Της Άννας Παχή

Παρουσιάζοντας την πρώτη του έκθεση φωτογραφίας – εγκατάσταση, στη Depot Art Gallery, ο συνθέτης και εικαστικός Περικλής Λιακάκης μιλά στο iart.gr για το έργο του, τη γοητεία της πόλης και της νύχτας.

Μίλησέ μας για σένα.

Σπούδασα μουσική στην Ελλάδα. Το 1995 πήγα στη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης και βρέθηκα για πρώτη φορά στην Αυστρία, όπου ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στη Μουσική και τη Σύνθεση. Μου ζητήθηκε να παραμείνω στην Ακαδημία ως καθηγητής όπως και έγινε. Ταυτόχρονα ασχολούμαι με τη σύνθεση. Στο εξωτερικό έχει κανείς την τύχη να ασχολείται επαγγελματικά με αυτό που σπούδασε. Τα τελευταία χρόνια, ξαναγεννήθηκε μέσα μου η αγάπη για τη φωτογραφία που είχα ξεκινήσει έφηβος, όταν ακόμη οι φωτογραφικές μηχανές ήταν αναλογικές.

Η έκθεση «Ηχογραφία 1» που παρουσιάζεται στη Depot Art Gallery είναι η πρώτη σου;

Ναι αν και θα τη χαρακτήριζα περισσότερο «εγκατάσταση». Υπάρχει εικόνα, αστική φωτογραφία και ήχοι που έχω συνθέσει. Αποτελούν ένα σύνολο. Ουσιαστικά έφτιαξα κάτι που μπορεί να θυμίσει βιώσιμο χώρο. Στις φωτογραφίες απεικονίζονται η Αθήνα και η Βιέννη, πόλεις που έχω ζήσει και τις γνωρίζω καλά. Θεωρώ πολύ σημαντικό για ένα φωτογράφο να έχει επαφή με το αντικείμενό του. Δε θα μου αρκούσε η φωτογραφία μιας πόλης από την οποία απλά έχω περάσει, δε θα είχε περιεχόμενο.

Τα στιγμιότυπα είναι νυχτερινά, υπάρχει πλήρης απουσία ηλιακού φωτός.

Αυτό είναι αλήθεια. Τα φώτα στις φωτογραφίες είναι τεχνητά. Αυτό είναι που με έκανε να ασχοληθώ με αυτό το project και με τη φωτογραφία γενικότερα. Η ιδέα να κάνω μια – ας πούμε – σπουδή, στο τεχνητό φως της νύχτας.


Τις γωνιές που απεικονίζεις τις εντόπισες ή τις έφτιαξες;

Πρόκειται για δρόμους στους οποίους κυκλοφορώ συχνά. Οι ίδιες γωνίες είναι φωτογραφημένες πολλές φορές. Κάποια στιγμή όμως, βγαίνει η φωτογραφία που «πιάνει» αυτό που θέλεις, μια, ανάμεσα σε εκατό. Είναι από τα στοιχήματα αυτής της δουλειάς. Φωτογραφίζω τη νύχτα δυόμιση χρόνια τώρα.. Κάποια στιγμή βγήκε μια φωτογραφία που με έκανε να νιώσω πως κάτι ξεκίνησε, ήταν το «εναρκτήριο λάκτισμα» θα μπορούσα να πω.

Γιατί πόλη και όχι ύπαιθρος, ή ένα συγκεκριμένο αντικείμενο;

Είμαι 100% παιδί της πόλης, εκεί μεγάλωσα. Η ύπαιθρος σαφώς με ελκύει, την αγαπάω όπως όλοι. Όμως, γεννήθηκα στην πόλη, αυτήν γνωρίζω. Εκεί μπορώ να είμαι ειλικρινής, να καταθέσω κάτι αληθινό, καλλιτεχνικό, ψυχικό, συναισθηματικό…

Διέκρινα έντονο το στοιχείο της μοναχικότητας.

Ένας φίλος πρόσεξε πως όλα τα πρόσωπα είναι λυπημένα. Αυτό όμως είδα στα πρόσωπά τους, τη λύπη. Το ίδιο συμβαίνει και με την πόλη. Εάν υπάρχει κάτι «σκοτεινό» με την ευρεία έννοια, είναι αυτό που είδα. Δε μπορώ να το προσδιορίσω περισσότερο ή να το εξηγήσω, δεν μου αρέσει, δεν το «κυνήγησα». Απλώς, όταν το βλέπω, μου μιλάει. Είναι παράξενο, νομίζω πως στη φωτογραφία υπάρχει ένα σημείο όπου αυτό που έχεις απέναντι, σου ορίζει το ίδιο πως να το φωτογραφήσεις κι έτσι κάνεις.

Δε θα το έλεγα σκοτεινό, ίσως πιο καλλιτεχνικό. Μια απλή σιδερένια σκάλα, στο ημίφως γίνεται έργο τέχνης.

