ΠηΠΜε βαθιές ρίζες στο λαϊκό τραγούδι και τη μουσική, ο Παναγιώτης Κολοκοτρώνης συστήνεται στο ευρύ κοινό με τον δίσκο του “Απλά και Λαϊκά”.

Πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική;

Έχω την αίσθηση, από πριν γεννηθώ. Παππούς μου είναι ο μεγάλος στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής, Χρήστος Κολοκοτρώνης. Ο πατέρας μου, από νεαρός έπαιζε τύμπανα μαζί του στα μαγαζιά που εμφανιζόταν. Η μητέρα μου τραγουδούσε εκεί κι έτσι γνωρίστηκαν με τον πατέρα μου. Οπότε, μάλλον δεν είχα και πολλές επιλογές! Τυπικά, ξεκίνησα μαθήματα το 1987 και συνέχισα στο Εθνικό Ωδείο όπου έμαθα πιάνο. Δεν είχα καμία επαφή με τα λαϊκά ή το τραγούδι γενικότερα. Ο αδερφός μου έπαιζε κιθάρα κι εγώ πιάνο. Όπως συμβαίνει, έπαιζα στις γιορτές του σχολείου και κάπου εκεί μπήκε μέσα μου το μικρόβιο του μπουζουκιού. Τότε παίζαμε άλλα πράγματα, όπως Νίκο Παπάζογλου, ήταν και της εποχής. Εμφανιζόμασταν με φίλους σε ταβερνάκια. Έβλεπα τον αδερφό μου που έπαιζε κιθάρα και ζήλευα. Έτσι, διαμορφώθηκε ένα τρίο, εγώ κιθάρα, ένας μπουζούκι κι άλλος μπαγλαμά. Η πρώτη μας δουλειά ήταν το 1995. Το ερέθισμα για να ασχοληθώ πιο σοβαρά ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος, στο μπουζούκι πλέον. Ψαχνόμουν, είχα ευχέρεια σε διάφορα όργανα και δεν ήξερα τι να κάνω. Μου σύστησαν τον Θέμη Παπαβασιλείου, ονομαστό δάσκαλο τότε, με τον οποίον ξεκίνησα εντατικά μαθήματα στο μπουζούκι και στο τραγούδι. Έμεινα εκεί. Κατά καιρούς, ακόμη πιάνω την κιθάρα. Γενικά με ιντριγκάρουν όλα τα όργανα. Έχω παίξει και μπάσο για τέσσερα χρόνια. Στις δουλειές μου καταλήγω να παίζω τα περισσότερα έγχορδα. Δεν ξέρω βέβαια αν αυτό είναι πάντα καλό. Ίσως η εξειδίκευση να φέρνει άλλα αποτελέσματα, δεν μπορώ όμως να αποκόψω κάτι. Με ενθουσίαζε πάντα να μαθαίνω κάτι καινούριο.

Άρα, η οικογένειά σου δεν σε απέτρεψε από το να ασχοληθείς με τη μουσική.

Ποτέ, αλλά η σύσταση ήταν πάντα ‘βρες μια δουλειά να κάνεις, δουλειά για οικογένεια’. Με προέτρεψαν να τελειώσω το ΤΕΙ Λογιστικής στο οποίο πέρασα στις Πανελλήνιες όπως και έκανα.

Είχαν δίκιο; Όντως δεν είναι δουλειά για οικογένεια;

Αυτό μάλλον θα πρέπει να το απαντήσει η οικογένεια. Νομίζω πως είναι θέμα χαρακτήρα. Πάντα ήθελα να κάνω οικογένεια. Άλλωστε δεν είμαι ο συμβατικός μπουζουξής – λαϊκός τραγουδιστής. Δεν μου αρέσει πολύ το ξενύχτι, κι αυτό ίσως είναι μια ιδιαιτερότητα που βγαίνει στη μουσική μου. Το να λείπω στις ‘οικογενειακές’ γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα κλπ, ήταν μια συνθήκη που υπήρχε πριν γνωρίσω τη γυναίκα μου, την οποία γνώρισα σε ένα από τα μαγαζιά που δούλευα. Άλλωστε, δεν υπάρχει πλέον δουλειά με σταθερό ωράριο. Μπορεί κάποιος να δουλεύει πενθήμερο και να γυρίζει σπίτι του στις οχτώ, εννιά το βράδυ. Ή να εργάζεται Σάββατα.. Θεωρώ ότι το βασικό σε κάθε δουλειά είναι να σε ‘καίει’ αυτό που κάνεις, να σου αρέσει, να σε τραβάει. Τα υπόλοιπα τα βρίσκεις. Αν κάνεις μια δουλειά που δεν αγαπάς, δε σου δημιουργεί ‘σπίθα’ μέσα σου, όποια κι αν είναι αυτή, ούτε η οικογένειά σου θα λειτουργεί σωστά. Δεν θα είσαι ολοκληρωμένος, δεν θα μπορείς να δώσεις στον εαυτό σου και τους άλλους αυτό που χρειάζεται. Για αυτό και δεν μετάνιωσα ποτέ που ασχολήθηκα με τη μουσική, ίσα – ίσα.

