Της Άννας Παχή

H κουβέντα με καλλιτέχνες είναι πάντοτε ενδιαφέρουσα κι ιδιαιτέρως ευχάριστη. Με αφορμή την παράσταση «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» που παρουσιάζεται στο θέατρο Βαφείο – Λάκης Καραλής οι ηθοποιοί της ομάδας «Θυγατέρες» μίλησαν στο iart.gr για τους ρόλους τους, την υποκριτική και την ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει, ακόμη κι αν η επιλογή είναι το ψέμα αντί της πραγματικότητας.

Η παράσταση, που σκηνοθετεί ο Κώστας Δελακούρας,  είναι σίγουρο πως θα σας αγγίξει. Βαθιά, έντονα. Πρόκειται για ιδιαίτερο έργο, όχι με την έννοια του δύσκολου, αλλά με την έννοια του πραγματικά προσωπικού. Θα αναγνωρίσετε τον εαυτό σας σε πολλούς από τους ήρωες, θα χαρείτε, θα προβληματιστείτε, θα συγκινηθείτε. Προς το παρόν, απολαύστε τις “Θυγατέρες”.

Ειρήνη – Βάλια Λαγκουράνη. Υποδύομαι την Ελένη και τη Γενοβέφα, δυο ρόλους “κόντρα” μεταξύ τους. Η Ελένη είναι αυστηρό πρόσωπο, ορίζει και διατάζει. Η Γενοβέφα είναι τρυφερή οικονόμος, ο καλός άγγελος του σπιτιού, άνθρωπος που όλοι θα θέλαμε να έχουμε γνωρίσει στη ζωή μας. Πολύ ευαίσθητη, στηρίζει το σπίτι, καθώς έχει εισπράξει καλοσύνη και αγάπη. Είναι μητέρα δυο ναυτικών, έχει χάσει ανθρώπους…

Στο έργο δε φαίνεται να έχει δική της ζωή.

Βάλια. Αυτοί οι χαρακτήρες δε μπορούν να έχουν δική τους ζωή. Υιοθετούν τη ζωή του διπλανού τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να έχουν τρυφερότητα και αγάπη. Πρόκειται για έργο που, άσχετα με το τι κουβαλάμε, αγγίζει την πιο ευαίσθητη χορδή μας. Ο καθένας ξέρει ποιά είναι η δική του. Δεν υπάρχει άνθρωπος που το είδε ή το διάβασε και δε συγκινήθηκε. Είτε επειδή θα θυμίσει κάποιο κοντινό πρόσωπο, είτε επειδή οι συγκυρίες και οι συνθήκες θα μοιάχουν με κάποια προσωπική κατάσταση. Καλή ή κακή, δεν έχει σημασία.

Θέτις Μητκίδου. Είμαι ο Διευθυντής της εταιρείας που στο δεύτερο μέρος αναλαμβάνει να παίξει ένα ρόλο. Προσπαθεί να πείσει και το καταφέρνει – στην αρχή έστω. Έχει συγκεκριμένη ιδέα για την Τέχνη, άλλωστε, μέσα από το έργο σατυρίζεται η ιδέα της εποχής που πρέσβευε το ‘η τέχνη για την τέχνη’,  δηλαδή, η Τέχνη ανώτερη της πραγματικότητας. Έχει κάποιες θεωρίες που μέσα από την επαφή του με την Ισαβέλλα και όλην αυτήν την ιστορία που εκτυλίσσεται, αποκαθηλώνονται πλήρως. Στο τέλος φαίνεται η ανθρώπινη υπόστασή του περισσότερο, καθώς μέχρι τότε κρύβεται πίσω από έναν ρόλο. Στο τέλος πια, βλέπει την πραγματικότητα.

Πως είναι  να υποδύεσαι έναν άντρα;

Θέτις. Δεν είναι η πρώτη φορά, καθώς η ομάδα μας είναι γυναικεία. Είναι δυσκολο. Έχω μεγαλύτερη  ανασφάλεια, όχι μόνο να πείσω στο ρόλο μου, αλλά και να πείσω ότι είμαι άνδρας. Ευτυχώς, με τις οδηγίες και τη βοήθεια του σκηνοθέτη, ξεπερνάς κάπως αυτήν την αγωνία. Πάντα υπάρχει, βέβαια. Παρά τις δυσκολίες του, είναι ωραίο. Νομίζω ότι τα συναισθήματα που έχουν τα περισσότερα έργα είναι πανανθρώπινα. Άνδρας ή γυναίκα, το ίδιο αισθάνεσαι. Έτσι το αποσπάς από το φύλο, το βλέπεις πιο σφαιρικά. Ο ρόλος του Διευθυντή με δυσκόλεψε πάρα πολύ καθώς δεν εξηγείται η ιστορία του. Πως έφτασε σε αυτήν τη θέση, τι πιστεύει, ποιά ήταν η ζωή του πριν; Ούτε το όνομά του δε γνωρίζουμε. Νομίζω πως ο συγγραφέας το κάνει αυτό επίτηδες, θέλει ο καθένας να τον εξηγήσει με το δικό του τρόπο.

