Ο Παύλος Λιάγκας (Paul Bion) συστήνεται στο μουσικό κοινό μέσα από την πρώτη, ιδιαίτερα έντονη και με βάθος δουλειά του. Δυνατοί ρυθμοί, ουσιαστικοί στίχοι που αγγίζουν την ψυχή, δίνουν την εικόνα ενός πραγματικού δημιουργού…

Ας ξεκινήσουμε με τον δίσκο.

Είναι η πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά μου. Έχει τίτλο «Δεν υπάρχω» και είναι θεματικό άλμπουμ, αφιερωμένο στην κατάθλιψη, όχι στους καταθλιπτικούς. Κάνω αυτήν την διάκριση, επειδή δεν μιλά για κάποιον που υποφέρει από αυτήν. Αν μπορώ να το εκφράσω κάπως, προσπάθησα να βάλω έναν «καθρέφτη» στην κατάθλιψη και να της δείξω τον εαυτό της.

Ποιο ήταν το έναυσμα;

Όταν διαλύθηκε η προηγούμενη μπάντα μου, οι Ciggy Kiss,  χρειάστηκε να αποφασίσω πως θα πορευτώ με τη μουσική. Είχα την τύχη και αν θες, προσήλωση, να μάθω πως γίνεται μια ηχογράφηση και η παραγωγή στο σπίτι, σχετικά νωρίς. Ήταν το 2012, πήγαινα σχολείο ακόμη και ξεκίνησα να πειραματίζομαι αν και, καθώς δεν είχα τον εξοπλισμό που απαιτούνταν, δυσκολεύτηκα λίγο παραπάνω. Όμως, πέφτοντας, μαθαίνεις. Είχα ήδη γράψει ένα τραγούδι με τίτλο «Στους δρόμους της Αθήνας», μάλλον ασυναίσθητα, όταν γράφω, αφήνω ελεύθερο το ασυνείδητο. Άρχισα να σκέφτομαι για τι μιλούσε. Αργότερα το συζητούσα με έναν φίλο που είπε ότι του έφερε στο μυαλό την κατάθλιψη. Μπήκα στην διαδικασία να μελετήσω Ψυχολογία και παρατήρησα ότι είχε δίκιο. Είδα πως μόνο του δεν ήταν αρκετό, για αυτά που ήθελα να «περάσω», για αυτά που είχε να πει το ίδιο το τραγούδι και το επέκτεινα. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για μια ολοκληρωμένη συλλογή. Είχα κάποιες κοντινές μουσικές ιδέες κι  αποφάσισα να τις αναπτύξω για να δω τι θα βγει. Δεν είχα σκοπό να κάνω θεματικό άλμπουμ, όταν όμως ξεκίνησα να γράφω με αυτόν τον σκοπό, άρχισαν όλα να ταιριάζουν μεταξύ τους, η μια σκέψη έφερνε την επόμενη. Έτσι συνέβη.

Πόσα τραγούδια έχει ο δίσκος;

Εννέα. Σε όλα έχω γράψει και τη μουσική και τους στίχους. Μόνο στα ντραμς με βοήθησε ο καλός μου φίλος Bill Surge, εξαιρετικός ντράμερ.

Βρήκα τα τραγούδια σου πολύ έντονα. Τόσο συναισθηματικά όσο και μουσικά – στιχουργικά. Δεν θα σου κρύψω πως η πρώτη μου σκέψη ήταν πως εκφράζουν έναν καταπιεσμένο άνθρωπο αλλά τελικά δεν βλέπω κάτι τέτοιο σε σένα.