Ας μιλήσουμε για τη μέχρι τώρα πορεία σου και καταρχάς, για το συγκρότημά σου.

Η λέξη ‘συγκρότημα’ δεν είναι ακριβής. Περισσότερο έχει να κάνει με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι, φίλους. Ο καθένας έχει τις δουλειές του και συνεργαζόμαστε όποτε μπορούμε. Στο δίσκο “Απλά και Λαϊκά” έπαιξαν οι Γιάννης Πλαγιαννάκος μπάσο, Μιχάλης Μπακάλης στα κρουστά και στα τύμπανα, Ντίνος Χατζηιορδάνου ακορντεόν, ως βάση της ορχήστρας. Μαζί με τον Γιώργο Τσακαράκα παίξαμε μπουζούκι, ο Γιώργος μάλιστα έχει συνθέσει πέντε από τα έντεκα κομμάτια, και σε ένα τραγούδι, μου έκανε την τιμή να συμμετάσχει ο Νίκος Τατασόπουλος. Πρόκειται για κομμάτι του παππού μου με τίτλο ‘Το παρελθόν”. Όταν ο παππούς πέθανε, το 1999, έπρεπε να τακτοποιήσουμε τα πράγματά του, δίσκους, πομπίνες, φωτογραφίες.. Εξαιρετικό υλικό, για το οποίο ενδιαφέρθηκε ένα Μουσείο στα Τρίκαλα, αφιερωμένο σε όλους αυτούς τους δημιουργούς, Βίρβο, Καλδάρα, Κολοκοτρώνη, Σαμολαδά και Μητροπάνο νομίζω. Το Μουσείο αυτό, όταν αρχίσει να λειτουργεί, θα ψηφιοποιήσει το υλικό που υπάρχει από τον καθένα τους. Με αφορμή αυτό, έψαξα και βρήκα πολλά πράγματα. Ανάμεσα στα άλλα, μερικά παλιά κασετάκια, επειδή όμως δεν είχα τον εξοπλισμό για να τα ακούσω, δεν ήξερα τι έχουν μέσα. Βρήκα τελικά ένα στούντιο κι άκουσα το υλικό. Πρόκειται για δεκατέσσερα ακυκλοφόρητα τραγούδια σε δυο εκτελέσεις το καθένα. Μια ορχηστρική και μια με στίχο. Τα ορχηστρικά είχε φτιάξει ο Νίκος Τατασόπουλος όταν ήρθε πιτσιρικάς ακόμη από την Αμερική, και συνεργαζόταν με τον παππού. Η έκδοση με στίχο και μπουζούκι, ανήκε στο Γιάννη Σταματίου, το Σπόρο. Τα πήρα λοιπόν και τα άφησα λίγο στην άκρη. Όταν ξεκίνησα να γράφω το δίσκο, ήθελα να βγάλω κάποια από αυτά τα τραγούδια στο κοινό. Θεώρησα ‘Το παρελθόν’ κατάλληλο για το ύφος του δίσκου, το επεξεργαστήκαμε κάπως, και ρώτησα τον Νίκο αν ήθελε να παίξει σε αυτό το τραγούδι, όπως τότε. Δέχτηκε και νομίζω πως βγήκε πολύ ωραίο.

