Συνέντευξη στην Άννα Παχή

Ο Έλληνας μαέστρος μιλά στο iart.gr για την τέχνη του, την αξία της μουσικής και της συνεχούς προσπάθειας.

Πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική;

Δεν θυμάμαι καν την πρώτη φορά που κάθισα σε πιάνο, ήμουν βρέφος. Κατάγομαι από φιλόμουση οικογένεια και πάντα είχα ένα μικρό αρμόνιο να παίζω. Ήταν κόκκινο και είχε δυο οκτάβες.

Μιλήστε μας για τις σπουδές σας.

Σπούδασα πιάνο. Όμως, για να εξελιχθείς, να μάθεις περισσότερα στη μουσική, και ιδιαίτερα ως διευθυντής ορχήστρας, οφείλεις  να περάσεις στα όργανα όλων των ομάδων. Έγχορδα, πνευστά, κρουστά. Πέρασα από αυτήν τη διαδικασία έτσι ώστε να έχω μια ιδέα των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι μουσικοί όταν παίζουν. Γνωρίζω βιολί, τρομπέτα, τυμπάνια, ξυλόφωνο και ταμπούρο.

Πως γίνεται κάποιος διευθυντής ορχήστρας;

Καταρχάς, με μεγάλη θέληση. Η διεύθυνση ορχήστρας είναι ένα βήμα παραπέρα. Έχεις φτάσει σε ένα καλό σημείο ως μουσικός. Έμαθες τη μουσική και θες να αποκτήσεις τη δυνατότητα να ελέγχεις το αποτέλεσμα, να  είσαι υπεύθυνος για τη μουσική που ακούγεται από ένα σύνολο.

Τι κάνει, εκτός από το να κουνάει τη μπαγκέτα;

Αρχικά, μελετά το έργο ιστορικά, μορφολογικά – δομικά. Με τι όργανα έχει να κάνει, τι δυσκολίες έχουν αυτά τα όργανα. Ασχολείται με κάθε γραμμή, κάθε όργανο ξεχωριστά, οριζόντια και κάθετα, ξεχωριστά και ως σύνολο. Όταν γίνει κτήμα του, το παίζει στο πιάνο, που λόγω των δυνατοτήτων του, μπορεί να παίξει τις φωνές ολόκληρης ορχήστρας. Επιλέγει τα τέμπη, κοιτά τα τεχνικά θέματα. Που χρειάζεται περισσότερη προσοχή, αν πρέπει να “τρέξει” το έργο, αν πρέπει να είναι πιο αργό, που είναι τα σημεία όπου το χέρι του πρέπει να είναι “καθαρό” έτσι ώστε να δώσει  καλό τέμπο στους μουσικούς, και φυσικά, πως θα ολοκληρωθεί. Όταν αποκτήσει πλήρη εικόνα, βάζει τα χέρια του μπροστά στο αναλόγιο, μπροστά στον καθρέφτη, πρώτα με τον εαυτό του, για  να δει την εφαρμογή. Ύστερα, έρχονται οι πρόβες, η δύσκολη αυτή διαδικασία, όπου οι μουσικοί πρέπει να μάθουν το έργο, να μάθουν να σε ακολουθούν, να καταλάβουν ακριβώς τι είναι αυτό που παίζουν. Τέλος, φτάνει η στιγμή όπου ο μαέστρος θα κουνήσει τα χέρια του και θα γίνει η παράσταση. Υπάρχουν πάρα πολλές διαδικασίες προετοιμασίας πριν φτάσει εκεί. Σε γενικές γραμμές, ο μαέστρος καταλήγει στο πως πρέπει να παιχτεί, να παρουσιαστεί ένα έργο.

Φαντάζομαι ότι κάποιοι ακολουθούν αυτό που είχε στο μυαλό του ο συνθέτης και κάποιοι το “πειράζουν”.

Πρέπει να είμαστε πιστοί. Ο συνθέτης είναι η Βίβλος. Παλαιότερα, οι συνθέτες έγραφαν ενδεικτικά. Οι νεότεροι γράφουν πολύ αναλυτικά. Κι ένα κόμμα, έχει τη σημασία του. Σου δίνει τις πληροφορίες και πρέπει να τις ακολουθήσεις. Νομίζω πως το να μην κάνεις αυτό που επιθυμεί ο συνθέτης, είναι ιεροσυλία.