Ένας από τους σκοπούς του άλμπουμ είναι να δείξω ότι η κατάθλιψη έχει πάρα πολλά πρόσωπα. Δεν σημαίνει πως σε κάνει λιγότερο ικανό να ανταπεξέλθεις στην καθημερινότητα. Κάποιες φορές ναι, κάποιες άλλες μπορεί να σε φτάσει στα άκρα. Πολύς κόσμος έχει πολύ ήπια μορφή κατάθλιψης, η οποία είναι πολύ επικίνδυνη, καθώς μειώνει την ποιότητα ζωής σου μέρα με τη μέρα ενώ σου «σμιλεύει» και τον χαρακτήρα. Αυτό ίσως είναι το χειρότερο. Ένας από τους λόγους που έφτιαξα αυτό το άλμπουμ είναι όχι μόνο για να «φωνάξω» αυτές τις σκέψεις που είτε είχα ο ίδιος, είτε είχα δει σε άλλους, αλλά και γιατί όταν βλέπεις έναν άνθρωπο που έχει κατάθλιψη, αρχικά διαπιστώνεις πως είναι νωχελικός, δεν έχει πολλή ενέργεια, κίνηση, «τσαγανό». Αν όμως δεις πιο βαθιά, παρατηρείς «κύματα πάνω σε βράχο». Αυτά τα κύματα δεν τα ακούς σε μουσικές που έχουν φτιαχτεί για την κατάθλιψη, δείχνουν – νομίζω – την εξωτερική εικόνα. Προσπαθώ να δείξω την εσωτερική, η οποία στα δικά μου αυτιά, εκφράζεται με τα τύμπανα κι έντονους ρυθμούς.

Υπάρχουν άνθρωποι με κατάθλιψη στο περιβάλλον σου;

Υπάρχουν αρκετές καταθλιπτικές καταστάσεις. Προσπαθώ να είμαι ακριβής, το θέμα είναι τόσο ευαίσθητο… Έμαθα τι είναι «καταθλιπτικό επεισόδιο» το οποίο κρατά συνήθως δυο εβδομάδες. Μπορεί να συμβεί στον καθένα κάτι πολύ μικρό, κάτι λιγότερο έντονο που δεν θα πάει να το διαγνώσει. Επομένως δεν μπορείς να πεις με σιγουριά αν κάποιος έχει κατάθλιψη ή όχι. Τουλάχιστον όχι ευθέως. Είναι κάτι όμως που συμβαίνει συχνά, σε νεότερους, σε μεγαλύτερους, στον κύκλο μου, σε μένα.

Σε βρίσκω πολύ φιλοσοφημένο, για τόσο νέο.

Είναι ένα από τα μειονεκτήματά μου αυτό. Το δεύτερο τραγούδι του δίσκου «Κόκκαλα και αίμα» μιλά περισσότερο για τον μηδενισμό που σε πιάνει όταν είσαι σε αυτήν την κατάσταση. Καταλήγεις να βλέπεις όλες τις αλήθειες που στέκονταν ψηλά, πεσμένες στα πόδια σου κι όλα να ισοδυναμούν με «Κόκκαλα και αίμα». Δεν βλέπεις πια την ουσία του κάθε ανθρώπου. Η έμπνευση του είναι από τον μονόλογο του Φάουστ, έργο που διάβασα στα δεκάξι. Συχνά μου βγαίνουν στα τραγούδια πράγματα που έχω διαβάσει, κάποιες φορές ασυναίσθητα, κάποιες συνειδητά, γιατί εξέφραζαν κάποια πράγματα καλύτερα από ότι μπορούσα να τα εκφράσω εγώ. Κάτι που θα διαβάσεις μπορεί να χτυπήσει μέσα σου την σωστή χορδή. Ίσως είναι κάτι που ξέρεις ήδη, αλλά όταν το δεις γραμμένο το συνειδητοποιείς καλύτερα.

Πότε άρχισες να ασχολείσαι με τη μουσική;