Πως νιώθεις με αυτό το τραγούδι στο δίσκο;

Σαν πιτσιρικάς, ήξερα τα πολύ βασικά, τα πιο γνωστά του τραγούδια, αλλά όταν ξεκίνησα πραγματικά να  ακούω, με το δάσκαλό μου τότε, αυτή τη μουσική, έπεφτα πάνω στο όνομά του συνέχεια. Έψαξα και βρήκα έναν κατάλογο από χίλια τετρακόσια περίπου τραγούδια στο όνομά του. Σκέφτομαι λοιπόν ότι σε είκοσι, τριάντα χρόνια από τώρα μπορεί κάποιος άλλος πιτσιρικάς να βρει πάλι αυτά τα τραγούδια. Επιπλέον, δεν ξέρω αν είμαστε οι μόνοι αλλά σίγουρα είναι σπάνιο να έχουν παππούς και εγγονός τραγούδι στον ίδιο δίσκο.

Η παλαιά γενιά άφησε μια παρακαταθήκη που χρησιμοποιείται από τη νέα και πάει λίγο παραπέρα. Αυτό μπορεί πάντα να έχει συνέχεια.

Η αλήθεια είναι πως φαίνεται ‘βαρύ’ γιατί εμείς τα βλέπουμε τελειωμένα. Όταν εκείνοι, άνθρωποι με τρομερό ταλέντο, έφτιαχναν αυτά τα τραγούδια ήταν τελείως διαφορετικά. Ο παππούς ας πούμε, έγραφε στα πακέτα των τσιγάρων, σε χαρτοπετσέτες, στον τηλεφωνικό κατάλογο. Υπάρχουν όλα αυτά. Εμείς δεν ξέρω αν έχουμε το ίδιο ταλέντο. Είμαστε κοινωνία πιο χορτασμένη και με την πληροφορία παντού. Έχουμε ακούσει πάρα πολλή μουσική. Τότε δεν άκουγαν τόση. Πήγαιναν κι άκουγαν τη μουσική ζωντανά. Ο Χιώτης ερχόταν σπίτι, έπιναν καφέ κι έγραφαν τραγούδια. Ο Καζαντζίδης είχε μείνει στο σπίτι του παππού πολύ καιρό, τους θυμάμαι όπως και την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέϋ, τον Μπακάλη. Ήταν ένα ζωντανό πράγμα. Εμείς τώρα είμαστε λίγο πιο απομονωμένοι. Ο καθένας μόνος του. Ίσως δεν υπάρχει αυτή η ανάγκη έκφρασης πια, τόσο έντονη τουλάχιστον, παρά μόνο σε περιπτώσεις. Η κατανάλωση έχει γίνει τρόπος ζωής και η μουσική καταναλώνεται. Είναι πια ένα ‘κλικ’. Πατάς το κουμπί κι αν δε σ’ αρέσει αυτό που ακούς, προχωράς στο επόμενο. Ή σταματάς να ακούς και κάνεις κάτι άλλο. Δεν είναι ανάγκη. Θυμάμαι πηγαίναμε με τον αδερφό μου στο Μοναστηράκι, στον ‘Ζαχαρία’ και ψάχναμε τους δίσκους. Όταν ανακαλύπταμε κάτι που μας άρεσε, πανηγυρίζαμε. Ήταν μια διαδικασία, η μουσική. Τώρα είναι στα τηλέφωνα. Εντάξει, πρόκειται για εξέλιξη. Θα δούμε. Νομίζω πως το πράγμα κάνει κύκλους.

Ας πούμε λίγα πράγματα για τον δίσκο.