Ιουλία Σταμούλη. Στο πρώτο μέρος κάνω τη γραμματέα, στο δεύτερο τη γιαγιά, έναν άνθρωπο παραδοσιακό. Αγαπάει πάρα πολυ τον εγγονό της, όπως όλες οι γιαγιάδες. Συγκινείται, θυμώνει με τον παππου που τον έδιωξε από το σπίτι κι ας ήταν ότι ήταν. Στο τέλος, πιστεύει ένα ψέμα. Μια μάνα – γιατί σα μάνα του στάθηκε – δε μπορεί να μην αναγνωρίσει το παιδί της.  Μπαίνει στο ψέμα λίγο ηθελημμένα. Ίσως επειδή νιώθει πως ζει τις τελευταίες της στιγμές και θέλει να ζήσει αυτήν την αυταπάτη. Επιζητεί τη συγχώρεση.

Σε όλο το δεύτερο μέρος παίζεις καμπουριασμένη. Πόσο κουραστικό είναι αυτό;

Ιουλία. Πολύ. Το πιο δυσκολο για μένα, ήταν να συνηθίσω να περπατάω με μια μαγκούρα, που στην αρχή γλιστρούσε κιόλας. Ήθελα όμως να προσεγγίσω την ηλικία της τόσο με το σώμα όσο και με τη φωνή μου. Βοηθά φυσικά και το μακιγιάζ. Το θέμα δεν ήταν απλώς να “παριστάνω” τη γιαγιά, αλλά να είμαι κι έτσι να με βλέπει ο κόσμος.

Χριστίνα Γκρέκα. Έχω το ρόλο του παππού. Σαν άντρας, αδυνατεί να διαχειριστεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Σκέφθηκε περισσότερο την τιμή, την παράδοση, το οικογενειακό όνομα κι έκανε μια ακρότητα, έδιωξε τον εγγονό του. Σίγουρα μετανοιώνει, νιώθει τύψεις. Ξεκινά να καλλιεργεί ένα παραμύθι και ύστερα τρέχει να το προλάβει. Για καλή του τύχη συναντά την Εταιρεία, βρίσκει συμμάχους στο ψέμα του και προσπαθεί μέσω αυτών, να κάνει τη γυναίκα του ευτυχισμένη.

Πως το εισπράττεις αυτό;

Είναι κοινό, σε όλους τους ανθρώπους άρα και στον παππού, το πως κάνεις ένα λάθος που έχει πολύ σοβαρές συνέπειες. Νιώθεις τύψεις καθώς αντιλαμβάνεσαι πως αντέδρασες υπερβολικά. Όταν προσπαθείς να μαζέψεις ένα τέτοιο λάθος, μπαίνεις σε μια κατάσταση τόσο αγχωτική, που σε καθιστά τραγικό πρόσωπο στο τέλος. Αυτό με άγγιξε πιο πολύ στο ρόλο. Όσον αφορά στην ηλικία, το ‘βρήκα’ μαζί με την Ιουλία.  Από δικές μας εμπειρίες, τους παππούδες μας, πήραμε στοιχεία, εικόνες, κινήσεις… Από ένα σημείο και μετά, έρχεται χωρίς να το προσπαθήσεις.