Από τα δεκατέσσερα περίπου. Οι Ciggy Kiss ήταν κάτι που εξελίχθηκε συν τω χρόνω, αρχικά μέσω της συνεργασίας με τον τραγουδιστή μας, τον Οδυσσέα, στην γενέτειρα μας, τη Λαμία. Εκείνος ζούσε στο εξωτερικό κι όταν ερχόταν, όλο και κάτι γράφαμε, περνούσαμε αρκετό χρόνο μαζί. Κάποια στιγμή έμεινε λίγο παραπάνω και ζήσαμε ένα πολύ δημιουργικό διάστημα, γράψαμε εφτά τραγούδια σε μια εβδομάδα. Μετά έπρεπε να φύγει αλλά βρήκαμε κι άλλα άτομα στην πόλη μας που ήθελαν να κάνουν μουσική όπως εμείς. Φτιάξαμε την μπάντα, η οποία πήγε στο School Wave του Red Fm και παίξαμε σε διάφορες συναυλίες σε όλη την Αθήνα. Όμως, η ζωή έχει μεγαλύτερες δυνάμεις από μας. Όταν είσαι νέος, βλέπεις τα πράγματα διογκωμένα, απροσπέλαστα. Υπήρχε μια θολότητα στο πως θα προχωρούσαμε, γιατί παρόλο που ήμασταν αρκετά ικανοί, είχαμε πολλές επιλογές στο τι θα γράψουμε κι αυτό έφερνε συχνά έναν διχασμό. Αγαπάω όμως τα παιδιά κι ακόμη έχουμε επαφή. Επίσης, φτιάξαμε την μπάντα σε μια περίοδο που όλοι αλλάζαμε τις ζωές μας σε όλους τους τομείς, που απαιτούσαν περισσότερη προσοχή.

Ο δίσκος σου κυκλοφόρησε τον Μάρτη. Τι feedback έχεις;

Όσοι είδαν τα video clip, έχουν ακούσει το «Δρόμοι της Αθήνας» και τα υπόλοιπα κομμάτια μου λένε πως είναι κάτι πολύ διαφορετικό, ενώ τους κάνει εντύπωση που οι στίχοι είναι ελληνικοί. Συνήθως αυτή η μουσική συνοδεύεται από ξενόγλωσσους στίχους.

Τι θέλεις να μοιραστείς με το κοινό;

Έχω την εξής «παραξενιά», αν θες. Γράφω τα κομμάτια για τα κομμάτια και θεωρώ πως ένας καλλιτέχνης έχει την ηθική υποχρέωση να τα μοιραστεί. Το τι θα κάνει το κοινό με αυτά δεν είναι δική μου ευθύνη. Ίσως ακούγεται περίεργο, εγωιστικό, αλλά, μου αρέσει πολύ αυτό που έλεγε ο Παύλος Σιδηρόπουλος: «Τα τραγούδια είναι σαν παιδιά που τα αφήνεις και παίρνουν τον δικό τους δρόμο». Δεν χρειάζεται να βάλεις μια ιδέα κάπου. Για μένα, αυτό είναι ένα πολύ πιο ολιστικό project από ότι περίμενα αρχικά. Αν το καταφέρω, θα ήθελα να κάνω κι ένα podcast γύρω από το θέμα της κατάθλιψης και να μιλήσω για αυτό.

Μετά, τι λέει το πρόγραμμα;

Θα συνεχίσω να γράφω τραγούδια. Επειδή είμαι solo καλλιτέχνης δεν έχω σχήμα για να μπορώ να τα βγάλω «έξω», αυτήν την στιγμή τουλάχιστον. Επίσης, δεν έχω σκεφτεί ακόμη να κάνω live. Τα τραγούδια είναι αρκετά «βαριά» στην ενορχήστρωση, δεν έγραψα ποτέ κάτι μόνο για την κιθάρα μου και μένα. Ήθελα πάντα το big band και το δείχνω.

Επαναλαμβάνω πως η εικόνα σου σε σχέση με τα τραγούδια είναι τελείως διαφορετική. Σα να είσαι δυο άνθρωποι.

Όλοι δεν είμαστε; Πολλές φορές η Τέχνη είναι σαν μια φωτογραφία μιας στιγμής. Δεν σημαίνει ότι σε ακολουθεί, μετέπειτα, αναγκαστικά. Για αυτό όταν ασχολείσαι με έναν καλλιτέχνη, ασχολείσαι και με τον περίγυρο του. Πότε έζησε, πως, ποιές ήταν οι περιστάσεις της ζωής του. Ακριβώς για να καταλάβεις τι λέει η φωτογραφία της τέχνης του.