Περίπου το 2012 ξανασυναντώ τον Γιώργο Τσακαράκα με τον οποίον ταιριάζουμε πολύ μουσικά και προσωπικά. Πιστεύει πολύ σε μένα κι εγώ σε αυτόν. Μου έγραψε τρία τραγούδια με τα οποία φτιάξαμε ένα demo. Τα παίζαμε στις εμφανίσεις μας, αλλά μέχρι εκεί. Έρχεται κάποια στιγμή, το 2017 προς 2018 όπου με καλούν στην εκπομπή ‘Το αλάτι της γης’ για ένα αφιέρωμα στους Θεσσαλούς, όπου λέω τρία τραγούδια του παππού μου. Την εκπομπή είδαν ο Σταμάτης Πανταζόπουλος και ο Κώστας Τρουμπούκης. Μέσα από μια άσχετη συνεργασία, στο στούντιο, μου είπαν ότι άκουσαν αυτά τα τραγούδια και είχαν και οι ίδιοι κάποια. Με ρώτησαν αν θα ήθελα να πω  κάποιο από αυτά. Έτσι, τα τρία έγιναν τέσσερα. Είχε κι ο Σταμάτης κάποια οπότε τέθηκε το θέμα να κάνουμε έναν δίσκο. Φυσικά συμφώνησα. Έτσι, λίγο – λίγο μαζεύτηκαν αρχικά εννέα τραγούδια. Για να γίνουν δέκα, έκανα επανεκτέλεση του ‘Είσαι εγωίστρια πολύ’ των Σούκα και Παπασιδέρη. Η πρώτη ήταν του Κώστα Κόλλια. Μας έλειπε άλλο ένα και είπαμε με τον Σταμάτη να βάλουμε ένα τσιφτετέλι. Εκείνος είχε τους στίχους και μου ζήτησε να γράψω τη μουσική. Ήταν το ‘Απλά και λαϊκά’. Όπως καταλαβαίνεις, ο τίτλος μπήκε τελευταίος. Νιώθω πολύ ικανοποιημένος από αυτήν την πρώτη προσπάθεια.

Πόσο δύσκολη ήταν η διαδικασία;

Για να ολοκληρωθεί, πέρασαν τριάμιση χρόνια. Είχα την τύχη να έχω δικό μου στούντιο όμως υπήρξαν δυσκολίες. Η ορχήστρα έγραψε σχετικά γρήγορα. Τραγούδησα, μίξαρα, έγινε το master αλλά κάτι δεν μου άρεσε. Με τη βοήθεια του φίλου Σπύρου Πατρά, συνάδελφος στο τραγούδι και το μπουζούκι, τα ξαναγράψαμε όλα από την αρχή. Καμιά φορά ζηλεύω τις εποχές που οι εταιρείες είχαν παραγωγούς. Ανθρώπους με όραμα κι εμπειρία. Όχι για να αποφύγω την ευθύνη και τον κόπο, αλλά επειδή, όταν τα κάνεις όλα μόνος σου, μπορεί να κάνεις περισσότερο χρόνο από ότι χρειάζεται. Σε κάποια πράγματα ίσως αστοχήσεις. Όπως και να έχει, το ‘Απλά και Λαϊκά’ είναι ‘χειροποίητος’ δίσκος, κάτι που ασφαλώς έχει τη δική του χάρη και γούστο. Όπως προείπα όμως, είμαι πολύ ικανοποιημένος. Ήθελα να κάνω έναν λαϊκό δίσκο, κάτι που λείπει. Το feedback που παίρνουμε είναι πως ‘αν έχει μπουζούκι, δεν το θέλω’. Δύσκολα θα το παίξουν τα ραδιόφωνα. “Κλωτσάει’.

Μου κάνει μεγάλη εντύπωση να ‘κλωτσάει’ το μπουζούκι στην Ελλάδα.

Και μένα. Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ. Δεν με πείθει κανείς πως το μπουζούκι δεν περνάει στο ελληνικό αυτί. Για αυτό και επιμένω σε αυτό και πάντα θα επιμένω. Λαϊκά.

Ποιοί συντέλεσαν στον δίσκο;

Ο Γιώργος Τσακαράκας κυρίως στις συνθέσεις αλλά και σε κάποιους από τους στίχους, ο Σταμάτης Πανταζόπουλος που έχει γράψει όλα τα τραγούδια εκτός από του παππού μου και του Σούκα, ο Κώστας Τρουμπούκης που μου έδωσε το ‘Βαριά τραγούδια’ ο Δημήτρης Δαλαβάγκας με το ‘Εσύ να δούμε’ και φυσικά ο παππούς, ο Σούκας, ο Παπασιδέρης. Ο δίσκος έχει τη σφραγίδα της Protasis Music, του Νίκου Οικονόμου και της Μαρίας Φασουλάκη. Μέχρι στιγμής ο δίσκος δεν έχει φτάσει στα δισκάδικα. Και πλέον, δύσκολα ο κόσμος θα ψάξει εκεί. Γενικά μπαίνει σε επιλεγμένα σημεία, όπως το μαγαζί που δουλεύω, το ‘Εν Μοσχάτω’ στην πλατεία του Μοσχάτου, με το οποίο συνεργάζομαι χρόνια. Γενικά η διανομή είναι πολύ δύσκολη. Η Μουσική δεν πωλείται πλέον. Για αυτό προτίμησα να τον έχω στο μαγαζί που δουλεύω έτσι ώστε να τα ακούσει το κοινό κι αν του αρέσει να αγοράσει το δίσκο. Φυσικά μπορεί να το βρει κανείς από το Ίντερνετ, μέσω της εταιρείας.

