Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη
Η δυναστεία των Κομνηνών κυβέρνησε τη Βυζαντινή (Ρωμαϊκή) Αυτοκρατορία για περίπου έναν αιώνα (1081-1185) και πέτυχε να ξαναδώσει στο κράτος την αίγλη που είχε αποκτήσει με τη δυναστεία των Μακεδόνων και την οποία σε μεγάλο βαθμό είχε χάσει ύστερα από το θάνατο του Βασιλείου Β’, του επονομαζόμενου και Βουλγαροκτόνου (1025). Ίσως ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της δυναστείας αυτής είναι ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός, ο οποίος βασίλεψε 37 χρόνια (1143-1180).
Ο Μανουήλ κατάφερε να ισχυροποιήσει την αυτοκρατορία και στο διπλωματικό και στο στρατιωτικό τομέα. Κατάφερε να αποτρέψει τους σταυροφόρους από το να έχουν βλέψεις προς την Κωνσταντινούπολη, ανέκτησε την Κέρκυρα από τους Νορμανδούς, προσάρτησε την Κιλικία της Μ. Ασίας και υπέταξε το κράτος της Αντιόχειας. Επιπλέον, νίκησε και κατέστησε τους Σέρβους υποτελείς στο Βυζάντιο, ενώ νίκησε και τους Ούγγρους, αλλά δεν πρόλαβε να τους προσαρτήσει. Έκανε επίσης και προσπάθειες να προσεγγίσει τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και να επιτύχει την ένωσή της με την Ορθόδοξη, όμως αυτές δεν καρποφόρησαν, επειδή οι όροι του Πάπα κρίθηκαν ασύμφοροι. Ο Μανουήλ γενικά ακολούθησε φιλοδυτική πολιτική, η οποία ωστόσο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Ένας άλλος εχθρός που απειλούσε τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου ήταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι οποίοι ύστερα από τη νίκη τους το 1071 στο Ματζικέρτ της Αρμενίας (η οποία είχε ως αποτέλεσμα το τραγικό τέλος του Ρωμανού Δ΄ Διογένη) είχαν πάρει πολύ θάρρος και έκαναν επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη της Μ. Ασίας. Είχαν ιδρύσει το σουλτανάτο του Ικονίου. Την εποχή του Μανουήλ σουλτάνος τους ήταν ο Κιλίτς Αρσλάν Β΄. Ο Μανουήλ λοιπόν, μεγαλεπήβολος και φιλόδοξος, έπρεπε να τους δώσει ένα καίριο χτύπημα. Γι’ αυτό και το 1176 πραγματοποίησε μεγάλη εκστρατεία με στόχο την κατάκτηση του Ικονίου. Φρόντισε να ετοιμάσει μια επιβλητική στρατιά από 30000-40000 άρτια εκπαιδευμένους και εξοπλισμένους άνδρες, Έλληνες και ξένους συμμάχους (μισθοφόρους). Η στρατιά διέθετε επίσης και πολλές πολεμικές μηχανές. Η ιδιαιτερότητά της ήταν ότι ήταν χωρισμένη σε μικρότερα μέρη, από τα οποία το καθένα μπορούσε να κινηθεί αυτόνομα.
Το πρόβλημα ήταν ότι όσο ο Μανουήλ είχε ρίξει το βάρος της δράσης του στα μέτωπα της Δύσης (στρατιωτικά και πολιτικά), οι Τούρκοι ολοένα και μεγάλωναν τη δύναμή τους. Έτσι, το 1175-1176 είχαν διεισδύσει στα βυζαντινά εδάφη και στην πεδιάδα της Φρυγίας, στην περιοχή του Δορυλαίου (του γνωστότερου ως Εσκί Σεχίρ από την Μικρασιατική εκστρατεία – πώς γίνεται να ξαναγυρνούν οι Έλληνες στα ίδια μέρη…) είχαν δημιουργήσει μια εγκατάσταση που ήλεγχε όλες τις διόδους και προς την Ανατολή και προς την Δύση. Το Δορύλαιο μέχρι τότε ήταν πόλη πλούσια και ισχυρή, με πολύ εύφορα εδάφη και άφθονα νερά. Οι Τούρκοι όμως, μαθαίνοντας τις κινήσεις του
Μανουήλ, κατέστρεψαν όλη την περιοχή, έτσι ώστε όταν ο βυζαντινός στρατός έφτασε εκεί, βρήκε κυριολεκτικά καμένη γη, άρα και ανύπαρκτες δυνατότητες ανεφοδιασμού. Επιπλέον, οι Τούρκοι είχαν ρίξει στα πηγάδια πτώματα ζώων για να μολύνουν τα νερά, με αποτέλεσμα ο βυζαντινός στρατός να έχει αποδεκατιστεί από δυσεντερία.