Ήταν δύσκολο να φτιάξεις τον δίσκο;

Αρκετά. Όχι τόσο η σύνθεση και οι στίχοι, όσο το ότι άλλαζα τον εξοπλισμό στο ενδιάμεσο κι αυτό πήρε χρόνο, μέχρι να γίνει αυτό που είχα στο μυαλό μου. Απαιτείται μεγάλη ενέργεια, ειδικά όταν είσαι μόνος και οι δουλειές δεν μοιράζονται. Έχω κι άλλο ένα κακό: Πολλές φορές όταν δουλεύω, είναι σα να με πιάνει μανία. Παίρνω ένα θέμα και πέφτω με τα μούτρα, να το μελετήσω, να το φτιάξω. Είχα μια παθολογική σχεδόν ανάγκη να τελειώσω το άλμπουμ. Ωστόσο, την μουσική και τους στίχους τα είχα γράψει μέσα στο πρώτο τρίμηνο. Αφού λοιπόν ήταν έτοιμα, έπρεπε να κάνω την «εκτέλεση» σωστά, την μίξη και τα masters. Κι εκτός των ντραμς που έπαιξε ο Bill, όλα τα άλλα τα έκανα μόνος μου. Παίζω κιθάρα, μπάσο, τραγούδι – αναγκαστικά – έκανα την μίξη, την παραγωγή. Πιάνο δεν είχα στην ενορχήστρωση, οπότε δεν χρειάστηκε.

Εντυπωσιάζομαι.

Εμένα μου φαίνεται φυσικό. Έγραψα μουσική για κιθάρες και μπάσο κι ύστερα ήρθε η φωνή. Βέβαια, δεν θεωρώ τον εαυτό μου τραγουδιστή, αλλά τραγουδοποιό. Τα κάνω όλα μόνος μου γιατί αλλιώς δεν θα έβγαινε το αποτέλεσμα που θέλω. Καθαρά παθολογικό κι αυτό.

Είναι ωραίο που οι καλλιτέχνες κάνουν πράγματα κι είναι πιο ωραίο που σε βλέπω να το κάνεις με χαμόγελο.

Για μένα είναι λύτρωση το γεγονός πως το άλμπουμ έγινε. Τις προάλλες γύρισα σπίτι και για πρώτη φορά δεν είχα κάτι να κάνω, μετά από πάρα πολύ καιρό. Μου άρεσε. Αυτό βέβαια δεν θα κρατήσει πολύ, αργά ή γρήγορα θα ξαναγεμίσει το πρόγραμμά μου. Είναι όμως πολύ όμορφο που τελείωσα μια συλλογή, βγήκε από μέσα μου και μπορώ να συνεχίσω χωρίς να έχω έναν «σκελετό στην ντουλάπα». Νομίζω πως κάθε καλλιτέχνης το νιώθει αυτό. Η δουλειά που δεν έχεις τελειώσει σε χτυπά στην πλάτη και σε ρωτά «πότε είναι η σειρά μου;»

Υπάρχει υλικό για επόμενο δίσκο;

Είμαι λίγο διχασμένος αυτήν την στιγμή. Όταν άρχισα να γράφω για κιθάρα, είχα γράψει έναν δίσκο. Θεωρώ πως έχει αρκετά καλές ιδέες που αν τις δουλέψω θα βγει κάτι καλό. Στην πορεία όμως ήρθε το «Δεν υπάρχω» και τα επισκίασε όλα. Έχω μουσικές ιδέες, ξεκινάω πάντα με τη μουσική. Ο στίχος έρχεται δεύτερος γιατί πηγάζει από το ίδιο το τραγούδι. Ακόμη δεν έχω αποφασίσει πως θα προχωρήσω. Είμαι αρκετά ξεροκέφαλος, αν γράψω κάτι, είναι σαν να το γράφω σε πέτρα, δεν αλλάζει.

Το περιβάλλον σου τι λέει για όλα αυτά;

Οι γονείς μου ήξεραν από πάντα πως είχα αυτήν την κλίση και λόξα. Δεν σημαίνει πως το κατανοούν πάντοτε, αλλά δεν δυσκολεύτηκαν. Οι φίλοι μου, μετά από τόσα χρόνια το θεωρούν αναμενόμενο. Κάθε φορά που έχω μια ιδέα την στέλνω για να μου πουν μια γνώμη, την οποία συνήθως δεν λαμβάνω υπόψη και μου «τη λένε». Γενικά έχω υποστηρικτικό περιβάλλον. Το θέμα είναι πως ανεξάρτητα από την υποστήριξη, αν δεν έχεις την προσήλωση και το σθένος να πεις «αυτό είναι που θέλω να κάνω» δεν βγαίνει η δουλειά.