Πόσο έχει επηρεάσει τη μουσική σκηνή ο covid;

Νομίζω, κατά περίπτωση. Κάποιοι λειτούργησαν πολύ δημιουργικά μέσα στην καραντίνα. Όσοι είχαν τη δυνατότητα, συνέθεσαν, ηχογράφησαν. Κάποια άλλα όμως, πήγαν πολύ πίσω. Μερικοί μπήκαν σε μια εσωστρέφεια, άλλοι βρέθηκαν τελείως μόνοι τους. Επίσης, βγήκαν στην επιφάνεια πολύ αρνητικά πράγματα, ειδικά στις οικογένειες. Οπότε, αυτή η κατάσταση έχει δυο όψεις. Έχω την αίσθηση πως θα δούμε το αποτέλεσμα όταν υπάρξει ξανά μια ‘κανονικότητα’. Γνωρίζω πολλούς μουσικούς που ξεκίνησαν άλλου είδους δουλειές και για αυτούς έχουν πάει όλα, πολύ πίσω.

Μπορεί να υπάρξει ο διαχωρισμός εμβολιασμένοι – ανεμβολίαστοι;

Θεωρώ πως το θέμα του εμβολίου πήρε μια διάσταση που δεν χρειαζόταν. Ο κόσμος θα το κάνει επειδή το θέλει. Από ότι φαίνεται – καθώς δεν είμαι επιδημιολόγος – κι εκείνος που εμβολιάστηκε μπορεί να κολλήσει τον ιό. Θεωρώ λοιπόν πως το τεστ είναι εκείνο που θα ‘ορίζει’  ποιός θα μπαίνει κάπου και ποιός όχι. Θα πρέπει να υπάρξει ένας τρόπος να τεστάρεται ο κόσμος περισσότερο. Το κακό είναι πως ο Έλληνας δεν έχει εμπιστοσύνη σε καμία μορφή του οργανωμένου κράτους. Σε γενικές γραμμές οι δυτικές κοινωνίες έχουν αυτήν την εμπιστοσύνη κι ακολουθούν τις οδηγίες. Εμείς όχι. ‘Κλωτσάμε’ στο οργανωμένο που θα μας επιβληθεί. Αυτό είναι κακό και καλό, καθώς το ψάχνεις, αν ισχύει, αν μας βοηθάει. Νομίζω όμως πως λείπει η ισορροπία. Οι απόψεις συνήθως είναι ακραίες. Τώρα ας πούμε, περιθωριοποιούνται οι ανεμβολίαστοι. Γιατί; Αν έχουν κάνει τεστ και είναι αρνητικό, γιατί να μην μπουν στο μαγαζί, στο θέατρο. Έχουμε μπλέξει λίγο, νομίζω.

Ας πούμε κάτι πιο ευχάριστο. Έχεις συνεργαστεί με την Άννα Βίσση.

Όντως, ξεκινήσαμε τη συνεργασία μας το 2015. Η εμπειρία με έναν τέτοιου μεγέθους καλλιτέχνη ήταν πρωτόγνωρη. Μέχρι τώρα έχω εργαστεί σε μικρά μαγαζιά, με μεγαλύτερο τα ‘Εννιά όγδοα’ με την Αθηναϊκή Κομπανία. Ξαφνικά λοιπόν, βρέθηκα δίπλα σε μια σταρ. Υπήρχε σίγουρα αμηχανία από τη μεριά μου, οι απαιτήσεις ήταν διαφορετικές. Έχω να πω ότι είναι καταπληκτικός άνθρωπος. Η Άννα είναι γεννημένη για αυτό που κάνει. Η καθημερινότητά της κι ο τρόπος που έχει στήσει τη ζωή της, είναι αυτός. Είναι η Βίσση. Ασχολείται και με την παραμικρή λεπτομέρεια, ενδιαφέρεται για τα πάντα. Σκέφτεται πάντα τους συνεργάτες της, τους βάζει μπροστά, νοιάζεται. Είναι εντελώς ακομπλεξάριστη. Δικό μας άτομο. Πέραν αυτών όμως, είναι μεγάλη τραγουδίστρια.

Ασχολούνται τα παιδιά σου με τη μουσική; Τι λένε για το δίσκο;

Και οι δυο μου κόρες η Αργυρώ και η Στεφανία κάνουν μουσική, έχουν ασχοληθεί κατά καιρούς με ντραμς, μπουζούκι, μπαγλαμά. Δεν τις πιέζω, ότι θέλουν κι αν θέλουν. Το θέμα είναι να προετοιμάζονται τα παιδιά – όλα τα παιδιά – για τον εαυτό τους και τον κόσμο. Όσο για τον δίσκο, μου έκαναν ένα καταπληκτικό δώρο. Μου έφτιαξαν ένα κορνιζάκι με το εξώφυλλο του δίσκου. Χαίρονται πολύ που ο μπαμπάς τους είναι μουσικός κι έβγαλε δίσκο.

Υπάρχει σκέψη, υλικό για τον επόμενο;

Είχα ηχογραφήσει τέσσερα τραγούδια με αυτόν τον σκοπό, αλλά η πανδημία ‘κόλλησε’ λίγο την έμπνευση. Αλλά δεν πτοούμαι. Θα βρω την άκρη. Ένας φίλος μου έγραψε άλλα οχτώ τραγούδια, σε πιο ‘έντεχνο’ στίχο, πάντα όμως με λαϊκούς ρυθμούς. Δεν κάθομαι ήσυχος.

Που μπορεί κάποιος να σε ακούσει;

Αν όλα πάνε καλά, θα είμαι με την Άννα Βίσση στο Hotel Ερμού, εξαιρετικό μαγαζί στο Γκάζι. Η Άννα ήταν η πρώτη που ξεκίνησε αυτήν την κατάσταση κι ακολούθησαν πολλοί. Μιλάμε για πολυμορφική ορχήστρα, με μουσικούς της jazz, της rock, λαϊκούς. Λειτούργησε και το έκαναν κι άλλοι. Σίγουρα επίσης κάποια μέρα της εβδομάδας θα είμαι στο “Εν Μοσχάτω”, κανονίζω και κάποια άλλα live. Στο ρεπερτόριό μας παίζονται και κομμάτια του δίσκου. Σε αντίθεση με αυτό που ακούω πως ‘το μπουζούκι δεν περνάει πια’ η αντίδραση του κόσμου είναι πολύ θερμή. Ακούγοντας παλιές συνεντεύξεις, του Ζαμπέτα για παράδειγμα, βλέπω ότι πάντα υπήρχε το ‘παράπονο’ ότι τα ραδιόφωνα δεν στήριζαν τους καθαρά λαϊκούς καλλιτέχνες. Ας μην ξεχνάμε πως η ξενομανία της ελληνικής κοινωνίας κρατά από τη δεκαετία του 1930. Λέμε πως ο Χιώτης ‘έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια’, επίσης ο Χατζηδάκης και ο Ξαρχάκος το χρησιμοποίησαν, θεωρώ όμως πιο σημαντική την προσπάθεια του Μίκη Θεοδωράκη, που χρησιμοποίησε ατόφιο λαϊκό στοιχείο μαζί με ποίηση. Αυτό ήταν πολύ σοβαρή προσπάθεια. Ίσως και σήμερα χρειαζόμαστε κάτι τέτοιο, να ξαναμπεί το μπουζούκι στη ζωή μας. Τελευταία γίνονται πολλές διασκευές, ακούμε ένα ρεμπέτικο ας πούμε σε swing εκτέλεση. Αυτό είναι λίγο προβληματικό, νομίζω. Αν θες να γράψεις swing, γράψε swing. Άσε τον Τσιτσάνη στην ησυχία του.

Μπορεί όμως να πει κανείς ότι έτσι μαθαίνουν και τα νέα παιδιά κάποια παλαιότερα τραγούδια.