Έχει ακροατές η κλασική μουσική;  

Η Ελλάδα ενέπνευσε τον Πολιτισμό αλλά σε αυτό το κομμάτι έμεινε πολύ πίσω. Στην πραγματικότητα, δανειστήκαμε τον μουσικό πολιτισμό της Δυτικής Ευρώπης, δεν τον υιοθετήσαμε. Το συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα, δεν είναι στο αίμα μας, το πήραμε έτοιμο. Επηρεαστήκαμε πολύ, έχουμε λαμπρούς συνθέτες που έγραψαν εξαιρετικά πράγματα, αλλά δεν είμαστε χώρα παραγωγής. Ο Γερμανός για παράδειγμα, ακούει Μότσαρτ από παιδί, τον διδάχθηκε στο σχολείο, τον ξέρει. Ξεχωρίζει εκείνον που παίζει σωστά Μότσαρτ. Εμείς, όχι. Δεν ανήκει στην παιδεία μας.

Έτσι όπως θέτετε το ζήτημα, ίσως το αυτί μας δεν είναι εκπαιδευμένο ούτε καν στην δική μας μουσική.

Ισχύει. Θεωρώ ότι κατά την τουρκοκρατία χάσαμε πολύ έδαφος. Το 1780 οι Γερμανοί και οι Γάλλοι ίδρυαν Μουσικές Ακαδημίες. Εμείς πολεμούσαμε. Ήταν τέτοιες οι συγκυρίες και οι καταστάσεις, όπου οι Δυτικοί βρέθηκαν πιο μπροστά. Κατόπιν, βιώσαμε τον 1ο Παγκόσμιο πόλεμο, τον 2ο, τον Εμφύλιο, αντιμετωπίσαμε χίλια δυο οικονομικά προβλήματα, την ανάγκη ίδρυσης νέου κράτους.. Πολλά πράγματα για να ασχοληθούμε με κάτι τόσο ιδιαίτερο. Οι Επτανήσιοι βρίσκονταν πιο μπροστά, λόγω της κουλτούρας των Ιταλών. Η Αθήνα, ήταν πίσω. Αυτός ήταν ο λόγος που μείναμε στάσιμοι σε αυτόν τον τομέα. Ακόμα και σήμερα, έχουμε τόσα άλλα θέματα να λύσουμε, ποιός θα ασχοληθεί με την μουσική; Η Γερμανία, αυτήν τη στιγμή έχει 80 λυρικά θέατρα. Εμείς έχουμε ένα και παροτρύνουμε τον κόσμο να πάει. Υπάρχει τεράστια απόσταση. Ένας μαέστρος εκεί, έχει να επιλέξει ανάμεσα στα 80 αυτά θέατρα, μεγάλα και μικρά. Θα ξεκινήσει σε ένα μικρό, σαν πιανίστας, συνοδεύοντας φωνές. Αν είναι καλός θα αναλάβει κάτι καλύτερο, θα έχει την ευκαιρία να πάει  σε μεγαλύτερο θέατρο. Έτσι φτάνουν ψηλά οι καλοί μαέστροι, οι καλοί μουσικοί κι αναγνωρίζονται. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Στερούμαστε καταρχάς   Μουσική Ακαδημία, παρόλο που υπάρχει προσωπικό να τη στελεχώσει. Είμαστε το μοναδικό κράτος χωρίς μορφωτικό ίδρυμα ανώτερου επιπέδου, που να δίνει προπτυχιακά, μεταπτυχιακά και διδακτορικά πάνω στη Μουσική. Υπάρχουν Πανεπιστήμια που ειδικεύονται σε θεωρητικές περισσότερο γνώσεις, μουσικολογικής έρευνας. Τα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Κέρκυρας, εδώ και κάποια χρόνια προσπαθούν να εντάξουν και το πρακτικό κομμάτι. Βγαίνουν μουσικολόγοι με πιανιστικές, συνθετικές ή μαεστρικές γνώσεις. Αυτό όμως συμβαίνει τελευταία.