Επιρροές;

Η πρώτη μουσική αγάπη μου ήταν οι Metallica, ειδικά το «Enter Sandman». Στα αυτιά ενός δεκατετράχρονου όπως ήμουν εγώ, ο οποίος ζούσε σχεδόν απομονωμένος κάπου στην επαρχία, αυτό το κρεσέντο στην αρχή μέχρι να μπει το reef, με έκανε να πω «αυτό είναι!» Οι Metallica παραμένουν μεγάλη αγάπη. Ένας από τους καημούς μου είναι ότι ποτέ δεν βρήκα σε ελληνόφωνο στίχο κάτι που να τους προσεγγίζει ή να τους μοιάζει. Κατόπιν, οι μουσικές που άκουγα εξελίχθηκαν, αλλά… η πρώτη αγάπη είναι παντοτινή. Πάντα, όταν κάποιος θέλει να ασχοληθεί με την ροκ το δίλημμα είναι η γλώσσα. Ελληνικά ή αγγλικά; Συνήθως επιλέγουν το δεύτερο, επειδή ακούγεται πιο «φυσικό», το ροκ είναι φτιαγμένο για τα αγγλικά, σε μεγάλο βαθμό. Θεωρώ πως δεν θα μπορούσα να το κάνω τόσο καλά όσο απαιτείται. Άσχετα με το πόσο καλά μιλάς αγγλικά, η προφορά και η απόδοση του συναισθήματος δεν είναι ίδια με αυτά της μητρικής σου γλώσσας. Επίσης, θυμάμαι κάτι που είχαν πει στον Διονύσιο Σολωμό. Ο Σολωμός έζησε στην Ιταλία πριν έρθει στην Ελλάδα. Έγραφε στα ιταλικά και του είπαν πως εκεί υπήρχει ήδη ένα πάνθεον, στην Ελλάδα δεν υπήρχε κανένα. Δεν είναι φιλοδοξία μου να φτάσω σε τέτοιο επίπεδο δόξας, αν όμως μπορέσω να βάλω ένα λιθαράκι εκεί που δεν υπάρχει τίποτα, θα ήθελα να το κάνω.

Τι ακούς τώρα;

Αμερικάνικα τραγούδια του Νότου, τα θεωρώ κομμάτια που μιλάνε στην ψυχή, έχουν πάρα πολύ ενδιαφέρουσες ενορχηστρώσεις και συνθέσεις, ειδικά τα πιο σύγχρονα, γιατί τραβάνε από τα blues και τα country και σχεδόν σε στοιχειώνουν. Ακούω επίσης swing και  electro swing. Μου άρεσαν πολύ οι Straycats, ο Bryan Zetser και όλο το revival των 90’ς. Έχουν γίνει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, για το δικό μου αυτί. Blues, jazz, ροκ, η παντοτινή αγάπη και hard rock. Εκεί κυμαίνομαι αλλά αν κάτι διαφορετικό τραβήξει την προσοχή μου, θα το ακούσω. Funky, Prince, ας πούμε, θα ακούω πάντα.

Ας επιστρέψουμε στην δική σου δουλειά.