Ηλέκτρα Χαλκιαδάκη. Παίζω την Ισαβέλλα, μια κοπέλα απελπιστικά μόνη. Αυτό τη χαρακτηρίζει περισσότερο, το εισπράττει σαν προσωπική αποτυχία. Έχει τεράστια ανασφάλεια για το μέλλον, καθώς και τεράστια ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Δεν το έχει κατορθώσει, με αποτέλεσμα να βρίσκεται λιγο πριν το χείλος του γκρεμού. Είναι νομίζω, ο μοναδικός ρόλος του έργου που στην ουσία, χτίζει για τον εαυτό της το ζωτικό ψεύδος που κυριαρχεί.  Θέλει να βοηθήσει τη γιαγιά, να της δώσει τη χαρά που αποζητά, αλλά στην ουσία τρέφεται η ίδια από την κατάσταση. «Πιστεύει» ότι η ζωή της είναι αυτή, επωφελείται από την όλη κατάσταση. Το δύσκολο είναι ότι ξαφνικά, πρέπει να επανέλθει στην πραγματικότητα. Αν και περνάει από πολλές διακυμάνσεις, βγαίνει ‘νικήτρια’. Η αλήθεια υπερισχύει σε σχέση με το Μαυρίκιο και τα συναισθήματά της γενικότερα. Κατορθώνει να τον αλλάξει, να δει κι αυτός την αλήθεια της ψυχής, όχι μόνο το προσποιητό κομμάτι του πράγματος που ο ίδιος θεωρεί Τεχνη. Προκειται για σύγκρουση που η Ισαβέλλα αντιμετωπίζει κάθε μέρα. Ξέρει πως η κατάσταση θα τελειώσει, θέλει να την παρατείνει, βιώνει ένα δράμα. Είναι φοβερό να γνωρίζεις πως αυτό που ζεις είναι ένα ψέμα, αλλά ένα ψέμα που σε κάνει χαρούμενη. Να προσπαθείς να σωθείς από μια δραματική κατάσταση της ζωής σου με αυτό, να κρατηθείς από ένα ψέμα.

Θέτις: Θεωρώ ότι αντιπροσωπεύουν δυο αντίθετες θεωρίες για το θέατρο και την υποκριτική. Ο Μαυρίκιος διαθέτει απόλυτη τεχνική, πλήρη αποστασιοποίηση ενώ η Ισαβέλλα το ζει. Όπως λέει «αυτό που ήταν σκηνικό θεάτρου, έγινε το αληθινό της σπίτι».

Γιώτα Καραβίτη. Αρχικά είμαι πάστορας, ζητιάνος και ψαράς, ψαράς που δεν πιάνει τίποτα, μόνο μιλάει. Στην εταιρεία εισχώρησε ίσως λόγω της μοναξιάς του. Εύθικτος, έχει μόνιμη τάση να δείξει την αξία του. Κάνει λάθη, αλλά πιστεύει αυτό που ζει.  Στην πορεία γίνομαι η Φιλίτσα, που ζει στο σπίτι των παππουδων ως υπηρέτρια, αν και, τόσο εμένα όσο και τη Γενοβέφα μας έχουν σαν κόρες τους. Για αυτό στο τέλος μας πονάει όλο αυτό που γίνεται. Η Φιλίτσα ζει ένα ειδύλλιο με το Μανώλη, που δεν ξέρουμε πως εξελίσσεται. Πιθανότατα είναι ορφανή. Το έργο είναι έτσι δοσμένο που δίνει τη δυνατότητα στον ηθοποιό να επιλέξει εκείνος πως θα κινηθεί. Δεν είναι κατευθυνόμενο, αλλά θέμα οπτικής γωνίας.

Κώστας Δελακούρας: Είμαι αρχικά ο κυνηγός. Ένας καλοσυνάτος άνθρωπος που στην εταιρεία βρίσκει νόημα ζωής. Λίγο τραχύς, λίγο παρεξηγήσιμος. Δεν διαθέτει την απαιτούμενη λεπτότητα να αναλάβει ‘αποστολές’ έτσι έχει την ευθύνη για σκυλιά, κουνέλια, βουνά.. νιώθει ευτυχισμένος. Καταλαβαίνει πως όταν βοηθάς, βοηθιέσαι. Όταν προσφέρεις, εισπράττεις. Ίσως να μην μπορεί να το εξηγήσει, αλλά το ζει και το βιώνει στο απόλυτο. Είναι περήφανος για την Εταιρεία, θα έδινε τη ζωή του για αυτήν. Ο Άλλος, είναι άνθρωπος που δεν του δόθηκε ποτέ μια ευκαιρία. Εκείνος που τον αποκόβουν από το σπίτι, την οικογένεια, από μια ας πούμε, λογική εξέλιξη των πραγμάτων. Άνθρωπος  του περιθωρίου που βρέθηκε εκεί χωρίς τη δυνατότητα επιλογής. Γίνεται φυσικά σκληροτράχηλος και κυνικός, προκειμένου να επιβιώσει. Δεν διαθέτει τη γνώση να αντιμετωπίσει τη ζωή. Την ύστατη στιγμή, όταν  κινδυνεύει, επιστρέφει. Με απωθημένα βέβαια. Η σκέψη του είναι να ζητήσει, να απαιτήσει. Όταν μπαίνει στο σπίτι, γίνεται μέρος των αναταράξεων. Όταν βλέπει τη γιαγιά, τον μόνο άνθρωπο που τον έχει χαϊδέψει πραγματικά, κλονίζεται, ταράζεται. Ο κυνισμός του οφείλεται στο ότι ζει χωρίς όνειρα. Όλοι οι άλλοι στο έργο ονειρεύονται. Θεωρώ πως δυστυχισμένοι, είναι αυτοί που ζουν χωρίς όνειρα.