Μπορεί κάποιος να σπουδάσει Μαέστρος στην Ελλάδα;

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο – τρία Ωδεία και το Πανεπιστήμιο της Κέρκυρας που έχουν τον κλάδο Διεύθυνσης Ορχήστρας προπτυχιακά και μεταπτυχιακά. Προσωπικά σπούδασα εδώ και στο Λονδίνο. Σπουδάζω ατελείωτα. Πρέπει να εξελίσσεσαι,  να προσπαθείς για το καλύτερο. Δε σταματά ποτέ, όπως η μουσική. Όσο και να διαβάσεις, όσο ταλέντο κι αν έχεις, καθημερινά βγαίνουν καινούρια πράγματα.  Τώρα, κάπου στον κόσμο γράφεται μια συμφωνία, ένα κοντσέρτο που θα παιχτούν κι αν δεν τα ψάξεις, δε θα τα μάθεις ποτέ.

Το Δεκέμβριο κάνατε μια σπουδαία εμφάνιση σε μια πολύ μακρινή χώρα.

Ήμουν στο Βιετνάμ, στη Σαϊγκόν. Ανέλαβα τη διεύθυνση ενός κοντσέρτου στην Όπερα της πόλης, με τραγουδιστές, ορχήστρα και χορωδία. Είχα επισκεφθεί τη χώρα παλαιότερα, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για μένα, καθώς και την θέλησή μου να ασχοληθώ μαζί τους. Οι Βιετναμέζοι είναι πάρα πολύ φιλόξενοι, εκτιμούν τη δυτική κουλτούρα και τους ανθρώπους γενικότερα. Αν τους δείξεις ότι αγαπάς τη χώρα τους σε εξυπηρετούν με όποιον τρόπο μπορούν, είναι μέρος της φιλοσοφίας τους. Εκτίμησαν τις γνώσεις, το ενδιαφέρον και την επιθυμία μου να διδάξω τη δυτική μουσική κουλτούρα και με κάλεσαν να κάνω το χριστουγεννιάτικο κοντσέρτο. Αν και κουραστική, ήταν πολύ ωραία εμπειρία.

Σπουδές, εξαιρετικές συνεργασίες εδώ και στο εξωτερικό. Γιατί παραμένετε στην Ελλάδα;

Για να φύγεις από μια χώρα πρέπει να έχεις μια ελκυστική πρόταση από μια άλλη. Δε μιλώ για μεμονωμένες εμφανίσεις. Αυτό είναι ένα είδος καριέρας που αυτήν τη στιγμή με καλύπτει αρκετά, καθώς μπορώ να κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Αν κάποτε – και μακάρι –  υπάρξει πρόταση για μόνιμη θέση στη διεύθυνση μιας ορχήστρας, θα το ζυγίσω πολύ διαφορετικά. Είναι γεγονός πως σκέφτομαι πολλά σενάρια στην Ευρώπη, που έχει πολλά να προσφέρει, αλλά και την Ασία, της οποίας η κουλτούρα μου αρέσει πολύ και γνωρίζω πως υπάρχουν ευκαιρίες για κάποιον που θέλει να εργαστεί εκεί.

Δεν ασχολείστε μόνον με την κλασική μουσική.

Μου αρέσει πολύ το μιούζικαλ, και πράγματα όπως το αφιέρωμα στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, που έγινε τον Δεκέμβρη με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, με μουσική Μίκη Θεοδωράκη και Κώστα Λεοντή.

Σύνθεση;

Ποτέ δεν ασχολήθηκα, δεν μου δημιουργήθηκε η ανάγκη. Μάλλον μου ταιριάζει περισσότερο να ερμηνεύω παρά να δημιουργώ.

Υπάρχει ελληνική μουσική, πέρα από τα δημοτικά μας; Έχουμε βέβαια πολύ καλούς δημιουργούς, αλλά δε ρωτώ αυτό.