Ο Κιλίτς Αρσλάν έστειλε αντιπροσώπους στο Μανουήλ προτείνοντάς του τη σύναψη ειρήνης, αλλά εκείνος την απέρριψε, παρά τις αντίθετες εισηγήσεις των στρατηγών του. Τότε ο Σουλτάνος αποφάσισε να στήσει ενέδρα και κατέλαβε με το στρατό του την κλεισούρα (δηλαδή το στενό πέρασμα) Τζυβρίτζη, από όπου ο βυζαντινός στρατός θα περνούσε για να οδεύσει προς την τοποθεσία Μυριοκέφαλο. Αυτός ήταν ο πιο σύντομος δρόμος, δεδομένου ότι ο στρατός κινδύνευε να ξεμείνει από προμήθειες. (Υπήρχε και άλλος δρόμος, αλλά θα ήταν μεγάλη η παράκαμψη.) Το λάθος των Βυζαντινών ήταν ότι δεν είχαν προβεί σε επαρκή ανίχνευση του εδάφους, αντίθετα με την πάγια πρακτική πολλών αιώνων. Έτσι λοιπόν εγκλωβίστηκαν στη στενή, κακοτράχαλη και δύσβατη τοποθεσία, με αποτέλεσμα να πάθουν πανωλεθρία. Επικράτησε χάος και πανικός, ενώ και ο ίδιος ο Μανουήλ κυριολεκτικά πάγωσε βλέποντας τους εχθρούς να σκορπούν τον όλεθρο. Συνετέλεσε και η αμμοθύελλα που ξέσπασε, με αποτέλεσμα να μη βλέπουν τους εχθρούς τους και να αλληλοσκοτώνονται. Παρ’ όλα αυτά, με τη βοήθεια των στρατηγών του κατάφερε να ανασυντάξει και τελικά να σώσει το μεγαλύερο μέρος της στρατιάς, ενώ και οι Τούρκοι είχαν μεγάλες απώλειες. Όμως οι πολεμικές μηχανές και τα εφόδια των Βυζαντινών καταστράφηκαν, πράγμα που σήμαινε ότι η εκστρατεία δεν μπορούσε να συνεχιστεί.
Για την ιστορία, η μάχη του Μυριοκέφαλου έγινε στις 17 Σεπτεμβρίου 1176. Οι δύο αντίπαλοι συνθηκολόγησαν, χωρίς το Βυζάντιο να έχει σημαντικές εδαφικές απώλειες. Ο Μανουήλ όμως και οι σύγχρονοί του παραλλήλισαν την ήττα με αυτή στο Ματζικέρτ. Ο Μανουήλ κατέρρευσε ψυχολογικά και δεν κατόρθωσε ποτέ να συνέλθει από το σοκ της ήττας. Έχασε την ηρεμία του και το χαμόγελό του και συνακόλουθα και η σωματική του υγεία άρχισε να φθίνει, παρ’ όλο που μέχρι τότε ήταν εξαιρετικά ρωμαλέος και ακμαίος. Πέθανε το 1180, νικημένος από άγνωστη ασθένεια, αφήνοντας πίσω ανήλικο τον γιο του, τον διάδοχο Αλέξιο, που ο ίδιος τον είχε ορίσει συμβασιλέα.
Για την αυτοκρατορία η ήττα στο Μυριοκέφαλο ήταν ουσιαστικά το τέλος, γιατί όχι μόνο το γόητρό της δέχτηκε τεράστιο πλήγμα, αλλά και ποτέ δεν κατάφερε να ανακτήσει ολόκληρη τη Μ. Ασία. Αντιθέτως, η θέση των Τούρκων στην περιοχή αυτή εδραιώθηκε, με αποτέλεσμα το Βυζάντιο να χάνει διαρκώς εδάφη και να εξασθενεί. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει…