Γράφει η Άννα Παχή

Στο σφυρί οι πρώτες κατοικίες. Όπως αυτή της 32χρονης από τη Θεσσαλονίκη, που λόγω ανεργίας και έλλειψης καταθέσεων σε διάφορες offshore, όχι απλά κατασχέθηκε από την τράπεζα, αλλά θα “παρουσιάζεται” σε εκείνους που θέλουν να την αγοράσουν, από την ίδια την 32χρονη. Το σπίτι της θα είναι ανοιχτό για το κοινό, που θα ξέρει τις μέρες και ώρες “έκθεσης”, καθώς αυτές δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα των πλειστηριασμών. Η γυναίκα αυτή, εκτός του ότι έχασε το σπίτι της, εκτός του ότι υποχρεούται να δέχεται εκείνους που θα το αγοράσουν, γίνεται βορά σε κάθε επίδοξο ή επαγγελματία κλέφτη, βιαστή και Κύριος οίδε τι άλλο.

Να σημειωθεί πως η γυναίκα πήρε δάνειο ύψους 90.000 ευρώ, ενώ τώρα το ακίνητό της έχει πέσει στις 58.000 και το δάνειο με τους τόκους, έφτασε τις 148.251,27 ευρώ. Μιλάμε για ένα δυάρι, 48 τμ. Μιλάμε για μια άνεργη γυναίκα. Μιλάμε για πρώτη κατοικία.

Πόσες παραβιάσεις να μετρήσω; Τους υπέρογκους τόκους που δεν ελέγχει κανείς; Την πλήρη εγκατάλειψη ενός ανέργου από το “δημοκρατικό, ευνομούμενο κράτος”; Το κουρέλιασμα της αξιοπρέπειάς του, όταν αναγκάζεται να δείξει το σπίτι του σε κάποιος που πάνε να το αρπάξουν για ένα κομμάτι ψωμί; (καθώς, φυσικά η τράπεζα δεν θα το πουλήσει 148.000, αλλά για κάποιο ευτελέστατο ποσό, που ωστόσο, δε θα μειώσει το χρέος του πολίτη). Ή, τέλος, για την παντελή έλλειψη ασφάλειας ενός ανθρώπου μέσα στο σπίτι του;

Θυμίζω επίσης ότι οι δόσεις του ΕΝΦΙΑ πληρώνονται στο τέλος του μήνα, όταν όλοι – όσοι εργάζονται ακόμη – είναι άφραγκοι. Θυμίζω πως οι φόροι εκτοξεύθηκαν και συνεχίζουν να εκτοξεύονται στο Θεό. Θυμίζω πως είναι πρακτικά αδύνατον να ανοίξεις μια επιχείρηση καθώς πρέπει να προ-πληρώσεις τα πιθανά σου κέρδη. Θυμίζω πως το εργασιακό καθεστώς έχει επιστρέψει σε μεσαιωνικές πρακτικές. Οι συντάξεις έχουν πετσοκοφτεί. Για υγεία, παιδεία και μεταφορές δεν το συζητώ πια, έχουν καταντήσει ανέκδοτο. Έχουμε καταρρεύσει και δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, διότι αν το κάνουμε θα πρέπει να αντιδράσουμε. Εκτός αν συνηθίσαμε τόσο πολύ να είμαστε μαλάκες, που δε μας νοιάζει τίποτα πια.

Η ιστορία αυτής της γυναίκας από τη Θεσσαλονίκη θα επαναληφθεί. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Το επιτρέψαμε, το επιτρέπουμε και θα το επιτρέπουμε. Για πόσο ακόμη;