Η Ελλάδα έχει τα πάντα, δεν τα εκμεταλλεύεται όμως. Καλούς γιατρούς, καλούς μουσικούς. Δεν υστερούμε σε τίποτα σε σχέση με το εξωτερικό. Σχετικά με τη μουσική, είναι δύσκολο να βρεις καλής ποιότητας, διότι δεν μπορεί να “εμπορευθεί”. Αναγκαζόμαστε να έχουμε μουσική που τραβάει τον κόσμο. Έχουν γραφτεί υπέροχες μουσικές. Ο κινηματογράφος έχει να δείξει κομψοτεχνήματα που παραμένουν αναλλοίωτα. Με την πτώση του, γύρω στο ’71, ’72 υπήρξε τεράστια παρακμή της μουσικής δημιουργίας κι αυτό είναι αισθητό, παρόλο που οι συνθέτες συνέχισαν να γράφουν. Δεν γνωρίζω για ποιόν λόγο συνέβη. Κάποια στιγμή κλήθηκα να παίξω σε μια παράσταση που αφορούσε τις δεκαετίες από το ’50 μέχρι το 2000. Υπήρχε πολλή καλή μουσική για να εντάξω στο ρεπερτόριο μέχρι τη δεκαετία του 70. Μετά ήταν δύσκολο. Προφανώς βρήκα, αλλά δυσκολεύτηκα. Από τις προηγούμενες δεκαετίες δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω.  Θέλω να πω ότι ήταν πολύ αισθητή η παρακμή της τέχνης γενικότερα.

Μάλλον υπάρχει ένας φαύλος κύκλος. Οι καλλιτέχνες “ταΐζουν” το κοινό με αυτά που θέλει να ακούσει, έτσι όμως το κοινό μένει απαίδευτο.

Αν είσαι ειλικρινής καλλιτέχνης κι επιθυμείς να εξελίξεις τα πράγματα, κάνεις προσπάθεια. Δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα. Θεωρώ ότι πρέπει να παρουσιάζεις πράγματα που αρέσουν στον κόσμο, αλλά να περνάς με το δικό σου τρόπο κάποια άλλα. Από μια παράσταση μπορεί να μη σου αρέσει το 90% αλλά εκείνο το 10% που θα σου αρέσει, να το εντάξεις για να “εκπαιδεύσεις”.  Υπάρχουν τρόποι, όπως κάνει το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια, που διαθέτει ένα πρόγραμμα με πιάνο και σοπράνο στις δραστηριότητές του. Απλές όπερες, που γνωρίζουν όλοι, μιούζικαλ. Έχει τεράστια επιτυχία. Πίνεις τον καφέ, το τσάι σου κι ακούς κάτι όμορφο.

Σχέδια για το μέλλον;

Σαν καλλιτέχνης, το σχέδιό μου είναι να κάνω μουσική. Δεν ξέρω που θα με οδηγήσει αυτό. Σίγουρα βλέπω τον εαυτό μου να δίνει κοντσέρτα όπου με καλούν. Είμαι θετικός σε ότι έχει μουσικό ενδιαφέρον.

Αγαπημένος συνθέτης;

Ο Ραχμάνινωφ. Αγαπώ την εποχή του Ρομαντισμού, πιο πολύ κι από τη σύγχρονη ίσως. Τα πρωτεία κατέχουν ο 18ος και 19ος αιώνας. Ο Ραχμάνινωφ με ενέπνευσε από τα πρώτα χρόνια, λόγω του πιάνου. Υπήρξε ένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους πιανίστες όλων των εποχών. Οι άλλοι τρεις ήταν ο Μπουσόνι, ο Λιστ και ο Βλάντιμιρ Χόροβιτς. Προφανώς υπάρχουν κι άλλοι αλλά ιστορικά, πρόκειται για τους τέσσερις μεγαλύτερους.

Να μάθουν τα παιδιά μουσική;

Ανεξαρτήτως επαγγέλματος, είναι καλό να διδάσκονται μουσική. Εξωτερικεύεις αυτό που αισθάνεσαι. Εκφράζεσαι, επικοινωνείς και κερδίζεις από αυτό. Η ενασχόληση με τον πολιτισμό είναι απαραίτητη.

Μια “συμβουλή” στους Έλληνες μουσικούς.

Να προσπαθούν να συνεχίσουν το έργο τους. Υπάρχουν εξαιρετικοί άνθρωποι που δίνουν τεράστιο αγώνα. Να συνεχίζουν και να προσπαθούν πάντα για το καλύτερο.