μέσα σε ένα ολοσκότεινο δωμάτιο. Εκεί που δε μπορούμε άλλο το σκοτάδι, καταφεύγουμε στο φώς.

Ποιόν ρόλο θα θέλατε οπωσδήποτε να ερμηνεύσετε κατά τη διάρκεια της καριέρας σας;

Γιώργος Ντ.: Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο ρόλο στο μυαλό μου. Αυτό που θα’ θελα είναι να μου δίνεται η ευκαιρία να εναλλάσσω ρόλους, έτσι ώστε να γνωρίζω συνεχώς καινούργιους χαρακτήρες, μέσα από αυτούς να ανακαλύπτω διαφορετικές πτυχές του εαυτού μου και με αυτόν τον τρόπο να εξελίσσομαι.

Ντένια Ψ.: Δεν έχω ιδιαίτερη επιθυμία για κάποιον συγκεκριμένο. Ρόλος να ‘ναι και ότι να ‘ναι! Αν είχα όμως να διαλέξω, θα με έλκυε λίγο περισσότερο το να ερμηνεύσω μια πολύ – πολύ κακιά προσωπικότητα.