Της Άννας Παχή
Δεν ξέρω αν κρύβεται ο Αλέξης, πάντως κάτι κρύβεται. Δυο πράγματα στάθηκαν αφορμή για το παρόν άρθρο. Πρώτον, η ασυγκράτητη, σε μορφή λαίλαπας χρήση των Αγγλικών στην Ελληνική. Ξεκινώ από τις διαφημίσεις: Αν δεν είναι στ’ Αγγλικά, δε βγαίνουν στο γυαλί, στις αφίσες, πουθενά. Έβλεπα διαφήμιση γιαουρτιού και η συμπαθής κυρία – αφηγήτρια έλεγε πως έχεις μόνον ένα σώμα. Στ’ αγγλικά. Το παράδειγμα είναι τυχαίο. Το 99% των ονομάτων στα καταστήματα, σε επιχειρήσεις είναι στ’ Αγγλικά. Το διαδίκτυο κατακλύζεται από την απαισιότητα των greeklish. (Ναι, κι εμείς το όνομά μας στ’αγγλικά το’ χουμε, δε βγάζω την ουρά μας απέξω). Η καθομιλουμένη είναι γεμάτη αγγλικές φράσεις, λέξεις. Αναρωτιέμαι γιατί τόσο πολύ..
Το δεύτερο, είναι η λείανση κάποιων πραγμάτων. Πρόσφατα πέθανε ο αγαπητός σε όλους Λουκιανός Κηλαηδόνης. Δεν «έφυγε». Πέθανε. Όπως τόσοι άλλοι πριν από αυτόν. Δεν ήθελε να φύγει, δεν πήγε ταξίδι. Πέθανε. Αντιλαμβάνομαι πως το «έφυγε» μπορεί να είναι πιο ήπιο, το αποτέλεσμα όμως δεν αλλάζει. Και η αποφυγή της αλήθειας, δε βοηθά κανέναν να αντιμετωπίσει το γεγονός.
Κάτι παρόμοιο γινόταν με τον καρκίνο επί δεκαετίες. «Παλιαρρώστια». «Επάρατη νόσος» και τόσα άλλα. Καρκίνος λέγεται. Όπως κι αν τον πεις, μπορεί να σε σκοτώσει, πες τον με το όνομά του, να τον αναγνωρίζεις, να τον αντιμετωπίζεις στα ίσα, όχι με περικοκλάδες. (Το είπε και η καθηγήτρια Μακ Γκόναγκαλ στο τελευταίο «Χάρυ Πότερ» για τον Βόλντεμορτ).
Mood. Super. Ok. See you. Τυχαία παραδείγματα επίσης. Λες κι αν το πεις σε ξένη γλώσσα αναβαθμίζεται. Ναι, καλά. Πήγαινε στη Γαλλία κι αν βρεις Γάλλο να σου μιλήσει αγγλικά, να μου τρυπήσεις τη μύτη. Τη γνωρίζουν την αγγλική, μην ανησυχείς, και πολύ καλά μάλιστα. Βρίσκονται όμως στη Γαλλία. Μιλούν γαλλικά. Σίγουρα είναι υπερβολικοί όσον αφορά τουλάχιστον στους τουρίστες, η ουσία είναι όμως που διαφυλάττουν τη γλώσσα τους. Εμείς πάλι, όχι.
Δε θα μιλήσω για την ορθογραφία, με πονάει. «Καθός», έγραψε ένας διδάκτορας Πανεπιστημίου σε επιστολή του. Δε με νοιάζει αν διδάσκει Χημεία, Μαθηματικά ή οποιαδήποτε τεχνολογία. Για μένα είναι αμόρφωτος. Εκείνος που δε μπορεί να μιλήσει, δε μπορεί να γράψει, είναι βουβός. «Δε βαριέσαι, σιγά το πράγμα» θα πει κάποιος. Όχι ρε φίλε, δεν είναι έτσι. Να έχεις την καλύτερη γλώσσα του κόσμου και να την κάνεις σφουγγαρόπανο, είναι κατάντια. Βέβαια, έχεις την καλύτερη χώρα του κόσμου και την έχεις κάνει σκλάβα, στη γλώσσα θα κολλήσεις; Ναι, κολλάω. Γιατί είναι ζωντανή εδώ και χιλιάδες χρόνια, δεν έχω το δικαίωμα να την κακοποιώ, να της αλλάζω τα φώτα επειδή τη φοβάμαι. Διότι αυτό συμβαίνει. Φοβάμαι τη δύναμη της, φοβάμαι τη λάμψη, τη δυσκολία της. Βαριέμαι να ασχοληθώ μαζί της όπως βαριέμαι να ασχοληθώ με τον εαυτό μου. Ουσιαστικά, γιατί επιφανειακά ασχολούμαι. Κινητό, αυτοκίνητο, γκρίνια, νεύρα. Ύστερα, μας φταίνε οι άλλοι…