Είχα την τιμή να μαθητεύσω δίπλα στον Νίκο Οικονομόπουλο, που μου έδωσε μια από τις ωραιότερες συμβουλές: «Πρόσεξε έτσι αυτό που δε δείχνεις σε μια φωτογραφία, να είναι το ίδιο με αυτό που δείχνεις. Έχει την ίδια αξία». Αυτός ίσως είναι ο λόγος που άρχισα να φωτογραφίζω τη νύχτα. Μπορείς να ελέγξεις περισσότερο αυτά που θες να φανούν τελικά. Την ημέρα φαίνονται περισσότερα, συχνά με αποτέλεσμα η φωτογραφία να είναι πιο χαοτική, αδιάφορη, να χάνεται το θέμα.

Προτιμάς τον υπαινιγμό.

Ναι, σίγουρα. Και σαν άνθρωπος. Νομίζω είναι πολύ πιο σημαντικό αυτό που υπαινίσσεται κάποιος παρά αυτό που λέει δυνατά. Οι ινδιάνοι, όταν θέλουν να πουν στα παιδιά τους κάτι που να το θυμούνται μια ολόκληρη ζωή, το λένε ψιθυρίζοντας. Είναι κάτι που με έχει επηρεάσει πάρα πολύ, ίσως κι εγώ κάτι τέτοιο να προσπαθώ να κάνω.

Οι φωτογραφίες σου μοιάζουν με ζωγραφικούς πίνακες.

Ευχαριστώ πολύ. Το μυστικό είναι πως έχω κάνει ελάχιστη επεξεργασία, όσον αφορά σε τεχνικά προβλήματα που προκύπτουν όταν φωτογραφίζεις τη νύχτα. Αφήνω τις φωτογραφίες όσο γίνεται απείραχτες, προσπαθώ να κρατήσω το χρώμα όπως το δίνει η πραγματικότητα. Στην προκειμένη περίπτωση η πραγματικότητα είναι πολύ πιο δυνατή από τη φαντασία.

Η πόλη είναι παρεξηγημένη. Χαοτικοί ρυθμοί, θόρυβος, πολυκοσμία. Κανείς όμως δε φεύγει από αυτήν.

Το ίδιο ισχύει και στη Βιέννη. Όλοι τη μισούν, όλοι μένουν εκεί. Είναι σίγουρα πολύ δύσκολο να αλλάξει κανείς τον τρόπο που ζει. Νομίζω, η πιο κοντινή γενιά που κατόρθωσε να κάνει αυτό το βήμα, να φύγει από την πόλη, είναι η γενιά της κρίσης, που εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε να το κάνει. Δεν είναι εύκολο να φύγει κάποιος από εκεί που έχει συνηθίσει. Κάποιοι υποστηρίζουν πως πρέπει να ξεπεράσουμε τις συνήθειές μας και να φύγουμε. Άλλοι ‘υποτάσσονται’ στη μοίρα τους, μένουν σε αυτό που έχουν μάθει, που ξέρουν, αυτό που τελικά, ίσως τους φθείρει.

Αγαπάμε την πόλη, απλά δε θέλουμε να το παραδεχτούμε. Άλλωστε, εμείς την κάνουμε αυτό που είναι.

Μα, αγαπάμε τους φόβους μας, όπως αγαπούμε και τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας. Με την ίδια ταχύτητα ή την ίδια ροπή που ένας άνθρωπος πηγαίνει προς την ευτυχία, με την ίδια ροπή και την ίδια ταχύτητα βαδίζει συγχρόνως και προς τη δυστυχία ή την αποτυχία του. Και το ένα και το άλλο μπορούν να μας ολοκληρώσουν, με τον ίδιο τρόπο, όσο κι αν είναι παράξενος. Η επιτυχία ικανοποιεί τη ματαιοδοξία μας, τις υπέρμετρες, συχνά άτοπες φιλοδοξίες μας, τη λάθος εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Η αποτυχία μας γιατρεύει από όλα αυτά. Θεωρώ πως δεν υπάρχει μεγαλύτερο «φάρμακο» από την αποτυχία. Μια επιτυχία, απλά σε σπρώχνει προς την ίδια κατεύθυνση. Ας μην ξεχνάμε πως αν υπάρχει αυτό που λέμε μοίρα, τύχη ή κάτι άλλο το οποίο σε ωθεί στη ζωή σου, πολλές φορές σε σηκώνει πολύ ψηλά, για να κάνεις μεγαλύτερο πάταγο όταν πέσεις. Το έχω σκεφτεί και το έχω δει να συμβαίνει πολλές φορές.

Εκεί φαίνεται το σθένος του καθενός.