Στο μυαλό μου το άλμπουμ είναι μια ολότητα, αλλά και κάθε κομμάτι είναι αυτούσιο. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι όποιος το ακούει, το κάνει με δική του ευθύνη. Ελπίζω να «εκτονώσει» κόσμο. Το ενδιαφέρον στο βίντεο είναι πως βασίζεται στην θεωρία του Καρλ Γιουνγκ. Χώρισε το συνειδητό, στο «εγώ», τη σκιά και το anima για τους άνδρες και animus για τις γυναίκες, την εσωτερική τους ψυχή. Πήρα αυτήν την ορολογία για να τυποποιήσω  το τραγούδι. Η σκιά, ο «κακός εαυτός» κλιμακώνεται. Πρώτα τον βλέπουμε σαν σιλουέτα, μετά η «μαυρίλα» του γίνεται πιο πυκνή, κατόπιν τον βλέπεις μπροστά σου κι ύστερα σε αγγίζει, για να ξαναγίνει κατόπιν σκιά. Το ίδιο έγινε και στην απόδοση της anima όπου βοήθησε η εξαιρετική Εριέττα Μανούρη, δείχνοντας πως τα καλύτερα συναισθήματά σου μπορεί να γυρίσουν εναντίον σου. Μηδέν κακό αμιγές καλού και μηδέν καλό αμιγές κακού.

Έτσι πάνε αυτά. Οι δυο όψεις ενός νομίσματος. Πάντως, αν μπορώ να πω κάτι για τα video clip είναι πως λένε μια ιστορία.

Θεωρώ πολύ σημαντικό για έναν καλλιτέχνη να μπορεί να δώσει εικόνα στη μουσική του. Και υπάρχει θέμα με την συνολική κουλτούρα. Νομίζω πως κάνουμε βήματα πίσω και μάλιστα μεγάλα. Πλέον ξέρεις πως πολλές από τις μουσικές ή τις ταινίες που θεωρείς κλασσικές, δεν θα γινόντουσαν σήμερα για λόγους πολιτικής ορθότητας, ή επειδή θα θεωρούνταν παρωχημένες, απαγορευμένες, χυδαίες ίσως. Παλαιότερα υπήρχε μια απελευθέρωση τώρα γίνονται γοργά βήματα προς τα πίσω. Επίσης, βλέπουμε μια κοινωνία που γίνεται πιο πουριτανή χωρίς να το καταλαβαίνει. Βήμα με το βήμα αρχίζεις και «κόβεις». Κόβεις την έκφραση, όλα «λιμάρονται». Δεν υπάρχει τίποτα που να σε ενθουσιάζει, καταλήγεις με το ίδιο μοτίβο, που έχεις ξανακούσει, έχεις ξαναδεί. Μια μόνιμη αντιγραφή. Η επιρροή για τους «Δρόμους της Αθήνας» ήταν η ταινία «The Swing Kids». Η ταινία μιλάει για το κίνημα του swing στη ναζιστική Γερμανία. Ψάχνοντας κατόπιν τα τραγούδια, πέτυχα το Sing, sing, sing του Benny Goodman. Ήταν τέσσερις το πρωί, άκουγα το τραγούδι και δεν μπορούσα να σταματήσω να χορεύω. Σκέφτηκα, με ποιόν τρόπο θα μου έβγαινε κι εμένα κάτι παρόμοιο. Η ενορχήστρωση και η δομή του είναι απίστευτα. Δεν πέφτει νότα κάτω. Πρόκειται για  μουσικό οργασμό, αρκεί να το ακούσεις δυνατά. Πιστεύω πως αυτή η προκλητικότητα λείπει. Τα περισσότερα από αυτά που ακούμε, είναι για να αράζεις. Θέλω η μουσική να σε κάνει να σηκώνεσαι, να κουνιέσαι. Το ίδιο νιώθω και με το ροκ. Ισχύει αυτό που έχει πει ο Κηθ Ρίτσαρντς, «τώρα έχουμε κρατήσει το rock κι έχει φύγει το roll». Το θεωρώ κρίμα.

Παλαιότερα, ο καθένας έχει τον ήχο του, τώρα δεν συμβαίνει αυτό, όχι συχνά τουλάχιστον.