Τα γνωρίζουν για κάτι άλλο από αυτό που είναι. Ακούγονται διαφορετικά και στον μουσικό δρόμο, στη μελωδία, στην αρμονία. Όταν ο Μπιθικώτσης έκανε τα τραγούδια του Βαμβακάρη, δεν τα άλλαξε, απλώς τα ξανατραγούδησε. Το ίδιο κι ο Γιώργος Νταλάρας με τα ρεμπέτικα. Η επανεκτέλεση έχει ένα θετικό, ο κόσμος γνωρίζει παλιά κομμάτια με νέο ήχο, νέα μορφή, υπάρχει όμως και η ευθύνη του πως θα πεις ένα τέτοιο τραγούδι. Θέλει μεγάλη προσοχή. Πρέπει να βρεθεί το πλαίσιο. Λείπει και ο παραγωγός που θα φροντίσει το κάθε τραγούδι όπως πρέπει. Τώρα ο καθένας μας κάνει ότι μπορεί στα social αλλά πιστεύω πως άλλος πρέπει να σου πει ότι είσαι καλός, όχι να το λες εσύ για τον εαυτό σου. Η τεχνολογία βοηθάει αλλά χρειάζονται κι άλλα πράγματα κι όχι να παρουσιάζεται μόνος του ο καθένας στον κόσμο.

Ακούω πολύ συχνά για το θέμα του παραγωγού.

Του μουσικού παραγωγού, του ραδιοφωνικού παραγωγού, του ανθρώπου που θα ακούσει τη δουλειά σου, θα του αρέσει και θα την παρουσιάσει. Προσωπικά είχα την τύχη να με στηρίξουν πολλοί. Ο Παντελής Σιβρής, στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Η Έλενα Φαληρέα, επίσης στο Δεύτερο, έκανε μια εκτενή παρουσίαση. Η Βάσω Ξυροτύρη στο Θέμα. Η εφημερίδα ‘Κήρυκας’ της Νέας Υόρκης παρουσίασε επίσης το δίσκο. Ο Ted Demetriadis στη Βοστώνη. Ο Γιάννης Σκουλετάκης και η Ντένια Κουρούση στο Ράδιο Βερόνικα. Δηλαδή βρέθηκε κόσμος που του άρεσε η δουλειά αυτή και την προώθησε. Αυτό θα έπρεπε να γίνει σε μεγάλη κλίμακα, εάν κι εφόσον αξίζει. Προς το παρόν, έχει χαλάσει η αλυσίδα. Σκέφτομαι καμιά φορά πόσο κάνουμε μουσική για τον εαυτό μας. Αν σου αρέσει αυτό που κάνεις, η δουλειά θα γίνει για σένα, επειδή έχεις ανάγκη να εκφραστείς. Προσωπικά το έκανα επειδή το ήθελα και θα το ξανακάνω. Από εκεί και πέρα, αν υπάρχει ανάγκη να ακουστεί, θα βρει το δρόμο του. Ας μην ξεχνάμε ότι και παλιότερα το ίδιο γινόταν. Οι δημιουργοί έπαιζαν κάποια τραγούδια στα μαγαζιά που εμφανίζονταν. Έγραφαν μετά στο στούντιο εκείνα που άρεσαν περισσότερο στον κόσμο. Εκεί φαίνονταν όλα, στον κόσμο. Η μουσική είναι και δεν είναι προϊόν. Δεν κάνουμε μουσική μόνο για να την πουλήσουμε. Σίγουρα δεν μπορείς να χρηματοδοτείς συνέχεια τον εαυτό σου, πρέπει κάπως να συντηρείται αυτή η διαδικασία. Το βλέπεις όμως και κάπως ‘μεγαλόπνοα’, θες η μουσική σου να επηρεάσει έστω κάποιους. Λόγω καταγωγής και ψυχοσύνθεσης, επέλεξα το λαϊκό τραγούδι που είναι πιο ευθύς τρόπος επικοινωνίας, γιατί πρέπει μέσα σε ένα ρεφρέν να τα πεις όλα. Εκεί όμως είναι και η ομορφιά του πράγματος. Μπορείς να πεις αυτό που θες σε τρεις προτάσεις; Όταν ξεκίνησα, έλεγα πως θέλω τραγούδια χωρίς υπονοούμενα. Το λέω ακόμη. Το να ακούς ένα τραγούδι και να μην ξέρεις τι εννοεί, κρύβει ίσως μια μεγαλομανία. Όταν κάνεις μουσική, απευθύνεσαι στον κόσμο και καλό είναι να του μιλάς ευθέως.

Photo: Μάρκος Μυγιάκης