Πως επιλέχθηκε το έργο;

Κώστας: Η ομάδα μετρά αρκετά χρόνια δημιουργίας κι έχει ανεβάσει πολλά είδη θεάτρου. Δυο είναι τα κριτήρια πάντα. Ο αριθμός των μελών και να κάνει κάτι καινούριο. Μέχρι τώρα έχουμε ανεβάσει κωμωδία, αρχαία τραγωδία, κλασικά και μοντέρνα κείμενα, Σαίξπηρ. Κάνουμε πάντα κάτι διαφορετικό για να έχει εξέλιξη η ομάδα υποκριτικά. Όλες οι ηθοποιοί έχουν παίξει άντρες, όχι μόνο σε αυτό το έργο.

Πόσα χρόνια λειτουργεί η ομάδα και γιατί «Θυγατέρες»;

Κώστας. Ξεκίνησε το 2007. Είμασταν 14 άτομα με εναλλαγές. O μέσος όρος της ομάδας με τη σημερινή σύσταση, είναι έξι με εφτά χρόνια. Τις ονόμασα «Θυγατέρες» επειδή από την αρχή ήταν μόνο κορίτσια.

Χριστίνα. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας αλλά τις αντιμετωπίζουμε ψύχραιμα. Νομίζω πως όταν κάνεις κάτι επειδή το αγαπάς και δεν το βλέπεις πρωτίστως σαν επάγγελμα, μέσο αυτοπροβολής ή προσωπικής ανέλιξης, αλλά ομαδικά, είναι τελείως διαφορετικό.

Ηλέκτρα. Κάθε μια έχει διαφορετικό πρόγραμμα και μπορεί να ασχολείται με άλλα πράγματα. Ο κοινός μας τόπος είναι το θέατρο. Μας ενώνει, είναι πολύτιμο για όλες μας. Νιώθουμε την ίδια αγάπη και αφοσίωση, έχουμε τα ίδια θέλω. Για αυτό δεθήκαμε και προχωράμε έτσι όπως προχωράμε, ανοδικά θέλω να πιστεύω.

Ηλέκτρα. Κάπου στο έργο, ο συγγραφέας μιλά για τις αρρώστιες της ψυχής. Θεωρώ πως για αυτό κάνουμε θέατρο. Ερχόμαστε και ζούμε την αυταπάτη μας καθώς όλοι, θέλουμε κάπου, κάπως, η ψυχή μας να ηρεμεί. Πάντα, σε κάθε ρόλο, βρίσκουμε κάτι δικό μας. Μόνον έτσι γίνεται να το προσεγγίσουμε, διαφορετικά, υπάρχει χάος, κάτι δεν κολλάει. Ακόμη κι αν δε βρεθεί, θα το επινοήσουμε, θα το φτιάξουμε. Έχει ενδιαφέρον και η αλληλεπίδραση μεταξύ των ηρώων. Είναι διαδραστική κατάσταση, όπως και στη ζωή.

Χριστίνα. Προσωπικά δε θα ήθελα να υπάρχει αυτή η εταιρεία. Πιστεύω ότι η αυταπάτη γεννιέται από την πραγματικότητα και μόνο. Είναι όμως ενδιαφέρον το γεγονός ότι όσοι έρχονται σε επαφή με το έργο, έρχονται σε επαφή με ένα δίλημμα. Το τι θα αποφασίσει ο καθένας είναι δικό του θέμα, με βάση τις ανάγκες, τα πρότυπα, τις αρχές του. Αυτό νομίζω πως είναι το πιο σημαντικό, η απάντηση που δίνεις στο τι θα έκανες εσύ σε μια τέτοια κατάσταση.

Κριτική και πληροφορίες για την παράσταση «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» εδώ