Κοίτα, έχουμε την τάση να θυμόμαστε μόνο τα καλά που έχουν περάσει. Υπήρχαν και τότε παρόμοια φαινόμενα, απλά τώρα έχει παραγίνει και δεν ξεχωρίζει κάτι. Αυτό οφείλεται και στα οικονομικά της μουσικής. Η εποχή μας έχει το εξής «αμάρτημα», αν θες. Ζούμε την εξέλιξη της λογικής. Μετά τον Διαφωτισμό συνειδητοποιήσαμε την Λογική, τα Μαθηματικά κι ότι βγάζει νόημα. Όταν όμως αρχίζεις και τερματίζεις τη Λογική, φτάνεις στον Μηδενισμό. Για αυτό η Λογική είναι πολύ καλό όχημα, αλλά πολύ κακός οδηγός. Στο τέλος μιλάνε οι αριθμοί. Τι έχει τα περισσότερα views, τα περισσότερα like. Μετράμε τους αριθμούς και όχι το ψυχολογικό αποτύπωμα της Τέχνης. Σε αυτήν την μαθηματικοποίηση, όλα έχουν γίνει αριθμοί και ξεχνάμε πως  είναι αληθινοί μόνον μέσα στο μοντέλο που έχουν φτιαχτεί. Την  πραγματικότητα όμως, δεν μπορείς να την κάνεις μαθηματικό μοντέλο.

Ας μιλήσουμε και για την οικονομική αξία της μουσικής.

Ο ήχος δεν έχει φυσική μορφή, δεν μπορείς να τον πιάσεις. «Κακομάθαμε» τον προηγούμενο αιώνα γιατί καταφέραμε να τον δαμάσουμε για λίγο. Κατέληξε όμως πάλι εκεί που ήταν πάντα, στον αέρα. Νομίζω πως δεν έχουμε συμβιβαστεί ακόμη με αυτό. Προσωπικά θεωρώ πως η μουσική θα έπρεπε να είναι ελεύθερη: Οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν δίκιο που πλήρωναν τον κόσμο για να πάει στο θέατρο. Σκέφτομαι επίσης πόση επίδραση έχει η μουσική σε μένα. Σκέψου να μην έχει πρόσβαση κάποιος σε έργα τέχνης τα οποία ο καθένας μας θεωρεί πως έχουν αλλάξει τη ζωή του. Για αυτό και ανέβασα στο youtube το «Δρόμοι της Αθήνας». Μου είπαν πως είναι πολύ μεγάλο. Το ξέρω αλλά αν «έκοβα» κάτι θα ήταν σα να το ακρωτηρίαζα. Γενικά σήμερα είμαστε στη νοοτροπία του ΙΚΕΑ. Το παίρνεις προκάτ και κάνεις τη δουλειά σου. Αυτό όμως δεν θα έπρεπε να ισχύει στην Τέχνη. Σημασία έχει, αν αυτό που ακούς σου «μιλήσει» με κάποιον τρόπο. Στο άλμπουμ υπάρχει ένα τραγούδι με θέμα την αυτοκτονία. Όταν ασχολείσαι με την κατάθλιψη, οφείλεις να ασχοληθείς και με αυτήν. Είχα αμφιταλαντευτεί πολύ ως προς το πως θα το προσεγγίσω. Διάβαζα δυο εβδομάδες πράγματα για την αυτοκτονία. Το τραγούδι είναι αρκετά γλαφυρό και με δυσκόλεψε επειδή αφορά ένα ευαίσθητο θέμα για το οποίο δεν έχω ακούσει ελληνικό τραγούδι.

Έχεις σκεφτεί πιθανές κακές αντιδράσεις;