Αυτό είναι το μυστικό. Υπήρξα χειμερινός κολυμβητής και με ρωτούσαν πως τα κατάφερνα και δεν κρύωνα. Απαντούσα πως το θέμα δεν είναι να μην κρυώνεις, αλλά να αντέχεις το κρύο. Εκεί είναι όλη η ιστορία, κατά πόσο θα αντιμετωπίσεις τις αποτυχίες σου, τις κρίσεις και να σηκώνεσαι. Όλοι πέφτουμε. Το θέμα είναι να σηκωνόμαστε ξανά. Όπως λέει κι ο Μπέκετ, «προσπάθησε, απέτυχε. Προσπάθησε ξανά, απέτυχε καλύτερα». Δεν είμαι οπαδός της αποτυχίας, απλά προσπαθώ να τη δω θετικά.

Τι θα ήθελες να δει το κοινό στις φωτογραφίες σου;

Δεν επιθυμώ την προβολή των δικών μου συναισθημάτων αλλά να δει ο καθένας αυτό που είναι έτοιμος να δει, αυτό που έχει σκοπό να δει. Θα ήθελα να πάει σπίτι του με μια αίσθηση συγκεκριμένη, που να του μείνει. Θα ήθελα η δουλειά μου να αφήσει μια ανάμνηση.

Παντρεύεις φωτογραφία, εικόνα και ήχο. Θα συνεχίσεις;

Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Το project που παρουσιάζεται εδώ λέγεται «Ηχογραφία 1» με την ελπίδα να πραγματοποιηθεί και 2η, 3η.. Υπάρχουν ιδέες για επόμενες αντίστοιχες εγκαταστάσεις. Θεωρώ πολύ σημαντικό ένα είδος έργου να μη γίνει μόνο μια φορά, επειδή αποκτά μεγαλύτερη δύναμη σα σύνολο, όταν υπάρχει συνοχή. Θα ήθελα να κάνω κι άλλες Ηχογραφίες.

Έχεις κάτι έτοιμο;

Υπάρχει υλικό, αλλά φυσικά, πάντοτε φροντίζω να συμπεριλαμβάνω και καινούριο, νέες φωτογραφίες πάνω σε ήδη υπάρχοντα μοτίβα.

Ζεις στην Αθήνα και στη Βιέννη. Θεωρείς πως είναι περισσότερες οι διαφορές ή οι ομοιότητές τους;

Υπάρχουν και τα δυο. Η πρώτη, αναπάντεχη ομοιότητα, είναι ότι η Ελλάδα όπως και η Αυστρία, γεωγραφικά και πολιτιστικά είναι όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η Βιέννη, είναι όριο μεταξύ Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Βλέπεις πολλούς ανθρώπους, πολλά πράγματα που έχουν μείνει από το Ανατολικό Παραπέτασμα. Είχε τριχοτομηθεί μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για ένα χρονικό διάστημα κι ύστερα ενώθηκε ξανά. Πολλά σημεία της θυμίζουν Γιουγκοσλαβία η Τσεχοσλοβακία. Αυτό αντανακλάται στην ψυχολογία των ανθρώπων της. Από την άλλη, στη Βιέννη μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου, γνωρίζοντας ακριβώς την ώρα που θα χρειαστείς. Η πόλη σε βάζει σε ένα ρυθμό ζωής από μόνη της. Και στην Αθήνα έχεις ρυθμό, απλά είναι πιο δύσκολο να τον κρατήσεις. Στη Βιέννη υπάρχει πολύ καλύτερη πολιτική αναφορικά με τα πολιτιστικά, δίδονται εξαιρετικές κρατικές επιδοτήσεις αν και τελευταία, όλο και λιγότερες. Η Βιέννη βρίσκεται πιο κοντά στη Δύση παρά στην Ανατολή. Οι αυστριακοί μοιάζουν περισσότερο με γερμανούς παρά με ιταλούς, θεωρούν όμως κοπλιμέντο να τους πεις πως μοιάζουν με τους δεύτερους.

Τι σου λείπει περισσότερο από την Ελλάδα;

Πολλά πράγματα, κυρίως οι Έλληνες. Ο ποιητής λέει πως η Ελλάδα θα ήταν παράδεισος χωρίς αυτούς, αλλά, Ελλάδα χωρίς Έλληνες δεν έχει νόημα. Η αμεσότητα της γλώσσας μου λείπει επίσης και οπωσδήποτε, ο καιρός. Στη Βιέννη κατάλαβα πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν οι καιρικές συνθήκες στην ψυχολογία ενός ανθρώπου. Μερικές φορές, ίσως αυτό που μου λείπει περισσότερο είναι η κοινωνική διάσταση της πόλης και της Ελλάδας γενικότερα. Στη Βιέννη ο καθένας κάνει τη δουλειά του και λίγα πράγματα πέρα από αυτήν. Στην Αθήνα μπορείς να κάνεις τα πάντα εκτός από τη δουλειά σου. Υπερβάλλω βέβαια λίγο…

www.periklisliakakis.com
http://www.liakakiskomponist.com

Περικλής Λιακάκης – Audiography 1
Depot Art Gallery – Νεοφύτου Βάμβα 5 – Κολωνάκι
Ώρες Λειτουργίας:
Τρίτη έως Παρασκευή 12:00 – 20:30
Σάββατο 12:00 – 16:00