married

Της Άννας Παχή

Τώρα μάλιστα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Αφού ήσουν τόσο βούρλο που πήγες κι ερωτεύτηκες παντρεμένο, τι να σου πω; Καλά να πάθεις.

Βέβαια, θα μου πεις, τι φταις εσύ που πήγες και στραβώθηκες, ο έρωτας είναι τυφλός. Και ηλίθιος επίσης. Τον είδες, σου άρεσε, σου μίλησε, σου γέλασε κι ήρθαν οι πεταλούδες στο στομάχι και η άνοια στο μυαλό.

Έχεις και τα ελαφρυντικά σου, οι παντρεμένοι είναι οι καλύτεροι πέφτουλες μετά τους Καζανόβες. Εξαιρετικά διακριτικοί, αδιόρατα κόλακες και αφήνουν πάντα ένα μυστήριο: το εννοεί ή δεν το εννοεί; Μιλάμε για προχωρημένη τακτική, σε κάνουν να τους την πέφτεις εσύ στο τέλος, έτσι μπορούν να τα ρίξουν όλα σε σένα όταν το πράγμα δεν πάει καλά. Και αυτό κάνουν.

Υπάρχουν δυο ειδών. Η πρώτη κατηγορία είναι εκείνοι που απλά θέλουν να ξενοπηδήξουν. Στο λένε ξεκάθαρα από την αρχή και δεν πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Αν θέλεις, αν δε θέλεις, οκ, δεν τρέχει τίποτα, θα μπορέσουν να βρουν κάποια άλλη. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που θέλουν αυτό ακριβώς, ένα απλό πήδημα. Fair enough αν είσαι συνειδητοποιημένη και υπάρχει συναίνεση κι απ’ τις δυο πλευρές. (Υπάρχουν κι αυτοί που στην άρνησή σου προτείνουν τα λυκειακά επιχειρήματα: «Γιατί είσαι στενόμυαλη / συντηρητική / οπισθοδρομική;» Ή το φοβερό «Τι φοβάσαι;» Τι να φοβάσαι, απλά δε γουστάρεις. Στην προσπάθειά τους να σε βγάλουν τρελή προκειμένου να σε πηδήξουν μπορείς να προτάξεις κι εσύ την αντιπρόταση: «Κάτσε να σου βάλω ένα αγγούρι στον κώλο και θα σου κάτσω κι εγώ». Όταν αρνηθούν, προέταξε κι εσύ τα παραπάνω επιχειρήματα).

Υπάρχουν όμως και οι μουλωχτοί. Εκείνοι που «διψάνε» για στοργή και τρυφερότητα καθώς δεν περνούν καλά στο γάμο τους. Η γυναίκα τους είναι αδιάφορη, δεν τους καταλαβαίνει, το ερωτικό ενδιαφέρον έχει χαθεί, υπάρχει γκρίνια και καυγάδες. Λένε. Στη λογική ερώτηση «γιατί δε χωρίζεις;», οι απαντήσεις είναι πολλές και ποικίλες. Τα παιδιά είναι μικρά και θα υποφέρουν, υπάρχουν οικονομικοί λόγοι, η γυναίκα τους δε θα τους δώσει διαζύγιο, κάποια στιγμή ναι μωρέ, θα χωρίσει. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν παιδιά, θα βρει άλλου είδους δικαιολογίες: του στάθηκε όταν πήγε φαντάρος, όταν έβγαλε τη σκωληκοειδή απόφυση, όταν πέθανε ένας γονιός του, τον αγαπάει υπερβολικά και δε μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν, είναι σχιζοφρενής (η γυναίκα του). Επιστρατεύει τα πάντα για να καλύψει το απλό γεγονός πως δε θέλει να χωρίσει. Γιατί να το κάνει; Είναι βολεμένος, βρίσκει φαγητό, καθαρά πουκάμισα, την έχει και τον έχει συνηθίσει. Σίγουρα την εκτιμά, την «αγαπάει» αλλά θέλει κι εσένα. Κρύβοντας επιμελώς το γουρούνι που κρύβει μέσα του, τα σκεπάζει όλα αυτά με το μανδύα της έλλειψης κατανόησης, στοργής. Σου λέει πως μαζί σου νιώθει έφηβος, ικανός για κάθε τρέλα.

Εσύ, στην αρχή το παίρνεις ελαφρά. Λες στον εαυτό σου πως είναι κάτι προσωρινό, πως δεν έχεις καμιά διάθεση να χαλάσεις το σπίτι μιας άλλης, απλά «περνάς καλά». Οκ, και η Χιονάτη μένει στο δίπλα διαμέρισμα και κάθε βδομάδα ανταλλάσουμε συνταγές για μηλόπιτες.

Προσαρμόζεσαι – φυσικά – στο πρόγραμμά του. Σε βλέπει όποτε μπορεί. Απαγορεύεται να του τηλεφωνήσεις ακόμη κι αν σε κυνηγά ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι. Τα μηνύματά σας είναι συνθηματικά. Σε έχει καταχωρήσει ως «Θανάσης Βουλκανιζατέρ». Όταν εμφανίζεται – συνήθως απροειδοποίητα – απαιτεί να είσαι διαθέσιμη καθώς οι στιγμές που είστε μαζί είναι τόσο λίγες… κρίμα να τις σπαταλήσεις για να δεις ένα φίλο, να πας σινεμά ή να επισκεφτείς τη θεία Νίτσα που ήρθε από την Αυστραλία να δει τελευταία φορά την Ελλάδα πριν τα τινάξει. Βρίσκεστε μόνο στο σπίτι σου, ενώ τις σπάνιες φορές που σε βγάζει έξω, πάτε είτε στους πρόποδες της Πάρνηθας για παϊδάκια, κρυμμένοι πίσω από τα γιδοτύρια ή στου διαόλου τη μάνα κατά Σούνιο μεριά, σε κάτι άθλια ταβερνάκια όπου δε συχνάζουν οι γνωστοί και οι φίλοι του. Αν στο τσακίρ κέφι σε πάει για καφέ ή φαγητό σε ένα αξιοπρεπές μέρος, έχετε προσυμφωνήσει τι θα πείτε στην περίπτωση που πέσει πάνω σε κάποιον γνωστό. Συνήθως σε εμφανίζει ως πιθανή συνεργάτιδα και κάθεστε απέναντι συζητώντας με περισπούδαστο ύφος.

Τα μόνα, ας πούμε πλεονεκτήματα, όταν νταραβερίζεσαι με παντρεμένο είναι πως κάνει καλό σεξ (έχει να δικαιολογήσει και την «ερωτική αδιαφορία» της γυναίκας του) και πως παίρνεις δώρα. Πολλά και ακριβά, προκειμένου να σου αφαιρεί το δικαίωμα να παραπονιέσαι. Όμως, για κάτι τέτοιο υπάρχει μια άλλη λέξη και νομίζω πως καταλαβαινόμαστε. Άσε που θα κέρδιζες περισσότερα, ενώ θα έχεις και τη συνείδησή σου καθαρή.

Το βασικό στοιχείο του παντρεμένου είναι η απουσία του. Δε μπορεί να εμφανιστεί στους φίλους σου, δεν είναι ποτέ εκεί στα γενέθλιά σου, στη γιορτή σου, στο πάρτι σου. Δε θα περάσετε ποτέ μαζί Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, ούτε φυσικά τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Δε μπορεί να κοιμηθεί ένα βράδυ στο σπίτι σου, δε μπορείτε να πάτε μια εκδρομή ούτε φυσικά διακοπές. Αν ποτέ συμβεί το θαύμα να φύγετε σαββατοκύριακο, θα το περάσετε ως μυστικοί πράκτορες στην Κατοχή που κρύβονταν από παράπηγμα σε παράπηγμα και λούφαζαν μέσα σε στενά πλυσταριά (όταν υπήρχαν ακόμη τα πλυσταριά). Τώρα βέβαια το παράπηγμα και το πλυσταριό έχουν αντικατασταθεί από ένα ωραιότατο δωμάτιο ξενοδοχείου, το οποίο όμως μετά από το σαρανταοχτάωρο εγκλεισμό σας θυμίζει μάλλον κελί απομόνωσης.

Το συνωμοτικό του ύφος «φωνάζει» σε όλους πως είστε παράνομο ζευγάρι. Τα βλέμματα που πέφτουν επάνω σου ζυγίζουν έναν τόνο και για πρώτη φορά μετά τα δεκαπέντε σου, τότε που σου είχε πέσει το παντελόνι της φόρμας  μπροστά σε όλη την πρώτη Λυκείου όταν προσπαθούσες μάταια να βάλεις καλάθι στη μπασκέτα και να εντυπωσιάσεις τον Κωστάκη του Β1, κοκκινίζεις, πιο συχνά από όσο σου γκρινιάζει η μάνα σου «να βρεις ένα καλό παιδί να παντρευτείς». Πολύ συχνά.

Έλα, παραδέξου το, ξέρεις πως κάνεις μαλακία. Ξέρεις πως δεν έχεις τίποτα να περιμένεις από αυτόν, πέρα από κάποια βιαστικά κρεβάτια και κουβέντες χωρίς αντίκρισμα. Ξέρεις πως, αφού είναι άπιστος στη γυναίκα που παντρεύτηκε, θα είναι άπιστος και σε σένα. Ξέρεις πως μαζί του δε θα νιώσεις ποτέ ασφάλεια, δε θα κάνεις ποτέ όνειρα και δε θα τον νιώσεις ποτέ σα σύντροφο.  Δικαιολογείσαι λέγοντας πως είσαι ερωτευμένη, πως τον αγαπάς. Τι να αγαπήσεις; Την ιδέα; Εντάξει, αγάπα την. Αλλά μην κάνεις ΠΟΤΕ αυτό που δε θα ήθελες να σου κάνουν. Καλά, δε μπορείς κιόλας, είπαμε, δε χωρίζει. Βάλε καλά στο ξεροκέφαλό σου πως ΔΕΝ είσαι η μοναδική, ούτε εκείνη που τον καταλαβαίνει, ούτε που τον κακομαθαίνει, ούτε αυτή που σκέφτεται. Δε σε σκέφτεται. Απλά του αρέσει η ιδέα πως ξεροσταλιάζεις στο τηλέφωνο για το χατίρι του, ενώ γύρω σου ο κόσμος ζει κι εκείνος χλαπακιάζει το στιφάδο της γυναικούλας του.

Όταν φτάσει ο κόμπος στο χτένι κι εσύ περιφέρεσαι στο μοναχικό σου σπίτι φορώντας τα νεγκλιζέ της Victoria’s secret με τα νεύρα κρόσια γιατί σε έστησε άλλη μια φορά, (ήρθαν τα συμπεθέρια, ο γιός του έβγαλε την ιλαρά, χάλασε ο σκουπιδοφάγος) εκείνος θα σε κοιτάξει με το βλέμμα του πληγωμένου ελαφακίου και θα σου πει «μα, το ήξερες, δεν το ήξερες;». Η μόνη απάντηση που μπορείς να δώσεις εκείνη τη στιγμή αν θες να ξανακερδίσεις τον αυτοσεβασμό σου, είναι το «άντε μου στο διάολο» συνοδευόμενο από τον εκσφενδονισμό κάποιου πράγματος που δε σε νοιάζει κι αν το σπάσεις. Στο κεφάλι του. Πέταξέ τον έξω από το σπίτι σου, έξω από τη ζωή σου, έξω από το μυαλό σου. Σβήσε το νούμερό του από το κινητό σου και βάλε τους καλούς σου φίλους (αν σου έχει μείνει κανένας έτσι που τους έφτυσες για χάρη του) να σου κοπανάνε μια σφαλιάρα κάθε που τον αναφέρεις. Που θα πάει, θα στρώσεις στο τέλος. Αυτά.

Υποκατηγορία: Ο “Εν διαστάση”

Έτσι θα σου πει και θα τον πιστέψεις, διότι έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων από τον παντρεμένο. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός πως βρίσκεται σε διάσταση από το στεφάνι του, απλώς τον βολεύει η δουλειά του. Ή απλώς, είναι ο άρχων του σπιτιού που δε δίνει λογαριασμό που πάει και τι κάνει και μπορεί να σουρτουκεύει ελεύθερα. Έντεκα φορές στις δέκα η γυναίκα του ξέρει τι γίνεται απλά δεν την ενδιαφέρει. Άβυσσος η ψυχή της γυναίκας, το ξέρεις καλά.

Ο “Εν διαστάση” είναι λίγο πιο επικίνδυνος γιατί δημιουργεί ελπίδες για πιθανή σχέση. Ξεκόλλα. Η μόνη διάσταση στην οποία βρίσκεται είναι αυτή μεταξύ του άντρα με αρχίδια και του αρχίδια άντρα. Ανήκει προφανώς στη δεύτερη κατηγορία καθώς δεν έχει το θάρρος να σου πει την αλήθεια. Είναι παντρεμένος και πολύ μάλιστα, το πιθανότερο είναι να περνάει και καλά. Απλώς θέλει να ξενοπηδήξει. Θα επιμείνει κιόλας, θα σου τηλεφωνεί (από το δρόμο) θα θέλει να σε δει (απογεύματα ή πρωινά του Σαββάτου) και θα κάνει το παν για να σου δείξει πως είναι «διαθέσιμος». Μη μασήσεις, δεν είναι. Μπορείς κάλλιστα να το τσεκάρεις λέγοντάς του «πάμε διήμερο στην Αράχωβα;». Η απάντησή του θα είναι θετική, αλλά το χρονικό όριο θα βρίσκεται στο διηνεκές. Όταν σου παραγίνει τσιμπούρι, απείλησέ τον πως θα τα πεις όλα στη γυναίκα του. Μετά, άσ’ τον να αλλάζει νούμερα σε κινητό και σταθερό…

Η πλάκα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πως επειδή ο κόσμος είναι πολύ μικρός, κάπου θα τον πετύχεις μετά της συζύγου. Φόρεσε το καλύτερο χαμόγελό σου, πήγαινε χαιρέτα τον, γύρνα στη γυναίκα του και πες «πολύ χαίρομαι που τα ξαναβρήκατε, να ζήσετε». Τη συνέχεια θα τη δεις στα κανάλια.

(Προδημοσίευση από το βιβλίο «Ανδρών Εγχοιρίδιο», εκδόσεις Λυκόφως)