Αυτό το debate έχει γίνει πολλές φορές στην Τέχνη, η οποία όμως, δεν μπορεί να είναι ηθικός αυτουργός. Συνήθως, ισχύει το αντίθετο. Αυτός που μπορεί να σκεφτεί και να μιλήσει για αυτοκτονία, με ένα έργο τέχνης συνδιαλέγεται. Επειδή το εκτονώνει και μπορεί να το σκεφτεί ελεύθερα σε ένα «ασφαλές» περιβάλλον, που είναι το μυαλό του, γίνεται και καλύτερα. Υπάρχει κάτι που λέγεται «πρόβα θανάτου» για όσους έχουν αυτοκτονικές σκέψεις. Τους βοηθά, το να σκέφτονται τον θάνατο τους, τους δίνει περισσότερο κουράγιο να ζήσουν. Προσπάθησα να φτιάξω έναν δίσκο που να είναι «ευθύς». Δεν κάνει εκπτώσεις, στο τι θέλει να πει. Για μένα, το γράψιμό του ήταν ανανεωτικό και ελπίζω να συμβεί το ίδιο και με όποιον το ακούσει. Με εκφράζει η φράση «πρέπει να συμβαίνεις εσύ στα πράγματα, όχι τα πράγματα σε σένα». Αν μπορώ να πω για κάποιο μήνυμα που υπάρχει στον δίσκο, είναι στο τελευταίο τραγούδι «Δέξου και υπέμεινε». Οι άνθρωποι που άκουγαν τα τραγούδια όσο τα έγραφα, μου έλεγαν πως είναι πολύ «μαύρα» και θα έπρεπε να βάλω μια «πηγή φωτός κι ελπίδας». Ωστόσο, πιστεύω πως η ελπίδα είχε λόγο που ήταν το τελευταίο πράγμα στο Κουτί της Πανδώρας. Είναι το μεγαλύτερο «κακό», το χειρότερο από όλα. Κι αυτό επειδή σε ξεγελάει στο να ζεις με ψευδαισθήσεις. Για αυτό ήθελα να γράψω ένα κομμάτι που να σου δίνει έναν δρόμο προς τα έξω, να είναι όμως και ειλικρινές. Είναι εύκολο να δείχνεις τα κακά, το δύσκολο είναι να προσφέρεις διέξοδο. Πάντα πίστευα πως η κατάθλιψη είναι μια δοκιμασία, ένας δάσκαλος. Πολλοί το βλέπουν σαν αρρώστια θεωρώ όμως πως σου χτυπά ένα καμπανάκι. Σου λέει πως πρέπει να σταματήσεις για λίγο και να ελέγξεις. Η καλύτερη ανάλυση της κατάθλιψης που έχω ακούσει είναι η αγγλική ετυμολογία: Depress. Το εκλαμβάνω ως την ξεκούραση που χρειάζεται η ψυχή σου κι αυτό το κάνει το σώμα που πατάει φρένο. Έχοντας αυτά υπόψη, το μήνυμα είναι «Δέξου κι υπέμεινε και πες μου τι ποθείς». Η κατάθλιψη δεν σε ρίχνει σε θλίψη – πολλοί μπερδεύουν τον θρήνο με την κατάθλιψη – είναι η έλλειψη ζωτικότητας, η έλλειψη ζωντάνιας, ενθουσιασμού, συναισθημάτων. Είναι σαν το μαύρο, πρόκειται για την έλλειψη φωτός. Ωστόσο, αν πάρεις το μήνυμα πιστεύω ότι θα καταλάβεις πως πρέπει να βρεις το φως μέσα σου, να βρεις τι ποθείς. Η κατάθλιψη παίρνει τα «θέλω» σου και πρέπει να τα ξαναβρείς.  Όχι τα ψεύτικα αλλά τα αληθινά. Δέξου και υπέμεινε τα άσχημα, αλλά πάρε τη μοίρα από τα μαλλιά και χτύπα την μέχρι να σε παρακαλέσει. Είναι φράση που έχω «κλέψει» από τον Μακιαβέλι, ο οποίος παρά την κακή φήμη του, προσπαθούσε να περιγράψει την πραγματικότητα. Απλά το έκανε με καυστικό τρόπο. Λέει πως «η μοίρα χτυπά εκεί που δεν έχει προνοήσει ο άνθρωπος, εκεί που δεν υπάρχει αρετή». Στα τραγούδια μου έχω οπτικοποιήσει την μοίρα σαν αράχνη επειδή μοιάζει σαν αράχνη που σε μπλέκει. Όμως είναι οι επιλογές μας που την ξεδιπλώνουν.  Υπάρχει κόσμος που θα παλέψει και θα «βγει» και κόσμος που θα χαθεί. Πολλοί αντιδρούν όταν βλέπουν πως γίνονται τα πράγματα, πως είναι. Προσωπικά νιώθω την ανάγκη να το διακρίνω αυτό.

(‘Paul Bion’ σημαίνει ΄λίγος βίος΄ στα λατινικά. Ο καλλιτέχνης το μεταφράζει ως μια πρόταση που αιτείται και αποζητά “Λίγη ζωή”).